Αν σε μισήσουν: αγάπησέ τους, Αν σε πληγώσουν: λάτρεψέ τους, Αν σε πικράνουν: συγχώρεσέ τους... Μην ξεχνάς: ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά, για το γάμο του μουσικοδιδασκάλου Ἱωσήφ Λιμπεράλη.

Για ακόμη μια φορά η καλή μου φίλη Καίτη Λυμούρη που ασχολείται ανιδιοτελώς και αφιλόκερδος ως ερευνήτρια της ιστορίας και των παραδόσεων της Ζακύνθου, έκανε πάλι το θαύμα της και μας προσφέρει ένα υπέροχο Ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά, για το γάμο του μουσικοδιδασκάλου Ἱωσήφ Λιμπεράλη.


(Ο Ιωσήφ Λιμπεράλης ή Λιβεράλης ή Ελευθεριάδης, ήταν συνθέτης, δάσκαλος μουσικής, ιμπρεσάριος, σκακιστής και συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και ήταν γιος του Ιταλού Ντομένικο Λιμπεράλι και της Ζακυνθινής Αικατερίνης Μιλιοράτη.)

Φεῦγα, Μοῦσα! Γιὰ τὸ γάμο
ἑνοῦ φίλου μου ἀκριβοῦ
πέντε στίχους θὲ νὰ κάμω,
ὅπως μὤρθουνε στὸ νοῦ.

Ποια εἶν' ἡ νύφη; - Περιστέρα,
ἀγγελόπουλο, Θεά·
τοῦ Χαριάτη ἡ θυγατέρα,
ξακουσμένη γιὰ ὀμορφιά.

Στόμα ὡραῖο, σὰ δαχτυλίδι,
ἴσια μύτη ἑλληνική,
ἕνα μέτωπο, ἕνα φρύδι,
ὁποῦ λὲς καὶ σοῦ μιλεῖ.

Σὰ βαλθῇ νὰ τραγουδήσῃ,
- μὲ τὸ δάσκαλο κοντά -
καὶ ταὶς πέτραις θὰ ραΐση,
ὄχι ἀνθρώπινη καρδιά.

Τάχα εἶν' ἄλλη νὰ τῆς μοιάζῃ
εἰς τὴ Ζάκυνθο καὶ ἀλλοῦ,
σὰ γλυκίσματα ἑτοιμάζει
γιὰ τοὺς φίλους τοῦ γαμπροῦ;

Τόση τέχνη, τέτοια κάλλη
ποιός εἶν' ἄξιος νὰ χαρῇ;
Μωρέ, πές μου, Λιμπεράλη,
πῶς τὴν ἅρπαξες ἐσύ;

Ἢ τὰ γένεια ἢ τὸ μουστάκι
τὴν ἐμάγεψαν θαρρῶ·
ἄ! γιατί, Γερασιμάκη,
ἔχεις πρόσωπο σπανό;

Ὄχι, φίλε· δὲ φθονάω,
καὶ ἀπ' τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς
καὶ τοὺς δύο σᾶς εὐλογάω,
ὡσὰ νἄμουνα παπᾶς.

Θέ! ποτὲ νὰ μὴ σιμώσῃ
ζήλεια κρύα, φαρμακερὴ
τὸ κρεββάτι νὰ ξεστρώσῃ
ὁποῦ ἐσᾶς ἀκαρτερεῖ!

Πάντα ἐκεῖ νὰ τριγυρίζουν
πνευματάκια ἐρωτικά·
μ' εὐωδίαις νὰ τὸ γιομίζουν,
μ' ἄνθια ὡραῖα – καὶ τὰ λοιπά!

Ὁ Καιρὸς θὲ νὰ τροχήσῃ
τὸ δρεπάνι τὸ σκληρό,
πρὶν τοῦ γάμου σας νὰ σχίσῃ
τὸν ἀχώριστο δεσμό.

Καὶ θὰ ἰδῆτε ὁλόγυρά σας
μία σωστὴ δωδεκαριὰ
ἀπὸ ἀντίτυπα δικά σας,
ἐρωτόπλαστα παιδιά.

Στη φωτο. ο Ιωσήφ Λιμπεράλης (Κέρκυρα, 1820 - Ζάκυνθος, 1899)

Σχόλιο από Skouliki:
Ευχαριστώ θερμά την Καίτη Λυμούρη για την διάθεση της πνευματικής της ιδιοκτησίας προς δημοσίευση εδώ!!

Πηγη: Καίτη Λυμούρη

Δες την ορτανσία μου ανθισμένη....



Σε συνέχεια των  άρθρων μου Πως πολλαπλασιάζω εύκολα τις ορτανσίες μου!
(http://skouliki-skoulikia.blogspot.gr/2013/11/blog-post_1.html)

και  Πως πολλαπλασιάζω εύκολα τις ορτανσίες μου TIPS (http://skouliki-skoulikia.blogspot.gr/2015/05/tips.html) δες την νεαρή ορτανσία μου ανθισμένη.....
Για όσους δοκιμάσουν να πολλαπλασιασουν τις ορτανσίες τους,  θα είναι μεγαλη χαρά να θαυμάζουν το νέο ανθισμένο τους φυτό!

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Χρόνια πολλά πατέρα....

Την Κυριακή ήταν η γιορτή του πατέρα.....

Αλήθεια πόσοι το θυμήθηκαν να ευχηθούν τα χρόνια πολλά και να δώσουν μια στάλα αγάπης και ευγνωμοσύνης στον πατέρα που τόσα έχει κάνει για τα παιδιά του...
Αλλά και για τον πατέρα που δεν είναι στην ζωή πλέον να θυμάστε: από εκεί πάνω μας βλέπει και μας κατευθύνει με την αγάπη του σε κάθε μας βήμα...... 
Δείξτε του λοιπόν πόσο τον αγαπούσατε, αυτός θα το εκτιμήσει αφάνταστα...

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Ο ξυλοκόπος του Στέφανος Μαρτζώκης,




Νύχτα και μέρα πάντα κοπιάζει,
κόβει το ξύλο με το πριόνι,
κάθε κομμάτι πλανιάρει, σιάζει
και το φιλιάζει και το καρφώνει.
Πότε γελάει, πότε δακρύζει
κι έτσι κομμάτι ψωμί κερδίζει.

Στέκει σιμά του και τον κοιτάζει
η σύντροφός του και το παιδί του,
που ξυλαράκια χάμου αραδιάζει
και του μαγεύει την ύπαρξή του,
οπού το βλέπει να γέρνει αγάλι,
κλειόντας τα μάτια, τ' ωραίο κεφάλι.

Μαύρο ένα χέρι τη θύρα σέρνει
κι άνθρωπος μπαίνει ψηλός το σώμα,
μικρούλα κάσα του παραγγέρνει
και το παιδάκι φιλεί στο στόμα,
τους λέει, κοιτάχτε γλυκά κοιμάται,
μην το ξυπνάτε, μη το ξυπνάτε.

Ο γέρος φεύγει μ' αργό ποδάρι
κι ο ξυλοκόπος την κάσα φτιάνει.
Η σύντροφός του χλωρό χορτάρι
παίρνει και πλέκει μ' ανθούς στεφάνι.
Κι ενώ μια σκέψη του νου πλακώνει
Τον άγγελό της γοργά σταυρώνει.

Έπλεξε η μάνα τ' ωραίο στεφάνι
και λέει θλιμμένη στον ξυλοκόπο:
-Βραδιάζει η μέρα κι η νύχτα φθάνει
και κουρασμένος είσαι απ' τον κόπο,-
και στο παιδί της στρέφεται αγάλι:
-Κοίτα, του λέει τι αφράτα κάλλη!

Σκύβει γελώντας να τ' αγκαλιάσει
στο κρεβατάκι για να το βάλει,
σα φύλλο τρέμει, φριχτά φωνάζει,
νεκρό το σφίγγει μες στην αγκάλη
κι αντί στην κούνια, τρέμει, παγώνει,
μέσα στην κάσα το σαβανώνει.


Φωτο. Στέφανος Μαρτζώκης, (Ζάκυνθος, 22 Φεβρουαρίου 1855 - Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 1913)

Ο Στέφανος Μαρτζώκης (Ζάκυνθος, 22 Φεβρουαρίου 1855 - Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 1913 ) ήταν Έλληνας ποιητής. Θεωρείται ο τελευταίος από την Επτανησιακή Σχολή. Μετέφρασε επίσης έργα του Σολωμού. Αδερφός του ήταν ο επίσης λογοτέχνης, Ανδρέας Μαρτζώκης.  Στην ποίησή του είχε την επιρροή του Τζάκομο Λεοπάρντι.

Γιος του λόγιου και πρόσφυγα Λουδοβίκου Μαρτζώκη, ο πατέρας του ήταν ιταλικής καταγωγής και μητέρα του ήταν η Μαρίνα Μεσσαλά.  Ο Στέφανος σπούδασε φιλόλογος στο Παρίσι και μετά την επιστροφή του στα Επτάνησα, εργάστηκε ως καθηγητής ιταλικών στο Γυμνάσιο πρώτα στο Αργοστόλι (1883-85) και κατόπιν στην Αθήνα. Έπειτα από την κατάργηση του μαθήματος ο ποιητής έμεινε άνεργος και την οικονομική του κατάσταση επιδείνωσε και η αποτυχία στο γάμο του (που άντεξε 7 χρόνια), από τον οποίο απέκτησε 2 παιδιά. Η μελαγχολία που τον διακατείχε τον ακολουθούσε και στην ποίησή του. Η πρώτη του (ελληνόγλωσση) ποιητική συλλογή με τίτλο "Μπαλάντες" κυκλοφόρησε το 1889.

Για την επιβίωσή του στην ελληνική πρωτεύουσα ο Μαρτζώκης δημοσίευσε ποιήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά. Στην Αθήνα ανέπτυξε το δικό του φιλολογικό κύκλο, στον οποίο τον φώναζαν "Ο μαέστρος". Μια από τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές με τίτλο "Βάρβαροι Στίχοι" και "Νέα Ποιήματα" κυκλοφόρησε το 1906, λίγο πριν πεθάνει.

Πέθανε καθώς μεταφερόταν στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μία ημέρα μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, το Φεβρουάριο του 1913. Είχε τιμηθεί για το έργο του με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού των Ιπποτών. Ο γιος του, Καίσαρ, εξέδωσε τα άπαντά του (με πρόλογο του Μαρίνου Σιγούρου, 10 περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Στέφανου Μαρτζώκη.
Επιλεγμένα έργα του:
Μπαλάντες (1889)
Σονέτα (1900)
Νέα ποιήματα (1906)