Μια φορά κι έναν καιρό στην χώρα των μαχαραγιάδων με τα παλάτια και τους ψηλούς πύργους, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε μια πεντάμορφη κόρη, αλλά δυστυχώς ήταν τυφλή.
Όταν γεννήθηκε η καλή της μοίρα για να απαλύνει τον πόνο του Βασιλιά και της Βασίλισσας στάθηκε πάνω από την κούνια της νεογέννητης πριγκίπισσας και με δυνατή φωνή είπε:
«Δεν μπορώ ν’αλλάξω τα δώρα του Θεού, έχω όμως την δύναμη και το δικαίωμα να μοιράνω το μωρό, γι'αυτό λέω, ότι θα παραμείνει τυφλή η πριγκίπισσα αλλά μέχρι τα είκοσι χρόνια της. Τότε ένα παράξενο και συγκλονιστικό γεγονός θα της επαναφέρει το φως, στα όμορφα γαλάζια της μάτια».
Αυτά είπε η μοίρα και ανοίγοντας τα χέρια σαν φτερά, χάθηκε μέσα σε ένα δυνατό φως.
Όλοι οι παρευρισκόμενοι κοίταζαν περίεργα κι απορημένα γύρω τους, μέχρι που η δυνατή αλλά και χαρούμενη φωνή του βασιλιά του έφερε στην πραγματικότητα.
«Δόξα το Θεό, θα δει το φως λαμπερού ήλιου στα είκοσί της χρόνια. Θα ξαναδεί! Θα ξαναδεί»!
Σε λίγο οι καλεσμένοι έφυγαν κι απόμεινα μονάχοι. Η βασίλισσα πήρε το μωρό στην αγκαλιά της κι άρχισε να του τραγουδά:
Γλυκιά μικρή πριγκίπισσα
Καμάρι των γονιών σου
Θα λουλουδίζει η στράτα σου
Ως νάρθει και το φως σου.
Καμάρι των γονιών σου
Θα λουλουδίζει η στράτα σου
Ως νάρθει και το φως σου.
Σαν πέρασαν μερικοί μήνες αποφάσισαν οι γονείς της να την βαφτίσουν. Την ονόμασαν Ζάρα. Έτσι η μικρή πριγκίπισσα μεγάλωνε με την φροντίδα των γονιών της και της πιστής παραμάνας της. Μια μέρα πήρε η παραμάνα την μικρή Ζάρα να κάνουν βόλτα στο διπλανό δάσος.
Ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά τους ένα πανέμορφο ελάφι που μόλις τους είδε φοβήθηκε και έφυγε τρέχοντας σε κάποιο παράξενο μονοπάτι. Η μικρή Ζάρα από την λαχτάρα της να το ακολουθήσει ξέφυγε από τα χέρια της παραμάνας της κι έτρεξε να βρει το ελάφι. Η μικρούλα έτρεχε κι έτρεχε και χωρίς να το καταλάβει χάθηκε μέσα στο δάσος.
Η καημένη η παραμάνα έκατσε σε μια πέτρα κι άρχισε να κλαίει για το κακό που την βρήκε. Τι θα έλεγε στον βασιλιά και στην βασίλισσα;
Τότε άκουσε πίσω της μια φωνή. Γύρισε και είδε μια χελώνα που μίλαγε με ανθρώπινη φωνή.
- Καταλαβαίνω τον καημό σου, είπε η χελώνα, μα η πριγκίπισσα θα μείνει στο δάσος, διότι έτσι είναι το γραπτό της, έως τα 20 της χρόνια που θα ξαναδεί το φως της.
- Μα, πως έβλεπε κι έτρεχε; ρώτησε η παραμάνα με απορία.
- Το ελάφι που παρουσιάστηκε μπροστά σας είμαι ο μαγεμένος πρίγκιπας του κόκκινου βουνού. Εκείνος λοιπόν της ‘έδειχνε τον δρόμο, έως ότου έφτασε στο παράξενο μονοπάτι που έχει την φωλιά του. Θα κάτσει λοιπόν μαζί του τα υπόλοιπα χρόνια της μέχρι να γίνει 20 χρονών. Γύρισε λοιπόν πίσω και πες στον βασιλιά τα μαντάτα για να μην ανησυχεί.
Τι να κάνει λοιπόν η παραμάνα, γύρισε πίσω λυπημένη στο παλάτι. Εξήγησε τα νέα στους γονείς της μικρής Ζάρας. Εκείνοι απελπισμένοι, αλλά πονετικοί άνθρωποι, συγχώρεσαν την πιστή παραμάνα που άθελά της έγινε η αιτία για το κακό και διέταξαν τους στρατιώτες να ψάξουν σ’όλο το δάσος μήπως έβρισκαν την πριγκίπισσα. Δυστυχώς γύρισαν άπρακτοι. Έτσι το πήραν απόφαση οι γονείς της παρακαλώντας τον Θεό να την έχει καλά. Τώρα στο δάσος η μικρή Ζάρα σαν αντάμωσε με το ελάφι, έγιναν αχώριστοι φίλοι. Τι κρίμα όμως δεν έβλεπε, που το ελάφι ήταν πανέμορφο και τα δύο μεγάλα καστανά ματιά του έτρεχαν δάκρυα, που τα δικά της, της είχαν στερήσει το φως του Ήλιου, τα αστέρια του ουρανού, το χρώμα των λουλουδιών και το γαλάζιο της θάλασσας.
Μια μέρα η Ζάρα καβάλησε το ελάφι και κείνο τρέχοντας καμαρωτά έφτασαν σ’ένα κάστρο στο βάθος του δάσους, όπου δεν μπορούσε να το βρει κανείς παρά μονάχα το ελάφι. Σαν έφτασαν κατέβηκε η Ζάρα και κρατώντας το ελάφι από την ουρά ανέβηκαν τα σκαλοπάτια μπήκαν στο κάστρο εκείνο με ανθρώπινη φωνή, την οδηγούσε, ώσπου έφτασαν σ’ένα δωμάτιο τόσο μεγάλο, που η φωνή τους έκανε αντίλαλο.
Στην μέση του δωματίου υπήρχε ένα μαρμάρινο συντριβάνι, αλλά ήταν τόσο βαθύ, που μόνο ένα χέρι μπορούσε να πιάσει το διαμάντι μες τα ρουμπίνια στο βυθό του. Και το χέρι αυτό το είχε ορίσει η μάγισσα που είχε μαγέψει το ελάφι. Καταλαβαίνετε λοιπόν πως το χέρι αυτό ήταν της πριγκίπισσας.
- Τι είναι εδώ; Ρώτησε η Ζάρα.
Το ελάφι τότε άρχισε να της εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια τι έπρεπε να κάνει, διότι σε τρεις μέρες θα είχε τα γενέθλιά της. Θα γινόταν 20 χρονών.
Της είπε λοιπόν ότι το διαμάντι με τα ρουμπίνια πρέπει να το πιάσει μόνη της. Να το ακουμπήσει στα μάτια της τρεις φορές και τότε θ’αρχίσει να χιονίζει. Τότε θα πρέπει να πάει έξω στην αυλή και πιάνοντας το χιόνι να πει:
« Κυρά του Χιονιού
το χιόνι το λευκό
στα μάτια μου να δω.
Για το ελάφι το πιστό,
Το μαγεμένο το νερό
Να ψάξω νάβρω να το πω
Να ξαναγίνει βασιλιάς
Και μες το θρόνο της καρδιάς
Εμένα θε να βάλει.
Και το διαμάντι που κρατώ,
Για πέστου σε παρακαλώ
Το φως μου να μου δώσει
Να βλέπω όλη μας τη γη
Τα αστέρια και την δροσερή πηγή».
Κι έτσι έκανε η πριγκίπισσα και μόλις τέλειωσε και τα τελευταία λόγια ένας μεγάλος ανεμοστρόβιλος σήκωσε όλο το χιόνι, και από μέσα βγήκε η κυρά του Χιονιού κρατώντας το χρυσό της ραβδάκι και ένα κουβάρι από μαλλί. Στάθηκε μπροστά στην τυφλή πριγκίπισσα και της είπε:
- Είμαι η κυρά του Χιονιού. ¶άκουσα που με φώναξες και ήλθα να σε βοηθήσω. Πρώτα να σου ευχηθώ χρόνια πολλά και να τα εκατοστίσεις που κλείνεις σήμερα τα είκοσί σου χρόνια, και στη συνέχεια πάρε το διαμάντι και κάνε όπως σου είπε το ελάφι.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε. Τα τζάμια έτριζαν, αστραπές γέμισαν τον ουρανό, το διαμάντι έσπασε, μια μεγάλη φωτιά βγήκε μέσα από το τζάκι και η μικρή Ζάρα φοβισμένη κρατούσε το κεφαλάκι της πεσμένη στο πάτωμα.
Η κυρά του Χιονιού ταυτόχρονα άγγιζε με το μαγικό της ραβδάκι τα ματάκια της, που άνοιξαν διάπλατα και κοιτούσαν με απορία και με λαχτάρα όσα συνέβαιναν γύρω της.
Σαν είδε την κυρά του Χιονιού την ευχαρίστησε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της. Εκείνη τότε της έδωσε το κουβάρι από μαλλί και της είπε.
- Βγες από το κάστρο κι άρχισε να ξετυλίγεις το κουβάρι. Ακολούθησέ το και όπου σταματήσει μπες μέσα. Εκεί θα βρεις την πηγή με το μαγεμένο νερό. Σκύψε να πιεις. Και περίμενε να δεις τι θα γίνει.
Πράγματι η Ζάρα ακολούθησε το κουβάρι κι εκείνο σταμάτησε σε μια πέτρινη σπηλιά. Η Ζάρα βρήκε την πηγή και ήπιε από το μαγεμένο νερό. Τότε μέσα στο νερό της πηγής είδε να αντιφεγγίζεται το πρόσωπο ενός Βασιλιά.
- Θεέ μου! ξεφώνισε με λαχτάρα.
Γύρισε τότε τα γαλάζια ματάκια της, είδε τον βασιλιά, ο οποίος την αγκάλιασε και την φίλησε λέγοντας.
- Σ’ευχαριστώ για ότι έκανες, αλλά μονάχα εσύ ήταν γραπτό να το κάνεις όλο αυτό. Έλυσες τα μάγια που με είχαν κάνει ελάφι. Και νάμαι τώρα ολοζώντανος μπροστά σου, να πάμε μαζί στους γονείς μας να αναγγείλουμε τα ευχάριστα.
Εκείνη την ώρα ερχόταν και η κυρά του χιονιού όπου τους έφερνε την άμαξα με τα άσπρα άλογα. Αφού την ευχαρίστησαν ανέβηκαν και ξεκίνησαν για το παλάτι όταν ξανά ένας ανεμοστρόβιλος από χιόνι πήρε την κυρά του χιονιού και εξαφανίστηκε.
Καταλαβαίνετε τι μεγάλες γιορτές έγιναν στα παλάτια του βασιλιά και της όμορφης Ζάρας. Κράτησαν μέρες οι χοροί και τα τραγούδια, δάκρυζαν και γελούσαν οι γονείς τους, φιλούσαν τα παιδιά τους για την ευτυχία τους.
Και περίμενα και εγγονάκια από το βασιλικό τους γάμο.
Τι ευτυχία λοιπόν! Όλα τέλειωσαν όμορφα κι ωραία αφού αυτοί έζησαν καλά μα εμείς ζούμε καλύτερα.
Γιαγιάκα Αννα
Πολύ όμορφο παραμύθι
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια ...
πολλα φιλακια Μαρια Ελενα , σε ευχαριστω πολυ!!!
ΔιαγραφήΗ γιαγιακα Αννα τελικά εχει γράψει τα ομορφότερα παραμυθια...