Αν σε μισήσουν: αγάπησέ τους, Αν σε πληγώσουν: λάτρεψέ τους, Αν σε πικράνουν: συγχώρεσέ τους... Μην ξεχνάς: ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Μια κυρία στο μπαλκόνι


Πάλι μπαλκονάτη μια κυρία
που η καρδια της ειναι κρύα
δεν ειναι το χιόνι που παγώνει
μα αυτή που σε καρφώνει

Στο μπαλκόνι της αραχτή
ποιος τολμάει να τη δει;
που ψυχρά όταν σε κοιτάει
κάθε πόθο σου σκορπάει

τι γυρεύει η κυρία μονάχη
στο μπαλκόνι με το κρύο αραχτή;;
δεν το θέλει να ειναι μόνη
και κανείς δεν την ζυγώνει

Παγωμένη μόνη στέκει εκεί
ήλιο ψάχνει για να βρει
όπως είδε από τα γατιά της
να ζεστάνει την καρδια της

Και χαμόγελο σαν σκάει
βρε τα συννεφα σκορπάει
θέλουνε κι αυτά να πέσουν
τόση ψύχρα δεν θα αντέξουν.....
Skouliki

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Οι επιστασίες μας


Μια επιστασία στην ζωή
που σε κρατάει φυλακή 
μαζί στο ίδιο το κλουβί 
να μην μιλάς ούτε κι εσύ 

Να κάθεσαι και να αγρικάς
 άσκοπα να τους παραμιλάς 
που δεν σε νοιάζει ούτε κι αυτό 
το τάχα που σου παν μυστικό 

κι ειναι οι επιστάτες σου πολλοί
 που σου χει φορτώσει η ζωή 
που το χαμόγελο μας το στερούν 
πίσω από τα δάκρυα μας τι να δουν;

Μια επιστασία η ζωή 
μας κατσικώθηκε γιατί;;
σε κάθε μας γέλιο κριτική
να μην χαρείς  ποτέ ούτε κι εσύ...
Skouliki

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ! απο την Άννα Μπιθικώτση


ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ !
κείμενο - αφήγηση: Αννα Μπιθικώτση
Ζούμε στα στοιβαγμένα «πρέπει» μας με το τραγούδι των συμβιβασμών. Νότες οι ίσκιοι της βολής μας. Λαχανιάζοντας ανεβαίνουμε την ανηφόρα των υποχρεώσεων μας με ένα τριαντάφυλλο στα δάκτυλα που ματώνονται από τα αγκάθια του.
Κι όσοι από μας αγαπήσαμε βαθειά , τι μπορεί να σημαίνει ότι αντέχουμε με το να μην έχουμε αυτό που θα θέλαμε να έχουμε;
Η αγάπη είναι ανάγκη για επιβεβαίωση , είναι δύναμη, είναι ο αλύτρωτος έφηβος που μέσα μας κρύβουμε. Είναι η συλλογή των πιο όμορφων λέξεων. Είναι οι αποχρώσεις των αγριολούλουδων. Είναι μια λευτεριά με περισσότερο νόημα!
Κι όμως έρχονται φορές που όταν η αγάπη ζητά το δόσιμο, τότε εμείς αλλοτριώνουμε το ρήμα «θέλω»..
Μήπως γιατί δεν αντέχουμε σε τόση ομορφιά; Μήπως γιατί δεν αντέχουμε να δούμε το φως της, να ακούσουμε το κάλεσμά της;
Η αγάπη έχει είσοδο ελεύθερη σε όλα τα θεάματα της ζωής, περιστρέφεται γύρω μας, είναι η ατομική μας φωτιά που ζεσταίνει τις παγωμένες αισθήσεις μας.
Η αγάπη εμπνέει ποιητές, μουσουργούς, ζωγράφους, γλύπτες …Την είδα κι εγώ , με λυμένα τα μαλλιά, στους δρόμους της καρδιάς τούτου του κόσμου, ξυπόλυτη να σεργιανά. Έπαιζε βιολί… Την άκουσα ενώ διάβαζα ποιήματα αγάπης στο ξύλινο καναπέ του κήπου μου με τις ανθισμένες ροζ τριανταφυλλιές.
Με πλησίασε αθόρυβα … Την κοίταξα έκπληκτη ολόισα στα μάτια..Τί όμορφη που ήταν! Οι χτύποι της καρδιάς μου υψώθηκαν και ακούμπησαν τις πρώτες δοξαριές των αχτίνων του ήλιου που μόλις είχε ανατείλει. Η ακατοίκητη ψυχή μου γέμισε χρώματα και αρώματα. Όλα με μιας πήραν άλλο νόημα εντός μου!Αναρωτήθηκα , μήπως φταίει η μελωδία που με μάγεψε ή τα κρυστάλλινα μάτια της που μέσα τους καθρεφτιζότανε όλος ο κόσμος;Μια άφθαστη γλυκύτητα μ΄ έντυσε γαλήνη και χαμόγελα.
Την ακολούθησα χωρίς να την ρωτήσω που με πάει και παραξενεύτηκα που η λογική δεν δε με ακολούθησε σε τούτο το πρωτόγνωρο ταξίδι.Ανακάλυψα ξάφνου ότι το πιο μακρύ ταξίδι βρίσκεται μέσα στη καρδιά μας, κάτω από τα πόδια μας...Στη διαδρομή μας , με έμαθε να τιμώ το χέρι που μου άπλωνε. Μου έδειξε πώς να ανεβαίνω τη σκοτεινή σκάλα που οδηγεί στο φως , πώς να ξαπλώνω πάνω στο στήθος της άνοιξης, πώς να σχεδιάζω όνειρα κόντρα στον άνεμο, πώς να λούζω τον έρωτα στο ποτάμι των φιλιών, πώς να δίνω τη μορφή της στα ποιήματα μου, πώς να βάζω στο αίμα μου φωτιά…
Αχ! Έρωτα, αχ! Αγάπη μεγάλη Κυριακή της ζωής, καθυστέρησες ναρθείς και σε φοβάμαι. Συνήθισα κι εγώ να αλλοτριώνω βιαστικά και βασανιστικά το ρήμα «ΘΕΛΩ» ..
Απέραντη αγάπη, πουλί χαμένο των καιρών μας μήπως είσαι το φωτοστέφανο ενός Αγίου, ή το όνειρο που ήθελα να ζήσω;
Τρέχει σαν τόπι ο ήλιος στον ουράνιο θόλο του …Ακούει τη μουσική από το βιολί της αγάπης και τη κοιτάει που χορεύει.
Κι εγώ κοιτώ σαστισμένη τα τριαντάφυλλα του κήπου μου στο δικο τους χορό.. Χορεύουν ίσως γιατί μόνο αυτά δεν ξέρουν από συμβιβασμούς, πρέπει και μη..
Τώρα ξέρω το γιατί… Τα άνθη ξέρουν καλά να κλείνουν το ρήμα «ΘΕΛΩ» και ας μη έμαθαν ποτέ τους γράμματα…
Μα εγώ θα τολμήσω σήμερα να συλλαβίσω τα έξι ιερά γράμματα της ... Σ ΄ Α Γ Α Π Ω!


Σχόλιο απο Skouliki: ευχαριστώ θερμά την καλή μου φίλη Αννα για την τιμή που μου κάνει επιτρέποντας μου να δημοσιεύω εδώ μερικά από τα έργα της...

ΑΝΝΑ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ ΠΟΙΗΤΡΙΑ- ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ- ΧΡΟΝΙΚΟΓΡΑΦΟΣ ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΑΞΕΧΑΣΤΟΥ SER ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ...

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

ΕΤΗΣΙΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ 2019 ΤΩΝ ΟΜΗΡΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΖΑΚΥΝΘΟ


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ο Δήμος Ζακύνθου σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Εφέδρων Αξιωματικών Ζακύνθου, τιμά και φέτος τη μνήμη των μονίμων και Εφέδρων Αξιωματικών που χάθηκαν ηρωικά στις 21 Ιανουαρίου 1943, στο μαρτυρικό δρόμο της εξορίας που τους έσυραν οι βάρβαροι κατακτητές .
Οι τιμητικές εκδηλώσεις θα πραγματοποιηθούν την Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019 με την ευγενική συμμετοχή των Αρχών και του λαού της Ζακύνθου.
Ώρα 10.15 π.μ. Επίσημο Μνημόσυνο στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου των Ξένων.
Ώρα 11.00 π.μ. Επιμνημόσυνη Δέηση και κατάθεση στεφάνων μπροστά από την Αναμνηστική Στήλη των Πληγέντων Ομήρων στην πλατεία Αγίων Πάντων.
Ώρα 12.00 μεσημβρινή Τρισάγιο και κατάθεση στεφάνων στην προτομή του εφέδρου Ανθ/γου Κωνσταντίνου Κολυβά στο Σκουλικάδο της Δ.Ε. Αλυκών.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Μια χαραμάδα ανοιχτή


Μια χαραμάδα στην ψυχή
που αφησες πάλι κι εσύ
πως μπήκε η τόση παγωνιά
που βλέπω σε κάθε σου ματιά

πριν κανουν τα όνειρα φτερά
πριν τα πουλήσεις τόσο φθηνά
θέλω να μάθεις να αγαπάς
το πάγο από μέσα σου να σπας

Από τη χαραμάδα που άνοιξες
να ρθω να σε ζεστάνω
κάθε σου πόνο από την καρδια
να σβήσω μονοκονδυλιά

Να ρθουν τα όνειρα ζεστά
ζωή να δώσουν πάλι στη ματιά
που έχει πετρώσει από θυμό
που σου έκαναν τόσο κακό

Από τη χαραμάδα που άνοιξες
τα όνειρα σου όταν χάραξες
αφησες μέσα την παγωνιά
να σου ψυχράνει την καρδιά

τώρα άσε πάλι μέσα από εκεί
αγάπης ζέστη να ρθει σε βρει
να ξεκινήσεις από την αρχή
να ονειρευεσαι τη νέα σου ζωή!
Skouliki

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

Σταγόνες αγάπης

   

Σαν τις σταγόνες απ τη βροχή
που θέλουν να φτάσουν στη γη
έτσι κι η αγάπη σου δε σταματά
όλα τα εμπόδια τα υπερνικά

Μην σταματάς να αγαπάς
αυτά ειναι τα δώρα της καρδιάς
που ασύστολα γύρω θες να σκορπάς
και αυτά καρπίζουν μετά χαράς

Αγάπης καταιγίδα κανε ακόμα μιά
να μας ποτίσεις τα κορμιά
κάποια σταγόνα τρόπο ίσως να βρει
για να μας ποτίσει την ψυχή

Skouliki

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Ένα παραμυθάκι από....καλικάτζαρους




«Ήταν, που λέτε, μια φορά ο Θύμιος ο γιος του μυλωνά που ζούσε στο χωριό, παλικάρι μια χαρά, όμορφο, καλό κι εργατικό και προπάντων έξυπνο κι ευρηματικό. Ο πατέρας του ο μυλωνάς σκέφτηκε πως ήταν κρίμα τέτοιο παιδί να μείνει αγράμματο. Τον έστειλε λοιπόν στην πολιτεία να σπουδάσει και να γίνει σπουδαίος και τρανός και να γυρίσει τον κόσμο. Όχι σαν εκείνον, που ήταν αναγκασμένος να μένει συνέχεια μόνος στο μύλο του, μιας και η γυναίκα του η μυλωνού είχε από καιρό πεθάνει.
«Ήταν και οι καλικάντζαροι από την άλλη, πλάσματα του κάτω κόσμου, άσχημα και μοχθηρά, πονηρά μα και κουτά. Όλο το χρόνο δούλευαν, κάτω από τη γη, μοχθούσαν και κουράζονταν και όλη τους η έννοια ήταν να πριονίσουν τον κορμό του τεράστιου δέντρου, που κρατούσε τον πάνω κόσμο στη θέση του. Όλα αυτά τα έκαναν γιατί μισούσαν τους ανθρώπους, απεχθάνονταν το φως του ήλιου, την τάξη και τον καθαρό αέρα. Όλο το χρόνο πριόνιζαν και την παραμονή των Χριστουγέννων, κατακουρασμένοι έπαιρναν την απόφαση να ανέβουν λίγο στον επάνω κόσμο για να ξεκουραστούν, να γλεντήσουν και να διασκεδάσουν, πειράζοντας τους ανθρώπους και κάνοντας διάφορες σκανταλιές. Κυκλοφορούσαν μόνο τη νύχτα με το σκοτάδι, όταν οι άνθρωποι κοιμούνταν. Έμπαιναν στα σπιτικά τους από την καμινάδα, όταν έβρισκαν το τζάκι σβηστό, κι έκαναν το σπίτι άνω κάτω. Γέμιζαν παντού τα κιλίμια και τα σκεπάσματα με λάσπες, στάχτες και μουτζούρες, ανακάτευαν το αλάτι με τη ζάχαρη, το αλεύρι με την άχνη, έσπαγαν τα αυγά, σκορπούσαν στο πάτωμα τα μελομακάρονα, τις δίπλες και τους κουραμπιέδες, που μόλις είχαν ετοιμάσει οι νοικοκυράδες, έχυναν το κρασί μέσα στο λάδι, μαγάριζαν το νερό μέσα στο πηγάδι και οι σκανταλιές τους δεν σταματούσαν εδώ. Αν τύχαινε και συναντούσαν κάποιον αργοπορημένο περαστικό στο δρόμο, τον μάγευαν, τον τρέλαιναν και τον τραβούσαν σε χορό δαιμονικό, αφήνοντάς τον εξαντλημένο κι άλαλο, μόνο λίγο πριν φέξει η μέρα. Έκαναν κι άλλα, τόσα πολλά που δεν φτάνει η νύχτα για να τα πούμε όλα και πάντα γελούσαν και ξεκαρδίζονταν με τα ίδια τους τα καμώματα. Δώδεκα μερόνυχτα έμεναν πάνω στη γη οι καλικάντζαροι, ως τα Φώτα δηλαδή. Την ημέρα που ο παπάς με την αγιαστούρα του άγιαζε τα νερά, όλα της γης τα παγανά είχαν προλάβει να ξανακατέβουν στα υποχθόνια σκοτάδια τους. Ως τότε όμως, η κοψιά στο δέντρο που βαστούσε τη γη είχε θρέψει κι έτσι, σαν κουτοί που ήταν οι καλικάντζαροι, άρχιζαν το πριόνισμα πάλι από την αρχή.
«Κείνη τη χρονιά, Χριστούγεννα και πάλι, ο Θύμιος άφησε την πολιτεία και τις σπουδές του για να επισκεφθεί τον πατέρα του στο χωριό. Σαν έφτασε στο μύλο, βρήκε τον καημένο το γέρο σε κακό χάλι. Όλα στο μύλο ήταν αναποδογυρισμένα, τα αλεύρια, τα πίτουρα μαζί με τα χαλίκια, το στάρι βρεγμένο, το φαγητό χυμένο, ένα σωρό βατράχια πηδούσαν εδώ κι εκεί και ο γάιδαρος φευγάτος με την τριχιά κομμένη.
–«Τι έπαθες πατέρα μου», τον ρώτησε ο Θύμιος κι έμαθε ότι του διαόλου τα παγανά είχαν μπει κρυφά στο μύλο, την ώρα που αυτός κοιμόταν και τον περιπαίζαν. Θύμωσε πολύ το παλικάρι, σαν είδε τον πατέρα του τόσο λυπημένο και ανήμπορο.
–«Θα δεις τι θα τους κάνω», είπε αποφασισμένος να δράσει. «Μόνο εσύ, πατέρα, θέλω να μου ετοιμάσεις ό,τι σου ζητήσω».
Έτσι λοιπόν, πριν νυχτώσει, ο Θύμιος ανέβασε κι έκρυψε στα ψηλά κλαδιά της μεγάλης καρυδιάς που ήταν στην αυλή τους ένα σακί αλεύρι, ένα ταγάρι γεμάτο καρύδια κι ένα μαγκάλι γεμάτο αναμμένα κάρβουνα, σκεπασμένα από πάνω με στάχτη για να διατηρηθούν αναμμένα μέχρι να νυχτώσει και να μην φαίνονται μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Λίγο πριν έρθει το σκοτάδι ανέβηκε και ο ίδιος πάνω στην καρυδιά και κρύφτηκε εκεί, έχοντας μαζί του και ένα μεγάλο χωνί, από αυτά που είχε ο μυλωνάς για να γεμίζει τα σακιά με στάρι και μια γερή σφεντόνα. Κάτω από την καρυδιά, είπε του πατέρα του να βάλει μια γαβάθα γεμάτη σύκα ξερά, σταφίδες, φουντούκια και δαμάσκηνα, που άρεσαν πολύ στους μαυριδερούς ζημιάρηδες.
«Σαν νύχτωσε για τα καλά, βγήκαν οι καλικάντζαροι ένας-ένας από τις κρυψώνες τους, έτοιμοι για καινούργιο πανηγύρι. Τριγύριζαν από δω, τριγύριζαν από κει, ώσπου έπεσαν πάνω στα καλούδια που είχε αφήσει ο γέρος. Άρχισαν να τρώνε και να γλείφονται και να μαλώνουν μεταξύ τους για το ποιος θα φάει τα πιο πολλά. Ο Θύμιος δεν μπορούσε να τους δει έτσι μαύροι που ήταν μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Είχε όμως κάνει το κουμάντο του. Μόλις μαζεύτηκαν όλοι κάτω από την καρυδιά, ευθύς αδειάζει το τσουβάλι το αλεύρι πάνω τους. Αμέσως αυτοί πασαλείφτηκαν κι έγιναν κάτασπροι. Το αλεύρι πήγε στα μάτια τους και τους τύφλωσε, αλλά ο Θύμιος τους έβλεπε τώρα πολύ καλά. Τους έβαλε λοιπόν στο σημάδι πετώντας τους καρύδια με τη σφεντόνα του κι ενώ αυτοί έσκουζαν και στρίγκλιζαν πονεμένοι, τρίβοντας τα καρούμπαλα στα κεφάλια τους, δίνει μια κλοτσιά ο Θύμιος στο μαγκάλι κι έπεσαν τα αναμμένα κάρβουνα σαν βροχή πάνω στα πονηρά τα παγανά. Αυτά έσκουζαν τώρα πιο δυνατά, χοροπηδούσαν τσουρουφλισμένα, κατακαμένα και τυφλά. Την ίδια στιγμή, πήρε το χωνί, το έβαλε μπροστά στο στόμα του κι άρχισε να τους φωνάζει με βροντερή φωνή.
–«Βρωμερά πλάσματα του Σατανά, ήρθε η ώρα της τιμωρίας σας. Είμαι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και με έστειλε ο Θεός να σας ρίξω ‘πυρ εξ ουρανού’, για το κακό που κάνετε στους ανθρώπους. Τσακιστείτε να φύγετε γρήγορα από δω, πριν θυμώσει κι άλλο και μην ξαναπατήσετε σ’ αυτό το μύλο».
«Έτσι ο Θύμιος, με την εξυπνάδα και τη γενναιότητά του κατάφερε να τιμωρήσει και να τρομάξει τα μαυρογκαγκανιάρικα πλάσματα του κάτω κόσμου, που χάθηκαν κουτρουβαλώντας κι ακόμα τρέχουν...
«Κι έζησαν αυτοί καλά… κι εμείς καλύτερααα…», τελείωνε πάντα με την ίδια επωδό. Όλοι έπαιρναν μια βαθειά ανάσα ανακούφισης, που οι άγγελοι του ‘Εξαποδώ’, το κακό δηλαδή τιμωρήθηκε και έλαμψε για μια ακόμα φορά το καλό, κάτι που συμβαίνει συχνά …στα παραμύθια.