Από τον Παναγιώτη Μαυρόπουλο / Σταυριώτη
Zωγράφος – Συγγραφέας
Τώρα που είναι Πρωτοχρονιά, όπως και κάθε Πρωτοχρονιά, είναι συνήθεια (από τα αρχαία χρόνια), οι άνθρωποι να κάθονται γύρο στο τζάκι (ή από την ξύλοσόμπα τους) και να λένε (οι μεγαλύτεροι στους μικρότερους) παλιές ιστορίες. Ιστορίες που μπορεί, όταν τις διηγούνται τις άλλες ημέρες του χρόνου, να μη μας συγκινούν πολύ αλλά πάντα όταν ακούγονται τέτοιες εορταστικές ημέρες, ακουμπούν ΟΛΩΝ τις καρδιές.
Έτσι και εγώ, τώρα θα σας διηγηθώ την ιστορία του «κυρ Βασίλη».
Σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, σε κάθε γειτονιά και ρούγα, υπάρχει πάντα ένας «κυρ Βασίλης»! Ακόμα και αν δεν τον λένε «Βασίλη» πάντα υπάρχει ένας «κυρ Βασίλης»! Σας ακούγεται λίγο παράξενο αυτό αλλά είναι αλήθεια, παντού και πάντα υπάρχει ένας «κύριος Βασίλης» ή για να ήμαστε πιο ακριβείς παντού και πάντα μπορεί να υπάρξει ένας «κυρ Βασίλης»!
Τώρα, θα σας παρακαλέσω να κάνετε για λίγο ησυχία και να δώσετε προσοχή στην ιστορία που θα σας διηγηθώ Θα σας μιλήσω για το δικό μου «κυρ Βασίλη».
Και ο δικός μου «κυρ Βασίλης», όπως άλλωστε όλοι οι «κυρ Βασίληδες», κάποτε ήταν μικρό παιδί σαν και εσάς. Bέβαια αυτό συνέβενε πριν πολλά – πολλά χρόνια.
Αυτός ο «κυρ Βασίλης», όταν ήταν παιδί, δεν πίστευε καθόλου στο συνονόματό του. Ξέρετε ποιόν εννοώ. Το γνωστό μας τον «Aϊ Βασίλη».
Όταν άκουγε τους συνομηλίκους του να μιλούν για τον «Aϊ Βασίλη», αυτός κρυφογελούσε και μάλιστα, θεωρούσε τουλάχιστον ανόητους, όσους πίστευαν ότι υπάρχει «Άγιος» που φέρνει δώρα στα παιδιά. Και όταν κάποιος μεγαλύτερος τον ρωτούσε. «Τι θέλεις Bασιλάκη να σου φέρει ο Aϊ Βασίλης την Πρωτοχρονιά?» αυτός εκνευρίζονταν, γιατί καταλάβαινε πως του έλεγαν ψέματα για την ύπαρξη ενός τέτοιου «Αγίου».
Ο «μικρός κυρ Βασίλης» γνώριζε ότι, όλα τα δώρα την Πρωτοχρονιά, τα φέρνουν οι γονείς στα παιδιά τους, ή κάποιοι κοντινοί συγγενείς.
Γι’ αυτόν, δεν υπήρχαν εκκεντρικοί χοντροί άγιοι, ντυμένοι στα κόκκινα, με λευκές γενειάδες ούτε έλκηθρα, ούτε τάρανδοι. Ήξερε πολύ καλά ότι, στα κεραμίδια των σπιτιών και στις καπνοδόχους, δεν ανέβαινε κανείς το χειμώνα, με τέτοιο κρύο ούτε καν οι κεραμιδόγατοι. Aλλά δεν έλεγε και πολλά γιατί όλοι οι συνομήλικοι του (είτε από αφέλεια, είτε από σκοπιμότητα) πίστευαν στον «άγιο των δώρων». Δεν ήθελε λοιπόν, να τους χαλάσει το όνειρο.
Ο «μικρός κυρ Βασίλης» μας, μπορεί να μην πίστευε στην ύπαρξη του «Aϊ Βασίλη» όμως ήταν παιδί με ευαισθησίες και με καλή καρδιά.
Αυτός ήταν τυχερός, γιατί (ξέχασα να σας το πω) ο πατέρας του ήταν κάτι σαν Δήμαρχος στο χωριό και σαν «κεφαλή» που ήταν, είχε έναν πολύ καλό μισθό, πρόσφερε τα πάντα στην οικογένεια του και φυσικά ποτέ δεν έλειπαν από τον «μικρό κυρ Βασίλη» τα δώρα. Κάθε Πρωτοχρονιά (και όχι μόνο) ο πατέρας του, του χάριζε ένα σορό παιχνίδια και ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά από που έρχονταν όλα αυτά.
Τέρμα λοιπόν, τα παραμύθια για τον «άγιο των δώρων»
Όπως είπαμε όμως, ο «μικρός κυρ Βασίλης» είχε καλή καρδιά και ήξερε πολύ καλά πως όλοι οι συνομήλικοι του δεν ήταν το ίδιο τυχεροί με αυτόν. Κάποιοι μάλιστα (και δεν ήταν λίγοι αυτοί) περνούσαν στο σπίτι τους πολύ φτωχικά και γνώριζε πως έρχονταν ημέρες που δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε. Σε αυτά τα παιδιά οι φτωχοί γονείς τους φυσικά, δεν μπορούσαν να αγοράσουν δώρα… πολύ περισσότερο, κανένας ασπρογένης κόκκινοντυμένος «Aϊ Βασίλης» δεν τα θυμόταν.
Παρ’ όλα αυτά, πάντα τα φτωχά παιδιά, (όπως όλα τα φτωχά παιδιά του κόσμου), πίστευαν (άδικα) και ήλπιζαν (μάταια) πως ο «άγιος των δώρων», αυτή τη φορά θα τα θυμόταν και αυτά και πως θα τα επισκέπτονταν, φέρνοντας τους κάτι όμορφο.
Αυτή η αδικία στενοχωρούσε πολύ το «μικρό κυρ Βασίλη».
Από τι μία, αυτός είχε τόσα πολλά παιχνίδια αλλά δεν πίστευε καθόλου – μα καθόλου στην ύπαρξη του «Αγίου των δώρων»… και από την άλλη, οι φίλοι του – τα φτωχά παιδιά του χωριού – πάρ’ όλο που πίστευαν στο Aϊ Βασίλη σχεδόν ποτέ τους δεν έπαιρναν δώρα.
Kάποια Πρωτοχρονιά λοιπόν, κάτι του πέρασε από το μυαλό. Yπήρχαν τόσα παιχνίδια στο πατάρι του! Δε θα ήταν άσχημη ιδέα να μοιράσει μερικά από αυτά! Πήρε γρήγορα την απόφασή του. Θα χάριζε, στα φτωχά παιδιά του χωριού, μερικά από τα παιχνίδια του!
Nωρίς την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς ανέβηκε στο πατάρι του και ξεχώρισε μερικά παιχνίδια, που από καιρό βρίσκονταν ξεχασμένα εκεί. Ανάμεσα σε αυτά και ένα πανέμορφο μικρό, σκαλισμένο σε ξύλο, αλογάκι! Ήταν βαμμένο με ένα κίτρινο χρώμα και γυαλισμένο με κάποιο λαμπερό λούστρο! Ήταν τόσο όμορφο που, για κάποια στιγμή, σκέφτηκε αυτό να μην το χαρίσει όμως η καλή του καρδιά, του είπε ότι δεν είναι σωστό να κρατά για τον εαυτό του τα καλά παιχνίδια και να χαρίζει μόνο αυτά που δεν του αρέσουν. Έτσι λοιπόν πίρε και το όμορφο ξύλινο κίτρινο αλογάκι, μαζί με τα άλλα παιχνίδια που διάλεξε και τα έβαλε σε ένα κόκκινο σακούλι που βρήκε παρά πεταμένο. Μια χαρά έκανε αυτό το σακούλι για τη δουλειά που το χρειάζονταν.
Το βράδυ, μετά το εορταστικό δείπνο, φίλησε τους γονείς του και τους είπε ότι θα ήθελε να πάει να κοιμηθεί νωρίς. Περίμενε στο δωμάτιο του και όταν μετά από ώρα κατάλαβε πως και οι γονείς του κοιμήθηκαν αυτός πήδηξε, με το σακούλι του, από το παράθυρό του, έξω. Eυτυχώς η ώρα ήταν προχωρημένη και έκανε τόσο κρύο που ακόμα και τα σκυλιά του χωριού δεν είχαν καμία διάθεση να βγουν από την τρύπα τους για να το γαυγίσουν.
Ο «μικρός κυρ Bασίλης» έφτασε έξω από το πρώτο σπίτι, όπου έμενε το πιο φτωχό παιδί του χωριού. Γλίστρησε σαν σκιά και στάθηκε εμπρός στην ξύλινη πόρτα, έχωσε το χέρι του στο κόκκινο σακούλι, έβγαλε το μικρό σκαλιστό κίτρινο αλογάκι και το ακούμπησε στο σκαλοπάτι ύστερα, κτύπησε με δύναμη το μάνταλο και προτού οι αγουροξυπνημένοι ένοικοι ανοίξουν εξαφανίσθηκε τρέχοντας!
Αυτό το έκανε μερικές φορές ακόμα, σε διαφορετικά σπίτια και όταν ο σάκος του άδειασε από τα δώρα που είχε διαλέξει για να μοιράσει γύρισε ήσυχα στο σπίτι του. Eυτυχώς κανείς από τους γονείς του δεν κατάλαβε τίποτα από τη βραδινή εξόρμησή του!
Η άλλη ημέρα στο χωριό ήταν κάπως διαφορετική από τις προηγούμενες.
Οι φτωχοί χωριανοί χαιρετούσαν ο ένας τον άλλων, αντάλλαζαν ευχές και αλληλοκοιτάζονταν με κάποια απορία. Τα φτωχά παιδιά ήταν ιδιαίτερα χαρούμενα και όλοι (οι καθώς πρέπει νοικοκύρηδες) παραξενεύονταν να τα βλέπουν να επιδεικνύουν τα δώρα, που έλεγαν ότι τους έφερε ο Aϊ Βασίλης!!!
Μάλιστα, όσο περνούσε η ημέρα άρχισαν και συζητήσεις ακούγονταν αφηγήσεις και γίνονταν και περιγραφές για το παράδοξο που είχε συμβεί στο χωριό τους.
Το περίεργο είναι ότι, όλοι όσοι δέχτηκαν «επίσκεψη» από τον «άγιο των δώρων» στο σπίτι τους συμφωνούσαν!
Όλοι τους μιλούσαν για έναν ψιλό, παχουλό, ασπρογένη, καλόκαρδο γέροντα, που έκανε πολλά χαρωπά «χωπ – χωπ – χωπ» που κρατούσε στους ώμους του ένα μεγάλο κόκκινο σακούλι γεμάτο με δώρα και που οδηγούσε ένα ιπτάμενο έλκηθρο που το έσερναν τάρανδοι. Aυτός ο κόκκινοντυμένος ροδαλός χοντρούλης, σταμάτησε (όπως αφηγούνταν) στην αυλή τους, ‘άφησε τα δώρα του, κτύπησε την πόρτα και εξαφανίσθηκε! Όμως (και εδώ είναι το περίεργο) όλοι όταν άνοιξαν την πόρτα τους πρόλαβαν και τον είδαν! και όλοι βεβαίωναν ότι είδαν ακριβός την ίδια φιγούρα που περιέγραφαν!
Φυσικά, ο «μικρός κυρ Βασίλης» πολύ ευχαριστήθηκε με όλα αυτά.
Διασκέδασε αλλά και καμάρωσε που ήταν υπαίτιος για να λέγονται αυτές η ιστορίες! Ένιωσε ευτυχισμένος γιατί μοιράσθηκε με τους φτωχούς συνομήλικους του, τα παιχνίδια του! Μια απεριόριστη ικανοποίηση τον πλημμύρησε όταν είδε τα «δώρα» του, στα χέρια των φίλων του! Τα φτωχά παιδιά του χωριού ήταν ίσος για πρώτη φορά, (τόσο μα τόσο) ευτυχισμένα, γιατί επιτέλους (όπως πίστευαν) τα θυμήθηκε και αυτά ο «άγιος των παιχνιδιών»!
Και την επόμενη χρονιά ο «μικρός κυρ Βασίλης» εφάρμοσε το ίδιο σχέδιο μόνο που το προγραμμάτισε καλλίτερα. Διάλεξε νωρίτερα τα παιχνίδια που θα χάριζε, τα έβαλε σε ξεχωριστά κουτιά, τα τύλιξε με εορταστικό χαρτί περιτυλίγματος, τα έδεσε με όμορφους φανταχτερούς φιόγκους και έγραψε, έξω από κάθε κουτί, το όνομα του κάθε παιδιού – παραλήπτη!
Και πάλι τα μοίρασε κρυφά. και πάλι την επόμενη ημέρα οι φτωχοί συχωριανοί του έλεγαν παρόμοιες ιστορίες, για την επίσκεψη που δέχτηκαν από τον ίδιο καλοκάγαθο κόκκινο ντυμένο χοντρομπαλά «άγιο των δώρων»!
Και την επόμενη χρονιά, πάλι ο «μικρός κυρ Βασίλης» έκαμε το ίδιο. Και την επόμενη. Και την επόμενη. Και πάντα ένιωθε την ίδια ικανοποίηση και έπαιρνε πάντα την ίδια χαρά! Ο φίλος μας είχε βρει το νόημα της ζωής του. Ένιωθε πως, ο λόγος που είχε έρθει σε αυτό το κόσμο, ήταν για να προσφέρει χαρά στα παιδιά!
Αυτή η γιορταστική μυστική αποστολή, που οικιοθελώς είχε αποδεχτεί, του διαμόρφωσε κατάλληλα σταδιακά και τον χαρακτήρα του. Ο «μικρός κυρ Βασίλης», χρόνο με το χρόνο, συνειδητοποιούσε ότι, εκτός από παιχνίδια είχε και άλλα πράγματα να μοιρασθεί με τους συχωριανούς του! Έτσι, πάντα εύρισκε τρόπο να μοιράζει (π.χ) τα ρούχα που του περίσσευαν, σε αυτούς που δεν είχαν να ντυθούν να μοιράσει τα βιβλία του, σε όσους που δεν είχαν να αγοράσουν να μοιράσει τα φρούτα που του περίσσευαν, από τα δέντρα του κήπου του. Ο «μικρός κυρ Βασίλης», έδινε κάθε τί, που αυτός είχε σε αφθονία και η άλλοι δεν είχαν.
Πρωτοχρονιά με Πρωτοχρονιά, τα χρόνια περνούσαν και ο «μικρός κυρ Βασίλης» όπως είναι φυσικό, κάποια στιγμή έπαυσε να είναι «μικρός». Έγινε νεαρός και μετά, πραγματικός άντρας και μετά έγινε ώριμος μεσήλικας.
Ο «κυρ Βασίλης» ήταν πια, ένας τίμιος επαγγελματίας που εργάζονταν σκληρά για να ζήσει. Από τα χρήματα που κέρδιζε με τη δουλειά του, πάντα ένα ποσό το έβαζε στην άκρη και το προόριζε για αγορά παιχνιδιών, που τα μοίραζε πάντα (τώρα πια) σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά του χωριού Aλλά πάντα κρυφά, όπως και την πρώτη φορά, την Παραμονή κάθε Πρωτοχρονιάς!
Και ήταν τόσο, μα τόσο ευτυχισμένος με την «μυστική αποστολή» του!
Και ας μην πίστευε ο ίδιος, ότι υπάρχει «Aϊ Βασίλης»!
Μάλιστα είχε πληροφορηθεί, από τα ιερά βιβλία μας, ότι ο δικός μας «Άγιος Bασίλειος» ήταν πραγματικά ένας σεβάσμιος φιλάνθρωπος ιεράρχης, που πριν από πολλά πολλά χρόνια είχε αφιερώσει τη ζωή του στο να βοηθά τους φτωχούς κτίζοντας νοσοκομεία γηροκομεία και ένα σορό άλλα ιδρύματα. Γνώριζε πως, αυτός ο πραγματικά δικός μας Άγιος Bασίλειος καμία σχέση δεν είχε με τον ξενόφερτο χοντρομπαλά «άγιο» που ξεπήδησε (σαν σχεδίασμα) μέσα από την διαφήμιση ενός πολύ γνωστού αναψυκτικού. Αλλά τί σημασία είχε πια. Ο «άγιος Nικόλαος» τον Καθολικών, ο άγιος Bασίλειος των Ορθοδόξων και ο «άγιος» των αναψυκτικών με το πέρασμα των χρόνων, είχαν γίνει ένα και είχε αγαπηθεί από όλα τα παιδιά του κόσμου σαν «άγιος» των δώρων και των παιχνιδιών! «Άλλοι καιροί, άλλα πουλιά, άλλα τραγούδια»!
Ο «μικρός (αλλά μεγάλος πια ) «κυρ Βασίλης», δεν έκανε ποτέ οικογένεια και δεν απέκτησε ποτέ δικά του παιδιά, γιατί δεν είχε χρόνο για τον εαυτό του Τώρα πια, τον είχαν πάρει και τα χρόνια και ήταν χρόνια δύσκολα γιατί μια «οικονομική κρίση» εμφανίσθηκε και έκανε τους πιο πολλούς ανθρώπους να χάσουν την δουλειά τους. Οι φτωχοί έγιναν ακόμα πιο φτωχοί και ακόμα πιο πολλοί. Πρωτοχρονιά με την Πρωτοχρονιά τα φτωχά παιδιά του χωριού, πλήθαιναν και ο «μικρός (αλλά μεγάλος πια ) κυρ Βασίλης» μας, (που σημειώτεον, λόγο της οικονομικής κρίσης, γίνονταν και αυτός ολοένα και φτωχότερος) έπρεπε να βρει ακόμα περισσότερα δώρα και πιστέψτε με, τα έβρισκε πια, πολύ δύσκολα αλλά αυτός πάντα εύρισκε χρήματα, από το υστέρημα του, τώρα πια και εξασφάλιζε τα δώρα που έπρεπε να μοιράσει κρυφά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Σαν αποτέλεσμα της «οικονομικής κρίσης» που όλο και μεγάλωνε, ο «κυρ Βασίλης» έχασε τελικά και τη δουλειά του αναγκάσθηκε να πουλήσει το κήπο του, τις ελιές του ακόμα και το πατρικό του σπίτι πούλησε προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα Πρωτοχρονιάτικα δώρα για τα φτωχά παιδιά του χωριού.
Ο φίλος μας, ήταν πια, παν φτωχός, ηλικιωμένος και άρρωστος.
Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα, ο «κυρ Βασίλης» μας, έγινε τόσο φτωχός που δεν είχε χρήματα ούτε στο γιατρό να πάει ούτε τα απαραίτητα φάρμακα του να αγοράσει (μια και ήταν άνεργος και ανασφάλιστος )
Αυτή τη παραμονή, ο «κυρ Βασίλης» μας, κάθονταν, ανήμπορος να σηκωθεί, στη γωνία μιας μικρής αποθήκης που είχε πια για σπίτι τουρτούριζε μέσα στο κρύο και την υγρασία, χωρίς φωτιά και χωρίς φαγητό. Ήταν πολύ στενοχωρημένος, όχι, γιατί αυτός είχε καταντήσει τόσο φτωχός αλλά γιατί, μετά από πολλά πολλά χρόνια δεν είχε τίποτα να χαρίσει στα φτωχά παιδιά του χωριού. Και ήταν και αυτός ο βήχας και αυτός ο πυρετός που τον ταλαιπωρούσε
«Δε θα έρθει ο Aϊ Βασίλης απόψε στο χωριό μας» έλεγε και ξανά έλεγε και τα δόντια του έτριζαν καθώς έτρεμε από το κρύο. «Aχ, να ήταν αλήθεια και να υπήρχε ο άγιος των δώρων και των παιχνιδιών» συνέχισε και έβυξε άσχημα «και τί, δε θα έδινα για να ήταν αληθινός» σιγοψιθύρισε άπνοα πια.
Η νύχτα της Παραμονής πέρασε χωρίς κανείς να κτυπήσει την πόρτα των σπιτιών του χωριού. Η επόμενη ημέρα, η Πρώτη του Νέου Χρόνου χάραξε και νοικοκύρηδες σηκώθηκαν γεμάτοι περιέργεια και άνοιξαν την πόρτα τους και.... Ώ, τι θαύμα! Εκεί, στο σκαλοπάτι του κάθε σπιτιού, βρίσκονταν από ένα μεγάλο κουτί, τυλιγμένο με όμορφο εορταστικό περιτυλίγματα και στολισμένο το κάθε ένα με ένα φανταχτερό φιόγκο! Τα παιδιά ξύπνησαν και αυτά και με χαρούμενε φωνές άνοιξαν το καθένα το κουτί του. Τι χαρά που ένιωσαν τρενάκια, κουκλίτσες, μπάλες, κιθάρες, ταμπούρλα, βιβλία, επιτραπέζια ηλεκτρονικά αλλά και γλυκά κουραμπιέδες, δίπλες, μελομακάρονα Ακόμα και όμορφα ρούχα για τους μεγάλους υπήρχαν μέσα στα κουτιά τί φορέματα για τις νοικοκυρές, τί κοσμήματα και αρώματα για τις κοπέλες, τί καπέλα, τι ρολόγια και τί όμορφα στολισμένα μπαστούνια για τους άντρες του κάθε σπιτιού για όλους υπήρχε μέσα στο κουτί από κάτι! Αυτοί τη χρονιά, τα δώρα που έλαβαν όλοι, από τον Aϊ Βασίλη ήταν περισσότερα και ομορφότερα και ακριβότερα από κάθε χρονιά. Μόνο που αυτή τη φορά το Άγιο δεν τον είδε κανένας τους και αυτό είναι αλήθεια πως τους φάνηκε πολύ περίεργο όμως μέσα στην πολύ χαρά τους, δεν έδωσαν και τόση σημασία.
Η πρώτη ημέρα του χρόνου στο χωριό (αν και πολύ κρύα) κύλισε ευχάριστα.Όλοι (φτωχοί και λιγότερο φτωχοί) ήταν πολύ ευχαριστημένοι με τα δώρα που έλαβαν. Είχαν αποκτήσει ξανά τη χαμένη αισιοδοξία τους και έδειχνα να πιστεύουν πως ο Νέος χρόνος θα ήταν καλλίτερος από το παλιό. Το απόγευμα μάλιστα άρχισαν και τις επισκέψεις πήγαιναν από εδώ πήγαιναν από εκεί και αντάλλασσαν ευχές και φυσικά πρώτα από όλα τα παιδιά του χωριού παρ’ όλο το κρύο, με τα καινούρια παιχνίδια στο χέρια τους, το διασκέδαζαν αφάνταστα στους δρόμους του χωριού!
Aργά, λίγο προτού φύγει η πρώτη ημέρα και προτού έρθει η πρώτη νύχτα του νέου χρόνου μια παρέα χωριανών στάθηκαν έξω από την αποθήκη όπου έμενε, τον τελευταίο καιρό, ο «κυρ Βασίλης» τότε συνειδητοποίησαν ότι τον «κυρ Βασίλη» είχαν μέρες να τον δουν να περπατά στους δρόμους ήξεραν ότι ήταν άρρωστο και όμως μέσα στη φασαρία των ημερών των είχαν ξεχάσει. Πλησιάζοντας στην πόρτα της αποθήκης διέκρινα ένα εορταστικό κουτί. «Mπα έκανε δώρο και στον κυρ Βασίλη ο Άγιος?» αναρωτήθηκαν και έσκυψαν να το σηκώσουν. Φώναξαν το όνομα του φίλου μας μα, απόκριση δεν πήραν. Έσπρωξαν την πόρτα της αποθήκης και μπήκαν στο στο εσωτερικό της στο μισοσκόταδο διέκρινα ξαπλωμένο τον «κυρ Βασίλη». Είχε τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμόταν, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και ένα τεράστιο χαμόγελο στόλιζε το γαλήνιο πρόσωπο του ένα τριμμένο άδειο κόκκινο σακούλι βρίσκονταν διπλωμένο και ακουμπισμένο προσεκτικά δίπλα του
Ο κυρ Βασίλης είχε φύγει.............
Kάποιος άνοιξε το εορταστικό κουτί και έβγαλε από μέσα το Πρωτοχρονιάτικο δώρο που προφανώς του είχε αφήσει ο «άγιος των παιχνιδιών». Ήταν ένα πανέμορφο μικρό, σκαλιστό ξύλινο αλογάκι! Ήταν βαμμένο με ένα κίτρινο χρώμα και γυαλισμένο με κάποιο λαμπερό λούστρο! Το ξύλινο αλογάκι έλαμπε μυστηριακά καθώς το φώτιζε το λιγοστό φως του δειλινού, που έμπαινε από τη μισάνοιχτη πόρτα. Οι χωριανοί ακούμπησαν το ξύλινο κίτρινο αλογάκι στο στήθος του «κυρ Βασίλη» και σταυροκοπήθηκα, φεύγοντας για να πράξουν τα δέοντα.
Πιστέψτε με.
Δεν ήθελα να σας στεναχωρήσω, αλλά, να δεν έβρισκα καλλίτερο τρόπο για να σας πω ότι, Τελικά υπάρχει ο άγιος των φτωχών, ο άγιος των δώρων, των παιχνιδιών και των παιδιών! Yπάρχει ο Aϊ Bασίλης! και θα συνεχίζει να υπάρχει, ακόμα και αν δεν τον πιστεύουμε. Θα υπάρχει για πάντα όσο υπάρχουν «στις πόλης τα χωριά και τις γειτονιές μας «κυρ Βασίληδες» σαν αυτόν που μόλις σας διηγήθηκα την ιστορία του όποιο όνομα και να έχουν αυτοί! Όλοι μας μπορούμε να είμαστε, για τους άλλους, «Aϊ Bασίληδες»! ΌΛΟΙ μας!
Εσείς τί λέτε? Υπάρχει ο Aϊ Βασίλης?
Παναγιώτης Μαυρόπουλος / Σταυριώτης
Zωγράφος – Συγγραφέας
πηγη:
http://kolobooks.wordpress.com