Αν σε μισήσουν: αγάπησέ τους, Αν σε πληγώσουν: λάτρεψέ τους, Αν σε πικράνουν: συγχώρεσέ τους... Μην ξεχνάς: ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Η ΚΑΤΣΙΚΑ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ ένα παραμύθι για μικρούς και περισσότερο για μεγάλους!!!



Η ζωή στο δάσος
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό όχι πολύ μακριά από εδώ, ήταν ένα πανέμορφο δάσος,. Το δάσος αγκάλιαζε σχεδόν όλο το βουνό και του χάριζε μαγικά χρώματα όλες τις εποχές του χρόνου. Ανάμεσα στα μεγάλα και τα μικρά του δέντρα κυλούσε ένα ήσυχο ποταμάκι, που με τα νερά του έδινε ζωή σε όλα τα ζωντανά που ζούσαν εκεί.
Κι ήταν πολλοί οι κάτοικοι αυτού του δάσους. Σκίουροι και αλεπούδες, χελώνες και πουλιά, φίδια και ζαρκάδια, αγριοκάτσικα και λύκοι γεννιόντουσαν, ζούσαν και πεθαίναν σ’ ένα μέρος, με τόσο πυκνή βλάστηση, που έφτανε και περίσσευε για να τους θρέψει όλους κι άλλους τόσους, αν υπήρχαν.
Πολλές φορές, ανέβαιναν στο δάσος και άνθρωποι από την πόλη μας. Άλλοι με τα πόδια κι άλλοι με ποδήλατα, μικροί και μεγάλοι, έπαιρναν κι έδιναν ενέργεια στο δάσος. Οι περισσότεροι αγαπούσαν το δάσος και πάντα προσπαθούσαν να αφήνουν το χώρο όπως τον είχαν βρει, μάζευαν τα σκουπίδια τους και με γεμάτα οξυγόνο τα πνευμόνια τους, γυρνούσαν στην πόλη και στα μικρά διαμερίσματα τους.
Υπήρχαν, βέβαια και κάποιοι που δεν σεβόντουσαν το δάσος και παρατούσανε κάθε λογής ακαθαρσίες ή, ακόμα χειρότερα τις πετάγανε στο ποτάμι. Μπαταρίες κι αποτσίγαρα, κονσέρβες και πλαστικά πιρούνια, χαλασμένα παιχνίδια και ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, ‘ξεχνιότανε’ στο δάσος, από αυτούς τους ανόητους ανθρώπους.
Ευτυχώς που κάθε τόσο, ομάδες εθελοντών και προσκόπων μαζεύονταν και καθάριζαν όσο μπορούσαν, γιατί αλλιώς κάποια σημεία θα είχαν γίνει κυριολεκτικά σκουπιδότοπος.
Μια φορά κι έναν καιρό, στο όμορφο αυτό δάσος, ζούσε μια κατσίκα που ήταν πολύ γρήγορη και κανένα άλλο ζώο δεν μπορούσε να τη συναγωνιστεί στο τρέξιμο ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση και τα απότομα βράχια. Γνώριζε κάθε σπιθαμή του και, φυσικά, ήξερε καλά όλες τις διαδρομές που θα τη βοηθούσαν να γλυτώσει από τα δόντια κάποιου αγριμιού.
Μια φορά και τον ίδιο καιρό, στο όμορφο αυτό δάσος, ζούσε ένας λύκος που ήταν πολύ γρήγορος και όποιο ζώο προσπάθησε να ξεφύγει από τα δόντια του, δεν τα κατάφερε για πολύ. Ήταν πολύ υπομονετικός στο κυνήγι του και παραμόνευε κοντά σε μέρη του ποταμιού, που ήξερε πως κάποιο ζώο θα εμφανιστεί για να ξεδιψάσει. Η μόνη που του ξέφευγε πάντα ήταν η κατσίκα......

Εκείνο το πρωινό, η κατσίκα, κατεβαίνοντας μια απότομη πλαγιά και πλησιάζοντας στην κοίτη του ποταμιού, τον είδε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την παραμόνευε εκεί, αφού ήξερε πως προτιμούσε αυτό το μέρος. Ήταν ένα μικρό ξέφωτο με χαμηλή βλάστηση κι έτσι ο λύκος δεν μπορούσε παρά να κρυφτεί αρκετά μέτρα μακριά από το στόχο που είχε βάλει, πίσω από κάποιο δέντρο.
Την τελευταία φορά που την είχε κυνηγήσει, είχε πιστέψει πως στο τέλος θα κατόρθωνε να την πιάσει ή να την γκρεμίσει από κάποιο βράχο, αλλά η κατσίκα ήταν πραγματικά ακούραστη και με απανωτούς ελιγμούς ξέφυγε από όλους τους κινδύνους, πότε σκαρφαλώνοντας ψηλότερα στα βράχια και πότε περνώντας μέσα από τους θάμνους και τις μεγάλες κουφάλες των γέρικων πλατάνων.
Και όλα αυτά με απαράμιλλη χάρη, με την αιθέρια κίνηση αλλά και τη σιγουριά σε κάθε της βήμα, επιτάχυνε και επιβράδυνε, άλλαζε πορεία πότε προς τα δεξιά και πότε προς τ’ αριστερά με μοναδικό τρόπο ξαφνιάζοντας την κατάλληλη στιγμή τον λύκο που τελικά μετά από πολλές ώρες αναγκάστηκε να γυρίσει στη φωλιά του νηστικός. Όπως δηλαδή γυρνούσε πάντα, όταν κυνηγούσε την κατσίκα.
Εκείνο το πρωινό, όμως, δεν τον περίμενε ή τουλάχιστον είχε την ελπίδα πως δεν θα είναι εκεί να την παραμονεύει. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία τους συνάντηση και συνήθως ο λύκος την άφηνε σε ησυχία για μεγάλα – και περίπου ίσα – χρονικά διαστήματα.
Το προηγούμενο βράδυ, στην προσπάθεια της να βοηθήσει μια άλλη κατσίκα που είχε παγιδευτεί από κλαριά και πέτρες σε μια ρεματιά, είχε γρατζουνίσει για τα καλά τα πόδια της και μάλιστα στο δεξί πίσω της πόδι είχε σφηνώσει ένα μικρό πετραδάκι που την πονούσε όταν έπρεπε να κάνει κάποιον ελιγμό.
Αυτό δεν έπρεπε να αφήσει να το καταλάβει ο λύκος κι έτσι, αν και πονούσε, κινήθηκε με την συνηθισμένη της χάρη και ταχύτητα προς την όχθη για να ξεδιψάσει. Είχε όλη της την προσοχή επάνω του κι ας έκανε την ανέμελη. Ξαφνικά επιτάχυνε και βάζοντας το κεφάλι ολόκληρο μέσα στο νερό, ρούφηξε με μιας όσο πιο πολύ μπορούσε χωρίς να σταματήσει να τρέχει. Έβγαλε το κεφάλι μόνο όταν έφτασε στην άλλη πλευρά του ποταμιού και συνέχισε το τρέξιμο αφήνοντας αποσβολωμένο τον κυνηγό της.
Κάτι τέτοιο δεν το είχε ξανακάνει και ο λύκος ούτε που το σκέφτηκε να την πάρει στο κατόπι. Καταλάβαινε πως δεν ήταν αυτή η μέρα που θα την έπιανε. Αφού ξεκίνησε με κάτι τόσο έξυπνο, δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα του σκάρωνε πάλι αν την κυνηγούσε εκείνο το πρωινό. Χώρια που ήταν πολύ πεινασμένος. Έτσι αποφάσισε να κυνηγήσει κάποιο λιγότερο έξυπνο ζώο.
Ναι, δεν ήταν η ταχύτητα το μόνο πλεονέκτημα της κατσίκας. Ήταν η εξυπνάδα και το μυαλό της που την καθοδηγούσαν σε δρόμους που πολύ συχνά δεν είχε ξαναπατήσει άλλο ζωντανό. Ήταν η σπιρτάδα που είχε συνέχεια για βοηθό στις αποφάσεις της τελευταίας στιγμής καθώς άλλαζε ρυθμό και πορεία ταυτόχρονα. Και ήταν και το όμορφα ζυγισμένο κορμί της που πάντα υπάκουε σ’ όλες της τις προσταγές όσο αλλοπρόσαλλες κι αν ήταν μερικές φορές.
Εκείνο το πρωινό λοιπόν, μπλόφαρε αρκετά στην αρχή και γλίτωσε την ταλαιπωρία του κυνηγητού, αφού ο λύκος αποθαρρύνθηκε γρήγορα. Όχι πως δεν θα του ξέφευγε πάλι, απλά θα ήταν πολύ επίπονο στην κατάσταση που ήταν τα πόδια της.
Σίγουρη πια πως θα έκανε πολύ καιρό να τον ξαναδεί, περπατούσε σχεδόν νωχελικά μασώντας δροσερό χορταράκι. Ούτε εκείνη και σίγουρα ούτε κι ο λύκος, δεν περίμεναν ότι θα συναντιόντουσαν ξανά λίγο αργότερα, κάτω από πολύ διαφορετικές και για τους δυο συνθήκες…
Καταστροφή
Πλησίαζε μεσημέρι, όταν μια περίεργη μυρωδιά την ενόχλησε.
Η κατσίκα σηκώθηκε στα πόδια της που για ώρα ξεκούραζε και ξαφνικά τον είδε. Ο λύκος ερχότανε αφηνιασμένος προς το μέρος της γρυλίζοντας με μανία. Το ποδοβολητό του ήταν τόσο γρήγορο που για μια στιγμή η κατσίκα σάστισε και από το μυαλό της πέρασε η σκέψη πως δεν θα τα κατάφερνε αυτή τη φορά.
Το πετραδάκι δεν είχε βγει ακόμα από το πόδι της και μάλιστα, μετά το πρωινό κόλπο που είχε κάνει για να ξεφύγει από το λύκο, της είχε σφηνωθεί ακόμα πιο βαθιά στην οπλή. Έψαχνε με τα μάτια να βρει την πιο γρήγορη διαδρομή για να ξεφύγει από τα δόντια του αλλά, αλίμονο, δεν μπορούσε να αποφασίσει και έστεκε μουδιασμένη καθώς εκείνος την πλησίαζε όλο και πιο πολύ, επιταχύνοντας όλο και πιο πολύ, ουρλιάζοντας όλο και πιο αγριεμένα. Ήταν και εκείνη η μυρωδιά, που τώρα είχε γίνει πιο έντονη, που την μπέρδευε.
Ο λύκος δεν ουρλιάζει ποτέ την ώρα που κυνηγάει. Ο λύκος φροντίζει πάντα να είναι αθόρυβος και αόρατος, μέχρι να πλησιάσει αρκετά τα θύματα του και να τα αιφνιδιάσει. Και η αλήθεια είναι πώς έτρεχε προς το μέρος της, αλλά, όχι κατά επάνω της. Κάποιος άλλος ήταν ο λόγος που τον είχε κάνει να αφηνιάσει.
Μετά την πρωινό αποτυχημένο καρτέρεμα στο ποταμάκι, ο λύκος είχε κινηθεί πιο χαμηλά, προς τα χειμαδιά, μήπως κι η τύχη του χαμογελούσε και κατάφερνε να ξεμοναχιάσει κάποιο προβατάκι ή καμιά κότα που έχασε το δρόμο από το κοτέτσι της. Καθώς πλησίαζε, καπνός του έφραξε απότομα το δρόμο. Δεν ήταν καπνός από δέντρο, η μυρωδιά του ήταν πολύ πιο βαριά. Τότε είδε έναν άνθρωπο να τρέχει και πιο πέρα άλλον έναν κι άρχισε καπνός να μαζεύεται από παντού και τα πεύκα άξαφνα λαμπάδιασαν και οι φλόγες υψώθηκαν σαν γλώσσες στον ουρανό. Κι άρχισε να τρέχει…
Καθώς έτρεχε, προσπαθώντας να απομακρυνθεί από τη φωτιά όσο πιο πολύ μπορούσε, την είδε. Δεν την είχε προσέξει μέσα στην ταραχή του παρόλο που ήταν μέσα στο οπτικό του πεδίο για αρκετή ώρα. Διένυσε μερικά μέτρα ακόμα επιβραδύνοντας κάπως και μετά σταμάτησε απότομα. Η κατσίκα δεν κινήθηκε. Προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Ο λύκος την κοίταξε στα μάτια αλλά έμεινε κι αυτός ακίνητος. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα έτσι και τότε ο λύκος άφησε να βγει από μέσα του ένα ουρλιαχτό που όμοιο του δεν είχε ακουστεί για πολλά χρόνια σ’ αυτό το δάσος. Ένα ουρλιαχτό σπαραχτικό κι απεγνωσμένο, ένα ουρλιαχτό θρήνου και οδύνης, ένα ουρλιαχτό εξαγριωμένο που γύρευε απαντήσεις, ένα ουρλιαχτό θυμωμένο που ήξερε τις απαντήσεις. Και ταυτόχρονα ήταν ένα ουρλιαχτό που παρακαλούσε, ένα ουρλιαχτό που ικέτευε για βοήθεια, ένα ουρλιαχτό που αναζητούσε διέξοδο.
Όταν σταμάτησε το ουρλιαχτό του, ένιωσε πιο άδειος από ποτέ. Την ξανακοίταξε, ικετευτικά αυτή τη φορά και εκείνη δεν δίστασε καθόλου. Του έγνεψε με το πόδι πως θα ξεκίναγε να τρέχει. Και έτρεξε προς το βορά. Εκείνος απλά την ακολούθησε…
Είχαν ξανακάνει αυτή τη διαδρομή μαζί, αρκετές φορές στο παρελθόν. Αυτή τη φορά, όμως, η κατσίκα δεν έτρεχε κυνηγημένη από το λύκο κι εκείνος παρόλο που δεν την έχανε από τα μάτια του, δεν την πλησίαζε πολύ, αν και θα μπορούσε να τρέχει δίπλα της. Ο καπνός ανέβαινε συνεχώς, από τους πρόποδες του βουνού προς την κορφή, κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική και τη ζέστη ανυπόφορη. Έκαναν μια στάση στο σημείο που είχαν συναντηθεί το πρωί και η κατσίκα ξάπλωσε εξουθενωμένη πλάι στο νερό, τέντωσε τη μουσούδα της και προσπάθησε να σβήσει τη δίψα της. Το στόμα και τα ρουθούνια της είχαν γεμίσει στάχτες και σχεδόν δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ο λύκος στάθηκε λίγα μέτρα μακρύτερα αν και διψούσε κι αυτός. Κοιτούσε συνεχώς προς τα πίσω τους, ανήσυχος μήπως τους προλάβει η φωτιά. Που και που έριχνε καμιά ματιά στην κατσίκα και καθησύχαζε τον εαυτό του ότι η κατσίκα θα του έδειχνε τον πιο σίγουρο και γρήγορο δρόμο για να ξεφύγουν.
Για μια στιγμή η ζέστη έγινε τόσο έντονη που τους ξάφνιασε. Η φωτιά τους πλησίαζε τώρα και από τα δεξιά τους, έπρεπε να φύγουν από εκεί το συντομότερο. Η κατσίκα έκανε να σηκωθεί στα πόδια της, αλλά πατώντας λίγο άτσαλα, έριξε το βάρος της στο πονεμένο της πόδι. Προσπάθησε να πνίξει την κραυγή της και σωριάστηκε πάλι στο έδαφος. Ο λύκος πλησίασε κοντά της και έχωσε το στόμα του στο ποτάμι για μερικά δευτερόλεπτα, πίνοντας όσο πιο πολύ νερό μπορούσε. Με μια απότομη κίνηση, σήκωσε το κεφάλι του και άρχισε να τρέχει ώσπου χάθηκε. Γύρισε μετά από λίγο και στάθηκε πάνω από την κατσίκα. Με τη μουσούδα του την έσπρωξε και την στήριξε στα πόδια της, ήπιε λίγο νερό ακόμα, ήπιε και εκείνη, ήπιαν μαζί δίπλα δίπλα και μετά σήκωσαν τα κεφάλια τους και κοίταξαν γύρω. Γνώριζαν κι οι δυο ότι δεν θα ξανάβλεπαν αυτό το πανέμορφο μέρος, το μέρος που εκείνη προτιμούσε να πηγαίνει για να ξεδιψάει, το μέρος που εκείνος συνήθιζε να την παραμονεύει.
Ξεκίνησαν το ταξίδι τους κατά μήκος του ποταμιού. Κάποιες φορές το ένα ζώο βοηθούσε το άλλο. Τα τριχώματα τους είχαν καψαλιστεί αρκετά και μάλιστα ο λύκος είχε ένα μικρό κάψιμο από ένα καιόμενο κλαρί που τον πέτυχε στην πλάτη. Τίποτα όμως δεν τους σταμάτησε. Έτρεχαν μέχρι το βράδυ. Και δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν έφτασαν τόσο ψηλά στο βουνό, που γύρω τους δεν υπήρχαν ούτε δέντρα ούτε βλάστηση για να τους απειλήσει η φωτιά. Έμειναν εκεί τρεις ημέρες, ώσπου να σβήσει η φωτιά. Κι άλλες τρεις ώσπου να δροσίσει κάπως το έδαφος και να μπορέσουν να περπατήσουν άνετα. Ο καπνός τους ανάγκαζε να περνούν τις ώρες τους με κλειστά τα μάτια. Κι ύστερα όταν ο καπνός διαλύθηκε, ένας καυτός ήλιος έκανε την εμφάνιση του και τους αποκάλυψε το μέγεθος της καταστροφής.
Νέα αρχή
Τα λίγα ζώα που είχαν καταφέρει να σωθούν από τις φλόγες είχαν μαζευτεί σ’ εκείνη την περιοχή που είχαν καταφύγει η κατσίκα και ο λύκος. Δεν μιλούσαν μεταξύ τους, μόνο περίμεναν. Και ένας θεός ξέρει τι περίμεναν. Το δάσος τους, το σπίτι τους, είχε καταστραφεί. Τροφή δεν υπήρχε, ούτε για τα μικρότερα σε ηλικία ζωάκια. Το ποτάμι, τώρα που δεν έβρισκε καμιά αντίσταση από δέντρα και φρέσκο χώμα, κυλούσε μανιασμένο όσο ποτέ και δεν ήταν πάντα ασφαλές για τα ζώα να το πλησιάζουν. Η ταλαιπωρία και η πείνα τους είχαν καταβάλλει, όταν ή κατσίκα έσπασε τη σιωπή της ένα βράδυ και του είπε:
‘Φάε με’.
Ο λύκος που ήταν μόλις λίγα μέτρα πιο εκεί έκανε πως δεν την άκουσε. Όλες αυτές τις μέρες ξάπλωνε κοντά της και κάθε φορά που εκείνη έκανε να σηκωθεί στα πόδια της, εκείνος σηκώνονταν πρώτος, έσκυβε τη μουσούδα του και την έχωνε κάτω από την κοιλιά της από τη δεξιά πλευρά και την έσπρωχνε βοηθώντας την να μην πληγώσει κι άλλο το πόδι της. Ύστερα τραβιόταν πάλι πιο πέρα.
‘Φάε με, δεν μπορώ να σε βοηθήσω αλλιώς. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω άλλο, το καταλαβαίνεις; Εγώ δεν θα καταφέρω να βρω τροφή για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ εσύ μ’ έχεις έτοιμη μπροστά σου, δεν χρειάζεται να με κυνηγήσεις καν. Μόνο μην με βασανίσεις, έτσι; Θέλω να πεθάνω ακαριαία, με τη μία, μ’ ακούς; Μ’ ένα δάγκωμα στο λαιμό, βαθύ και τελειωτικό, εντάξει; Δεν θέλω να υποφέρω. Δεν υποφέρω άλλο, ζήσε σου λέω, φάε με’.
Η κατσίκα παραληρούσε. Σηκώθηκε στα πόδια του και την πλησίασε. Η βαριά του αναπνοή χάιδεψε το λαιμό της. Άνοιξε δειλά το στόμα του και με τη γλώσσα του της έγλυψε τη μουσούδα.
‘Μην με παιδεύεις σου λέω, κάρφωσε τα δόντια σου, σε παρακαλώ, ζήσε,,,’
‘Και πόσο πιστεύεις ότι θα ζήσω άμα σε φάω, ανόητη; Για πόσο θα κοπάσει η πείνα μου;’ της είπε.
‘Ώσπου να βρεις κάποιο άλλο ζώο να φας. Αφού αυτή είναι η φύση σου, μην την αρνήσε. Χώσε τα δόντια σου τώρα, είναι σκοτάδι δεν θα σε καταλάβει κανένα από τα’ άλλα ζώα.’ του απάντησε εκείνη σχεδόν ικετευτικά.
‘Θα ήμουν ανόητος αν έτρωγα εσένα κι όχι κάποιο άλλο ζώο, έτσι δεν είναι; Αν έχω φτάσει ως εδώ είναι γιατί εσύ με βοήθησες. Κι όχι μόνο τώρα που μου έδειξες τον δρόμο μακριά από τη φωτιά. Ίσως σου φανεί λίγο περίεργο, αλλά, χάρις σε ‘σένα είχα γίνει ο καλύτερος κυνηγός ανάμεσα σ’ όλα τα αγρίμια του δάσους. Κανείς άλλος δεν τολμούσε να σε κυνηγήσει έτσι όπως σε κυνηγούσα εγώ, θυμάσαι; Μάθαινα από ‘σένα, καλή μου, και μετά το να κυνηγάω άλλα ζώα ήταν παιχνιδάκι. Εσύ μου έδειχνες τα λάθη μου κι εγώ φρόντιζα να τα διορθώνω. Χώρια ότι με κρατούσες σε καλή φόρμα, κανένα άλλο ζώο δεν έχει την ευλυγισία σου και την εξυπνάδα σου αν θες να ξέρεις. Ήσουν λοιπόν δασκάλα μου, κατά κάποιο τρόπο κι εγώ σαν καλός μαθητής, ερχόμουνα πάντα στο μάθημα μου διαβασμένος καλά κι έτοιμος να μάθω καινούρια πράγματα. Αν λοιπόν ήταν να φάω κάποιο ζώο σίγουρα δεν θα ήσουν εσύ. Αλλά και τα’ άλλα ζώα, δεν μπορώ να τ’ αγγίξω. Την ίδια ταλαιπωρία έχουμε περάσει όλοι, έτσι δεν είναι; Το σημαντικό είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε πριν χειμωνιάσει. Και μετά θα δούμε ποιος πρέπει και δεν πρέπει να φαγωθεί.’
Της ξανάγλυψε το λαιμό σαν να την ευχαριστούσε κι εκείνη ανάσανε βαθιά.
‘Θα δώσουμε αγώνα για να εξασφαλίσουμε μια θέση όπου κι αν πάμε’ του είπε.
‘Είμαι έτοιμος’ απάντησε εκείνος. Με απαλά βήματα χάθηκαν στο δρόμο που τους άνοιγε η καινούρια μέρα. Είχε ξημερώσει…
Μια φορά κι έναν άλλο καιρό ήταν ένα όμορφο δάσος σ’ ένα μακρινό βουνό. Σ’ αυτό το όμορφο δάσος ζούσε μια κατσίκα που παρόλο που κούτσαινε λίγο στο πίσω της δεξί πόδι, ξεχώριζε για την χάρη, την ταχύτητα και την εξυπνάδα της.Σ’ αυτό το όμορφο δάσος ζούσε ένας λύκος που παρόλο που η γούνα του ήταν καψαλισμένη, ξεχώριζε για την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα του στο κυνήγι. Κανένα ζώο δεν του ξέφευγε, κανένα βέβαια, εκτός από ένα.
Κάθε πρωινό μετά την πανσέληνο, εκείνη ήξερε πως θα την περιμένει, στην αγαπημένη της όχθη του ποταμιού που διέσχιζε το δάσος. Και κάθε φορά εκείνος την καρτερούσε ανυπόμονα. Την άφηνε να δροσιστεί και μετά άρχιζαν το παιχνίδι τους. Εκείνη μπροστά κι αυτός ξοπίσω της, ανάμεσα σε δέντρα, πεσμένα κλαριά και απότομα βράχια. Μέχρι που αργά τ’ απόγευμα πριν δύσει ο ήλιος σταματούσαν αποκαμωμένοι και πεινασμένοι κι οι δύο στο μέρος από όπου ξεκινούσαν. Δεν μιλούσαν πια μεταξύ τους. Δεν χρειάζονταν τίποτε άλλο να ειπωθεί, άλλωστε. Κοιτάζανε πότε τον ορίζοντα και πότε ο ένας τον άλλο μέχρι που χώριζαν λίγο πριν πέσει η νύχτα. Τη στιγμή του αποχαιρετισμού, εκείνος πάντα της χάιδευε το λαιμό κι εκείνη ανάσαινε όσο πιο βαθιά μπορούσε.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Ευχαριστώ θερμά τον φίλο μου Αλέξη Α. που μου έδωσε αυτό το παραμύθι.

1 σχόλιο:

  1. 'Ενα υπέροχο και τόσο διδακτικό παραμύθι, που θα πρέπει όλοι οι.....μεγάλοι να διαβάσουν!!!!!! Μπράβο, πολλά πολλά Μπράβο!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!