Αν σε μισήσουν: αγάπησέ τους, Αν σε πληγώσουν: λάτρεψέ τους, Αν σε πικράνουν: συγχώρεσέ τους... Μην ξεχνάς: ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!
Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010
Παιδικές Αναμνήσεις
Μικρά παιδιά σαν ήμασταν, τέσσερα τον αριθμό, είχαμε χωριστεί σε δυο ομάδες,, τα μεγάλα έκαναν παρέα και έπαιζαν μεταξύ τους και εμείς τα μικρά άλλη παρέα, να προσπαθούμε να κερδίσουμε την εύνοια τους και να παίξουμε μαζί τους.
Μα δεν ήταν τόσο εύκολο να δεχτούν τα μικρά αδερφάκια τους στο παιχνίδι και στις συζητήσεις τους. Έτσι τα δυο μικρά καταντήσαμε σκανδαλιάρικα και ζιζάνια . Σε χωριό ζούσαμε, σε εξοχική κατοικία μέναμε, και όπως συνηθιζόταν κάθε εξοχικό είχε και τα οικόσιτα ζώα του. Σήμερα θα εξιστορήσω μια ιστορία από τις πολλές που μας κόστισε ένα γερό χέρι ξύλο.
Τα αδέρφια μου σαν μεγάλα που ήταν, πήγαιναν σχολείο λοιπόν, και εμείς τα διαβολάκια ήμασταν δεν ήμασταν τεσσάρων χρονών, μέναμε σπίτι μόνα. Οι γονείς έφευγαν νωρίς για να πάνε στη δουλειά. Μάζεμα ελιάς από νύχτα σε νύχτα για να μα μεγαλώσουν. Μέναμε λοιπόν σπίτι μονά και όταν μικρά ζιζάνια μένουν μόνα, μόνο σκανταλιές μπορούν να σκεφτούν να κάνουν.
Είχαμε στο σπίτι από πίσω, μια κλούβα με κουνέλια, που είχαν μικρά κουνελάκια γεννηθεί. Είδαμε τα κουνελάκια που ήταν λίγο βρώμικα και τι μας σκαρφίστηκε: να κάνουμε δουλειά, να πλύνουμε τα κουνέλια. Γεμίσαμε μια λεκάνη λοιπόν με νερό από το πηγάδι, παγωμένο φυσικά, και πιάναμε ένα ένα μικρό και το πλέναμε. Μετά από ώρα όταν τελειώσαμε το πλύσιμο, είδαμε ότι τα μικρά όχι μόνο δεν καθάρισαν αλλά έτρεμαν από το κρύο, χειμώνας ήταν άλλωστε.
Τρέξαμε λοιπόν να ανάψουμε το τζάκι για να τα ζεστάνουμε. Ανάψαμε το τζάκι με κάτι εφημερίδες και χαρτιά όπως ακριβώς είχαμε δει να κάνει η μάνα μας, αλλά δεν βγάλαμε μια κουρτίνα που είχε εκεί κοντά κρεμασμένη η μάνα μας για να κρύβει τα πράγματα σε ένα ράφι, κάτι σαν ντουλάπι δηλαδή. Βάλαμε σε ένα τελάρο όλα τα κουνέλια που κόντευαν να πεθάνουν από το κρύο και τα επήγαμε δίπλα στο τζάκι για να τα ζεστάνουμε. Αχ πόσο λυπάμαι ακόμα και σήμερα για την ανοησία μας αυτή να πλύνουμε τα κουνέλια. Βάζαμε λοιπόν ξύλα και τα ζεσταίναμε να στεγνώσουν, αλλά από την πολύ φλόγα άρπαξε φωτιά και η κουρτίνα που ήταν δίπλα, και κάηκε ολοσχερώς. Άλλος πανικός τότε σε εμάς. Το ένα κακό διαδεχόταν το άλλο εκείνη τη μέρα. Ευτυχώς δεν εξαπλώθηκε η φωτιά στο υπόλοιπο σπίτι…
Τα κουνελάκια άλλα στέγνωσαν και επέζησαν, άλλα πέθαναν από το κρύο, άλλα έμειναν έτσι μαζεμένα και αρρωστημένα από το βασανιστήριο που υπέστησαν από μας…………
Όταν το βράδυ επέστρεψαν οι γονείς μας, τα μεγάλα αδέρφια έτρεξαν να μας καρφώσουν για τα καμώματα μας. Τώρα τι να θυμηθώ;;
Το ξύλο που έφαγα σαν μεγαλύτερος των μικρών και μάλιστα αγόρι;;;
Την θλίψη και πόνο ψυχής για την βλακεία μου να γίνω εμπρηστής και δολοφόνος, ετών τεσσάρων;;;;;
Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη τιμωρία μου, που με κυνηγά ακόμα………..
Σκότωσα έστω και άθελα μου, πλάσματα τα οποία αργότερα κατάλαβα ότι με είχαν για θεό….
Τέτοιο θεό όμως, κανείς δεν τον θέλει…
Ας με συγχωρήσει η ψυχούλα τους…
skouliki
Αναρτήθηκε από
skouliki
στις
11:49 μ.μ.
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Ετικέτες
Γεγονότα- σκέψεις μου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
APPAPAAPAA ti itan ayto pou ma eipes tora
ΑπάντησηΔιαγραφήante kai then eisai o protos oloi mas ehome kanei hazomares san mora pali kala pou then ta sitherosate or na ta valete sto fourno na stegnosoun ....Ela re athelfouli kai su pou vasanizese etsi tote itanb to eipame sklira hronia kai kala tha kanoun oi Istrikoi na to grapsoun etsi afou monamas megaloname ti eihame
kai tis babysitters na mas fylane apo to enstiko tis epivioseis epivioname alios tha eihame pethabnei ola ante kai na ta les stis mikres alla na alaxeis ligo tin skliratha kai na tous peis oti apo ti ilikia itan ayti popu esu kai merikoi aloi itan ikanoi na megalosoun monoi tous :( Filia polla ohi tipota me piraxe ayto pou egrapses thioti ego an thymase eimoun apo ta megalitra kai eprepe na to martiriso stin mana mas .................