«Ήταν, που λέτε, μια φορά ο Θύμιος ο γιος του μυλωνά που ζούσε στο χωριό, παλικάρι μια χαρά, όμορφο, καλό κι εργατικό και προπάντων έξυπνο κι ευρηματικό. Ο πατέρας του ο μυλωνάς σκέφτηκε πως ήταν κρίμα τέτοιο παιδί να μείνει αγράμματο. Τον έστειλε λοιπόν στην πολιτεία να σπουδάσει και να γίνει σπουδαίος και τρανός και να γυρίσει τον κόσμο. Όχι σαν εκείνον, που ήταν αναγκασμένος να μένει συνέχεια μόνος στο μύλο του, μιας και η γυναίκα του η μυλωνού είχε από καιρό πεθάνει.
«Ήταν και οι καλικάντζαροι από την άλλη, πλάσματα του κάτω κόσμου, άσχημα και μοχθηρά, πονηρά μα και κουτά. Όλο το χρόνο δούλευαν, κάτω από τη γη, μοχθούσαν και κουράζονταν και όλη τους η έννοια ήταν να πριονίσουν τον κορμό του τεράστιου δέντρου, που κρατούσε τον πάνω κόσμο στη θέση του. Όλα αυτά τα έκαναν γιατί μισούσαν τους ανθρώπους, απεχθάνονταν το φως του ήλιου, την τάξη και τον καθαρό αέρα. Όλο το χρόνο πριόνιζαν και την παραμονή των Χριστουγέννων, κατακουρασμένοι έπαιρναν την απόφαση να ανέβουν λίγο στον επάνω κόσμο για να ξεκουραστούν, να γλεντήσουν και να διασκεδάσουν, πειράζοντας τους ανθρώπους και κάνοντας διάφορες σκανταλιές. Κυκλοφορούσαν μόνο τη νύχτα με το σκοτάδι, όταν οι άνθρωποι κοιμούνταν. Έμπαιναν στα σπιτικά τους από την καμινάδα, όταν έβρισκαν το τζάκι σβηστό, κι έκαναν το σπίτι άνω κάτω. Γέμιζαν παντού τα κιλίμια και τα σκεπάσματα με λάσπες, στάχτες και μουτζούρες, ανακάτευαν το αλάτι με τη ζάχαρη, το αλεύρι με την άχνη, έσπαγαν τα αυγά, σκορπούσαν στο πάτωμα τα μελομακάρονα, τις δίπλες και τους κουραμπιέδες, που μόλις είχαν ετοιμάσει οι νοικοκυράδες, έχυναν το κρασί μέσα στο λάδι, μαγάριζαν το νερό μέσα στο πηγάδι και οι σκανταλιές τους δεν σταματούσαν εδώ. Αν τύχαινε και συναντούσαν κάποιον αργοπορημένο περαστικό στο δρόμο, τον μάγευαν, τον τρέλαιναν και τον τραβούσαν σε χορό δαιμονικό, αφήνοντάς τον εξαντλημένο κι άλαλο, μόνο λίγο πριν φέξει η μέρα. Έκαναν κι άλλα, τόσα πολλά που δεν φτάνει η νύχτα για να τα πούμε όλα και πάντα γελούσαν και ξεκαρδίζονταν με τα ίδια τους τα καμώματα. Δώδεκα μερόνυχτα έμεναν πάνω στη γη οι καλικάντζαροι, ως τα Φώτα δηλαδή. Την ημέρα που ο παπάς με την αγιαστούρα του άγιαζε τα νερά, όλα της γης τα παγανά είχαν προλάβει να ξανακατέβουν στα υποχθόνια σκοτάδια τους. Ως τότε όμως, η κοψιά στο δέντρο που βαστούσε τη γη είχε θρέψει κι έτσι, σαν κουτοί που ήταν οι καλικάντζαροι, άρχιζαν το πριόνισμα πάλι από την αρχή.
«Κείνη τη χρονιά, Χριστούγεννα και πάλι, ο Θύμιος άφησε την πολιτεία και τις σπουδές του για να επισκεφθεί τον πατέρα του στο χωριό. Σαν έφτασε στο μύλο, βρήκε τον καημένο το γέρο σε κακό χάλι. Όλα στο μύλο ήταν αναποδογυρισμένα, τα αλεύρια, τα πίτουρα μαζί με τα χαλίκια, το στάρι βρεγμένο, το φαγητό χυμένο, ένα σωρό βατράχια πηδούσαν εδώ κι εκεί και ο γάιδαρος φευγάτος με την τριχιά κομμένη.
–«Τι έπαθες πατέρα μου», τον ρώτησε ο Θύμιος κι έμαθε ότι του διαόλου τα παγανά είχαν μπει κρυφά στο μύλο, την ώρα που αυτός κοιμόταν και τον περιπαίζαν. Θύμωσε πολύ το παλικάρι, σαν είδε τον πατέρα του τόσο λυπημένο και ανήμπορο.
–«Θα δεις τι θα τους κάνω», είπε αποφασισμένος να δράσει. «Μόνο εσύ, πατέρα, θέλω να μου ετοιμάσεις ό,τι σου ζητήσω».
Έτσι λοιπόν, πριν νυχτώσει, ο Θύμιος ανέβασε κι έκρυψε στα ψηλά κλαδιά της μεγάλης καρυδιάς που ήταν στην αυλή τους ένα σακί αλεύρι, ένα ταγάρι γεμάτο καρύδια κι ένα μαγκάλι γεμάτο αναμμένα κάρβουνα, σκεπασμένα από πάνω με στάχτη για να διατηρηθούν αναμμένα μέχρι να νυχτώσει και να μην φαίνονται μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Λίγο πριν έρθει το σκοτάδι ανέβηκε και ο ίδιος πάνω στην καρυδιά και κρύφτηκε εκεί, έχοντας μαζί του και ένα μεγάλο χωνί, από αυτά που είχε ο μυλωνάς για να γεμίζει τα σακιά με στάρι και μια γερή σφεντόνα. Κάτω από την καρυδιά, είπε του πατέρα του να βάλει μια γαβάθα γεμάτη σύκα ξερά, σταφίδες, φουντούκια και δαμάσκηνα, που άρεσαν πολύ στους μαυριδερούς ζημιάρηδες.
«Σαν νύχτωσε για τα καλά, βγήκαν οι καλικάντζαροι ένας-ένας από τις κρυψώνες τους, έτοιμοι για καινούργιο πανηγύρι. Τριγύριζαν από δω, τριγύριζαν από κει, ώσπου έπεσαν πάνω στα καλούδια που είχε αφήσει ο γέρος. Άρχισαν να τρώνε και να γλείφονται και να μαλώνουν μεταξύ τους για το ποιος θα φάει τα πιο πολλά. Ο Θύμιος δεν μπορούσε να τους δει έτσι μαύροι που ήταν μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Είχε όμως κάνει το κουμάντο του. Μόλις μαζεύτηκαν όλοι κάτω από την καρυδιά, ευθύς αδειάζει το τσουβάλι το αλεύρι πάνω τους. Αμέσως αυτοί πασαλείφτηκαν κι έγιναν κάτασπροι. Το αλεύρι πήγε στα μάτια τους και τους τύφλωσε, αλλά ο Θύμιος τους έβλεπε τώρα πολύ καλά. Τους έβαλε λοιπόν στο σημάδι πετώντας τους καρύδια με τη σφεντόνα του κι ενώ αυτοί έσκουζαν και στρίγκλιζαν πονεμένοι, τρίβοντας τα καρούμπαλα στα κεφάλια τους, δίνει μια κλοτσιά ο Θύμιος στο μαγκάλι κι έπεσαν τα αναμμένα κάρβουνα σαν βροχή πάνω στα πονηρά τα παγανά. Αυτά έσκουζαν τώρα πιο δυνατά, χοροπηδούσαν τσουρουφλισμένα, κατακαμένα και τυφλά. Την ίδια στιγμή, πήρε το χωνί, το έβαλε μπροστά στο στόμα του κι άρχισε να τους φωνάζει με βροντερή φωνή.
–«Βρωμερά πλάσματα του Σατανά, ήρθε η ώρα της τιμωρίας σας. Είμαι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και με έστειλε ο Θεός να σας ρίξω ‘πυρ εξ ουρανού’, για το κακό που κάνετε στους ανθρώπους. Τσακιστείτε να φύγετε γρήγορα από δω, πριν θυμώσει κι άλλο και μην ξαναπατήσετε σ’ αυτό το μύλο».
«Έτσι ο Θύμιος, με την εξυπνάδα και τη γενναιότητά του κατάφερε να τιμωρήσει και να τρομάξει τα μαυρογκαγκανιάρικα πλάσματα του κάτω κόσμου, που χάθηκαν κουτρουβαλώντας κι ακόμα τρέχουν...
«Κι έζησαν αυτοί καλά… κι εμείς καλύτερααα…», τελείωνε πάντα με την ίδια επωδό. Όλοι έπαιρναν μια βαθειά ανάσα ανακούφισης, που οι άγγελοι του ‘Εξαποδώ’, το κακό δηλαδή τιμωρήθηκε και έλαμψε για μια ακόμα φορά το καλό, κάτι που συμβαίνει συχνά …στα παραμύθια.