Παρεκκλήσιο Παλατιανή
Το παλάτιο (palatio) αναφέρεται σε έγγραφο του 1515 από τον δυνάστη Berto Sommaripa. Πλέον σαφής -και υποδηλωτική της θέσεώς του -αναφορά γίνεται σε έγγραφο «τελεσθείσης πράξεως εν Άνδρω δι' ης ο δούξ Νάκης (Naci) παρεχώρησε φεουδαλικά κτήματα» και η οποία έγινε στην μεγάλη αίθουσα του Παλατιού που βρίσκεται απέναντι από την πλατεία του Κάτω Κάστρου του λεγομένου Εμπορείον (della camera grande del palazzo di Andró, esistente verso la piazza del Castro Inferiore, detto Emporio) 7 Φεβρουαρίου 1578. Μια από τις τελευταίες περιγραφές του παλατιού, δίνεται από τον ιησουίτη μοναχό J. Χ. Portier (1700), ο οποίος γράφει ότι μέσα στην πόλη εγείρεται ωραίο παλάτι, από το οποίο δεν λείπει, σχεδόν, παρά μόνο η οροφή. Τα παράθυρά του είναι πλαισιωμένα με μάρμαρα με ανάγλυφα.
Τα τείχη φέρουν (είναι εγκατεσπαρμένα)με τους θυρεούς και τα μονογράμματα των Σομμαρίπα. O Vmcenzo Castelli (1711) αναφέρει για τα εντοιχισμένα στο παλάτι οικόσημα των Σομμαρίπα «come hoggi di si vede anche il Palazzo Signiorale con l'Arme de la famiglia Summaripa». Ζητούμενη παραμένει η έκταση του παλατιού. Ο Δ. Κωνσταντινίδης θεωρεί απίθανο να περιοριζόταν μόνο στο σημερινό κτίριο, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την εκκλησία της Παλατιανής και βέβαιο ότι εκτεινόταν και στα επόμενα, προς Νότον, κτίρια. Στην μελέτη του για την Παλατιανή εικάζει ότι το παλάτι έφθανε μέχρι και πάνω από την Πύλη του Κάστρου. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι η piazza βρισκόταν στον έξω -εγγύς- της πύλης των κάστρων, χώρο. Ο προσεκτικός εντεταλμένος ακαδημαϊκός, γιατρός, βοτανολόγος Toiirnefort άλλωστε εικονίζει επάνω από την Οξώπορτα ένα ολόκληρο πυργοειδές οικοδόμημα υψηλότερο όλων των άλλων με όλα τα χαρακτηριστικά κύριου αμυντικού πύργου (Tour-maîtresse). Συμπληρωματικοί λόγοι αμυντικοί, τοπογραφικοί-ρυμοτομικοί, εθνο-θρησκευτικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί, που απορρέουν από την ιδιοσυστασία του μικρού φεουδαρχικού οικισμού του Κάτω Κάστρου, συνηγορούν υπέρ τού ότι το παλάτι έφθανε μέχρι και την νευρολογική θέση της πύλης που ανελάμβανε (από τον πύργο του) να υπερασπισθεί ο ίδιος ο Ηγεμόνας. Το κτίσμα που κατεδαφίστηκε το 1952 ήταν τμήμα μόνο του παλατιού και ήταν ξαναχτισμένο ή ανακαινισμένο, κατά τα μέσα του 18"αι. μετά την ερήμωση που ακολούθησε την δήωση του Κάστρου από τον πειρατή Creveliers.
Ο ναός της Παλατιανής, μολονότι, είναι ο μόνος στη Χώρα που παρέμεινε βυζαντινός, χωρίς πλήρεις μορφολογικές αλλαγές από επισκευές και ανοικοδομήσεις δεν έχει να μας «πει» τόσα όσα έζησε και σε όσα διαδραμάτισε ρόλο σε σημαντικές στιγμές του Κ. Κάστρου. Ο γλωσσολόγος I. Βογιατζίδης επιμένει ότι ο όρος Παλατιανή είναι της Βυζαντινής περιόδου και ανάγεται στο προ του 1204 Κάστρο του Εμπορείου (όπως και ο Δ. Πολέμης θεωρεί πιθανότατο ότι προηγήθηκε της φράγκικης ονομασίας Κάτω Κάστρο). Ο ερευνητής του Ναού, Δ. Κωνσταντινίδης τον τοποθετεί χρονολογικά μάλλον στις αρχές της Τουρκοκρατίας (ως προς τις σημερινές του λεπτομέρειες) δηλ. μετά το 1566 και μετά την αναχώρηση των Σομμαρίπα τελευταίων Φράγκων Δυναστών. Προϋπήρχε μάλλον ο βυζαντινός ναός, όπως δείχνουν ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά, ο οποίος φαίνεται τότε ανακατασκευάσθηκε. Ως βυζαντινός ναός μπορεί να ανάγεται στην αρχή της Φραγκοκρατίας, ίσως και προ αυτής. Η Παλατιανή έχει χαρακτηριστικά στοιχεία, δείγματος βυζαντινού ναού των μέσων του 16" αιώνα. Είναι γνωστό όμως ότι ο παλαιότερος ναός στη ίδια αυτή θέση είχε το ίδιο όνομα και ότι ανέκαθεν αποτελούσε το παρεκκλήσιο των Φράγκων δυναστών απέναντι από το λεγόμενο παλάτι τους ή και παλαιότερα από το ίδιο ακριβώς παλάτι όπου διέμενε ο βυζαντινός Τουρμάρχης όπως ο Βογιατζίδης ισχυρίζεται τον οποίο οι βενετοί δυνάστες διαδέχτηκαν και παρά την αλαζονεία τους ανέχτηκαν ένα βυζαντινού τύπου ναό, ως παρεκκλήσιο τους.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι -σε μεγέθυνση της γνωστής γκραβούρας- αποκαλύπτεται ότι ο σχολαστικός Tournefort καταγράφει, εκκλησία με σκεπή και τρούλο εγγύς (αριστερά) του πύργου εισόδου στη θέση που αντιστοιχεί σ' αυτήν της Παλατιανής, αλλά και δίνει έμφαση σε ογκώδες κτίσμα, αριστερά και πίσω από την είσοδο του Κάστρου. Λαμβάνοντας υπ' όψη' την αξιοπιστία του Τουρνεφόρ και την εμμονή του στην καταγραφή-σχεδίαση των εμβληματικών κτισμάτων, εικάζουμε ότι το ογκώδες κτίσμα σε επαφή με το τείχος που βρίσκεται δεξιά της Παλατιανής και εκτείνεται κάθετα προς το τείχος είναι το παλάτι, που πράγματι είναι το μοναδικό μεγάλο κτίριο του Κάστρου δίπλα στην Παλατιανή και μέχρι την πύλη.
Από την λεπτομερή εξέταση του όλου οικοπέδου του μοναστηριού της Παλατιανής στην οποία προέβη ο Κωνσταντινίδης, τεκμαίρεται ότι το μοναστήρι έφθανε μέχρι τον σημερινό κεντρικό δρόμο της Αγοράς, (απ' όπου γινόταν η είσοδος στο μοναστήρι), κατόπιν έστριβε βόρεια, από τον δρόμο του Αγ. Ανδρέα και στο τέλος του δρόμου αυτού, γύριζε αριστερά. Μετά ακολουθώντας τον δρόμο αυτό αναστρεφόταν αριστερά έτσι που έκανε τον πλήρη κύκλο του «τετραγώνου». Η οικία του Λατίνου επισκόπου εννοείται ότι δεν περιλαμβανόταν σ' αυτό. Η είσοδος στην εκκλησία δεν πραγματοποιόταν όπως σήμερα από την προς Δυσμάς είσοδο αλλά από τα βόρεια, όπως μας πληροφορεί το συμβόλαιο πωλήσεως (1878) του Παναγίου Τάφου, όταν ο τελευταίος πούλησε το μετόχιο. Ο σημερινός δρόμος που περνάει μπροστά από την Παλατιανή ήταν τότε σκεπαστός και τα απέναντι της σημερινής εισόδου σπίτια (μέρος των παλατιών, ερειπίων ή ξαναχτισμένων) είχαν αυλές ώστε η είσοδος τους να πραγματοποιείται από τον όροφο. Υπενθυμίζεται ότι παλαιότερα ήταν αδύνατον να υπάρχει άλλη είσοδος των παλατιών από την δυτική (εξωτερική) πλευρά όπου και ο σημερινός δρόμος των μουσείων αφού από κει διερχόταν η τάφρος του Κάστρου. Έτσι το παλάτι ευρισκόμενο στο μέτωπο του τείχους ήταν κυριολεκτικά «κολλημένο» στην Παλατιανή. Το δε μοναστήρι της εποχής του Παναγίου Τάφου κατελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του, τρόπον τινά, «οικοδομικού τετραγώνου». Η θέση που κατέλαβε το μοναστήρι δεν ήταν τυχαία. Η πολεοδομική συγκρότηση του «τετραγώνου» με την θέση του παλατιού των Σομμαρίπα στην αρχή του Κάστρου και της πύλης του, το πανθομολογουμένως παρεκκλήσιο της Παλατιανής, οι τριγύρω θέσεις των κυριοτέρων Φράγκικων οικογενειών (Σομμαρίπα, Κάίρη, Δελλαγραμάτικα, Καμπάνη, Μπίστη, Κωττάκη) η κατοικία του Λατίνου Επισκόπου (μετέπειτα οικία Πασχάλη), υποδεικνύουν τον περίκλειστο, περιχαρακωμένο κοινωνικά, πολιτικά, αμυντικά χαρακτήρα του τετραγώνου - λίγο μεγαλύτερο προς Βορράν, απ' αυτό που περιγράψαμε - ως κάστρου μες το Κάστρο. Υπογραμμίζεται επίσης ότι η όλη θέση είναι η τοπογραφικά υψηλότερη όλου του Κάτω Κάστρου. Είναι άγνωστο εάν προϋφίσταται της Φραγκοκρατίας με την ίδια δομή, όμως εδώ αναπαράγεται πιστότατα η πολεοδομική συγκρότηση των μικρών δυτικών πόλεων, στο φεουδαρχικό τους στάδιο και εάν φαίνεται να λείπει η τελευταία γραμμή αμύνης (λόγω του σχετικά επιπέδου εδάφους) αποτελούμενη από τον πύργο του Ηγεμόνα, υπερυψωμένος πύργος υπήρχε, όπως ακριβέστατα τον «καταγράφει», στην χαλκογραφία του, ο Tournefort, αποτελώντας μάλιστα τμήμα του «οικοδομικού τετραγώνου». Εδώ σαφώς ο Ηγεμόνας περιορίζεται με τους πιστούς του ανάμεσα στην τάφρο, την κεντρική πύλη, την οποία κατοπτεύει και υπερασπίζεται, τον κεντρικό δρόμο, τον δρόμο με τον καθεδρικό Ναό του Αγ. Ανδρέα σαν κέντρο και εσωτερικό συμβολικό ανάχωμα και πιθανότατα το κτίριο που βρίσκεται πάνω από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Υπάρχει σήμερα δρομίσκος που ξεκινά από την οδό του Αγ. Ανδρέα -κλείνεται σήμερα με πόρτα- και είχε διανοιχθεί από τους Αγιοταφίτες μοναχούς όταν αυτοί πώλησαν τα προς την κεντρική οδό κτίσματα της Αγοράς και αφαίρεσαν έτσι την παλαιότατη κύρια είσοδο που γινόταν από κει και οδηγούσε κατ' ευθείαν στην Παλατιανή. Εικάζεται λοιπόν ότι η είσοδος από τον σημερινό δρόμο δεν ήταν δυνατή και ο ίδιος ο δρόμος, όπως από το Σχέδιο Πόλεως του 1865 φαίνεται, ήταν φραγμένος.
Από τις μελέτες των Δ. Κωνσταντινίδη, Δ. Πασχάλη, Δ. Πολέμη, I. Βογιατζίδη, και μελέτες των οχυρωμένων οικισμών της Φεουδαρχίας, την όλη πολεοδομική δομή και συγκρότηση του χώρου που περιβάλλει την Παλατιανή φαίνεται ότι, το μοναστήρι των Αγιοταφιτών δεν παραχωρήθηκε τυχαία στη θέση αυτή, με τις διαστάσεις αυτές, μέσα στο έρημο Κ. Κάστρο. Αποτελούσε μέρος αμυντικού οικιστικού συνόλου. Η εκκλησία προϋπήρχε, μέσα στον ευρύτερο περίκλειστο χώρο.
Παραμένει για διερεύνηση η είσοδος στον χώρο αυτό, η οποία με το πέρασμα των χρόνων μετακινείται. Το 1712 η πρόσβαση στην Παλατιανή δεν πραγματοποιόταν από τον σημερινό δρόμο, που ήταν φραγμένος, αλλά από άλλο δρόμο στη θέση της επόμενης της οικίας Σαραντόπουλου. Και δεν μετακινείται βεβαίως τυχαία ένας δρόμος, που οδηγεί ταυτοχρόνως σε σημαντικά κτίρια – παλάτι και εκκλησία- παρά μόνον αν στο χώρο αυτό, που ήταν κάποτε γύρω-γύρω κλειστός και ανάλογα με τις καταστροφές, τις ερημώσεις - την επανάχρηση ως μοναστήρι - επιβαλλόταν κατά καιρούς η αλλαγή προσβάσεως.
Δεν επρόκειτο βεβαίως για δρόμο που μετακινείται αλλά για είσοδο περιφραγμένου, ευρύτερου χώρου που αναλόγως των αναγκών αλλάζει θέση.
Επί Φραγκοκρατίας ο Ηγεμόνας ζούσε περιχαρακωμένος, με τους άλλους άρχοντες και τον Λατίνο επίσκοπο, ρυμοτομικά και αμυντικά συγκεντρωμένοι έναντι των πιθανών πολιορκητών του Κάστρου αλλά και των ίδιων των υπηκόων τους.
Εν κατακλείδι επρόκειτο για ένα πολεοδομικό χώρο εξουσίας, με την απόλυτη –εμβληματικά - πολιτική σημασία των φεουδαρχικών πόλεων, όπου ακόμα το οικονομικό κέντρο, όποιο και όπου και αν είναι, δεν παίζει ρόλο, επειδή δεν αποτελεί ακόμα αξιόλογο κοινωνικό μέγεθος (των νεοεμφανιζόμενων αστών), όσο οι φεουδάρχες παραμένουν επικεφαλής αυτού του αντικειμενικά πολιορκούμενου τόπου και που μόνον οι συρράξεις μεγάλων δυνάμεων ανατρέπουν το ιστορικό και οικονομικό του γίγνεσθαι. Θα πρέπει να περάσουν τα χρόνια, να διασαλευθεί ανεπανόρθωτα το παλαιό φεουδαρχικό καθεστώς στο Κάστρο, οπότε να φανούν αναγκαστικά σε άλλο πολεοδομικό χώρο οι εμπορευόμενοι αστοί, στην νοητή γραμμή Θεοσκεπάστου, Αγ. Νικολάου και Αγ. Αθανασίου, σε πρώτη φάση και να αποκατασταθούν αργότερα στο ανώτερο τμήμα του Κάτω Κάστρου, να το ξεπεράσουν αρχικά κατοικώντας την Καμάρα/Ρίβα και να «εξορμήσουν» πέρα από την Οξώπορτα, πέρα από τα τείχη του παλιού Κάστρου που για αιώνες τους διέσωζε(;) συχνά τη ζωή.
Πληροφορίες:
Νίκος Τ. Βασιλόπουλος ( Ιστορική Περιήγηση Κάτω Κάστρου Άνδρου)