Αν σε μισήσουν: αγάπησέ τους, Αν σε πληγώσουν: λάτρεψέ τους, Αν σε πικράνουν: συγχώρεσέ τους... Μην ξεχνάς: ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

το τελευταίο όνειρο της γριάς βελανιδιάς

      

Στο δάσος, ψηλά στην απότομη ακτή, αντίκρυ στο ανοιχτό πέλαγος, έστεκε μια πολύ γριά βελανιδιά. Ήταν ακριβώς τριακοσίων εξή­ντα πέντε ετών, μα για το δένδρο, όλος αυ­τός ο καιρός δεν ήταν παρά μόνο μερικές δικές μας μέρες.
Εμείς είμαστε ξύπνιοι τη μέρα και κοιμόμα­στε τη νύχτα και τότε βλέπουμε τα όνειρά μας. Το δένδρο είναι ξύπνιο τρεις ολόκληρες εποχές και κοιμάται μόνο σαν έρχεται o χειμώνας. Ο χειμώ­νας είναι η νύχτα της – ύστερα από μια ατέλειωτη μέρα που τη λένε άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπω­ρο.
Πολλά ζεστά καλοκαιρινά πρωινά, τα Εφήμερα, αυτές οι μυγούλες που ζουν μονάχα μια μέρα, χόρευαν ολόγυρα στην κορφή της, χαρούμενα κι ευτυ­χισμένα, και ύστερα ακουμπούσαν για μια στιγμή σε κάποιο δροσερό, πράσινο φύλλο της Βελανι­διάς.
Και τότε η Βελανιδιά έλεγε: «Καημένη μυγούλα! Ολόκληρη η ζωή σου είναι μια μέρα! Πόσο σύντομη είναι και πόσο θλιβερή!» «Θλιβερή! Γιατί το λες αυτό;» απαντούσε τότε το Εφήμερο. «’Όλα γύρω μου είναι πλημμυρισμένα από φως, ζεστασιά και ομορφιά, κι εγώ είμαι πολύ ευτυχισμένο!» ,«’Όμως κρατούν μια μονάχα μέρα, κι ύστερα χά­νονται!» «Χάνονται!» είπε το Εφήμερο.
«Τι θα πει χάνο­νται; Χάνεσαι κι εσύ;» «’Όχι. Εγώ θα ζήσω ίσως χιλιάδες δικές σου μέ­ρες, και η δική μου η μέρα κρατάει ολόκληρες επο­χές. Είναι τόσο μεγάλη, που είναι αδύνατο να το καταλάβεις».
«’Όχι; Τότε δεν σε καταλαβαίνω κι εσένα. Λες πως έχεις χιλιάδες δικές μου μέρες μα έχω κι εγώ χιλιάδες στιγμές για να ‘μαι χαρούμενο κι ευτυχι­σμένο. Θα σβήσει όλη η ομορφιά αυτού του κόσμου όταν πεθάνεις;» «’Όχι», αποκρίθηκε το δένδρο. «Θα κρατήσει πολύ ακόμα, πολύ περισσότερο ίσως απ’ όσο μπορώ να λογαριάσω. «Τότε λοιπόν η ζωή μας κρατάει το ίδιο, μόνο που εμείς τη μετράμε διαφορετικά».
Και το Εφήμερο χόρευε και πετούσε στον αέρα, με τα ντελικάτα φτεράκια του -όλο τούλι και βελούδο- και χαιρόταν τον ήλιο, και χαιρόταν τη μυ­ρωμένη αύρα, φορτωμένη από τις μοσχοβολιές των λιβαδιών, της αγριοτριανταφυλλιάς, των λουλου­διών του κήπου, του θυμαριού, του δυόσμου και της μαργαρίτας.
Και όλες αυτές οι ευωδιές ήταν τόσο δυνατές, που το μικρό Εφήμερο ήταν σχεδόν μεθυσμένο. Η μέρα ήταν ατέλειωτη και πανέμορ­φη, γεμάτη χαρά και Γλυκύτητα, και όταν ο ήλιος βασίλευε, η μυγούλα ένιωθε μια μακάρια κούραση από όλη αυτή τη χαρά και την ευτυχία.
Τα ντελικάτα φτερά δεν άντεχαν πια να την κρατούν, και ήρεμα και μαλακά κατέβαινε στο απαλό χορταράκι, κου­νούσε το κεφαλάκι της σαν ν’ αποχαιρετούσε, αποκοιμιόταν και πέθαινε. «Καημένο μικρό Εφήμερο!» έλεγε η Βελανιδιά. «Τι σύντομη που ήταν η ζωή του!»
Και κάθε καλοκαίρι ξαναρχίζει ο ίδιος χορός, οι ίδιες ερωτήσεις και απαντήσεις, και ο ίδιος ύπνος. Γενιές ολόκληρες Εφήµερα περνούσαν και όλα έ­νιωθαν την ίδια ευτυχία και την ίδια χαρά. Η Βελα­νιδιά είχε περάσει ξύπνια το πρωινό της άνοιξης, το µεσηµέρι του καλοκαιριού, και το δειλινό του φθινoπώρoυ, και να τώρα που η νύχτα της σίµωνε γοργά. Ο χειµώνας έφτανε.
Οι καταιγίδες είχαν κιόλας αρχίσει να της τραγουδούν την καληνύχτα τους. Τα φύλλα της έπεφταν ένα ένα. «Θα σε κουνήσουµε και θα σε νανουρίσουµε! Κοιµήσου, κοιµήσου! Σου τραγουδάµε για να κοι­µηθείς, σε κουνάµε για να κοιµηθείς, µα τα γέρικα κλαδιά σου χαίρονται, στ’ αλήθεια, λες και τρίζουν από την αγαλλίαση!
Κοιµήσου γλυκά, κοιµήσου ήσυχα! Είναι η τριακοστή εξηκοστή πέµπτη νύχτα σου. Είσαι ακόµα πολύ νέα! Κοιµήσου γλυκά, κοι­µήσου ευτυχισµένα! Τα σύννεφα σκόρπισαν στο χώµα το χιόνι τους, που θα σκεπάσει, σαν ζεστή πουπουλένια κουβέρτα, τα πόδια σου. Καλόν ύπνο και όνειρα γλυκά!»
Και η Βελανιδιά, γυµνή τώρα από φύλλα, ήταν έτοιµη ν’ αποκοιµηθεί για τη χειµωνιάτικη νύχτα της, και να ονειρευτεί ένα σωρό όνειρα, όλα σχετι­κά µε κάτι που της είχε συµβεί, όπως ακριβώς κι εµείς οι άνθρωποι. Η ψηλή Βελανιδιά ήταν κάποτε κι αυτή µικρού­λα – η πρώτη της κούνια ήταν ένα βελανίδι.
Τώρα -όπως λέµε εµείς οι άνθρωποι- ζούσε τον τέταρτο αιώνα της. Ήταν το πιο ψηλό και το πιο όµορφο δένδρο µέσα στο δάσος. Η κορφή της πύργωνε πολύ ψηλότερα απ’ όλα τα άλλα δένδρα και φαινό­ταν µακριά από το πέλαγος, έτσι που οι ναυτικοί την είχαν για σηµάδι.
Το δένδρο φυσικά δεν είχε ιδέα πόσα µάτια έψαχναν µε λαχτάρα να το ξεχω­ρίσουν. Ψηλά ψηλά στα κλαδιά της έπλεκε τη φωλιά του το αγριοπερίστερο, και ο κούκος κοντοστεκό­ταν εκεί για να πει το τραγούδι του.
Το φθινόπω­ρο, τότε που τα φύλλα της έµοιαζαν σαν λεπτές φλούδες από χαλκό, τα περαστικά πουλιά έστεκαν λίγο να ξεκουραστούν, πριν πετάξουν για το µα­κρινό τους ταξίδι πάνω από τη θάλασσα. Μα τώρα ήταν χειµώνας και το δένδρο απόµενε γυµνό από φύλλα, κι όλοι µπορούσαν πια να δουν πόσο ξερά και σκεβρωµένα ήταν τα κλαδιά του καθώς υψώνο­νταν στον ουρανό.
Κουρούνες και κοράκια κούρ­νιαζαν τώρα εκεί και κουβέντιαζαν για την άσχηµη εποχή που άρχιζε και πόσο δύσκολο θα τους ήταν να βρίσκουν τροφή το χειµώνα. Και ακριβώς την άγια νύχτα των Χριστουγέννων ονειρεύτηκε η Βελανιδιά το πιο θαυµαστό της όνειρο.
Το δένδρο ένιωθε κάπως αόριστα τη γιορτάσι­µη νύχτα· θαρρούσε κιόλας πως άκουγε τις καµπά­νες να σηµαίνουν στις γύρω εκκλησιές. Κι όµως, του φαινόταν πως ήταν µια όµορφη, χλιαρή, καλο­καιριάτικη µέρα. Τα δυνατά κλωνάρια του καµάρω­ναν µε τη φουντωτή, καταπράσινη φορεσιά τους, ο αέρας µοσχοβολούσε από τις ευωδιές των λουλου­διών και του νιόβλαστου χορταριού και χαρούµε­νες πεταλούδες κυνηγιόνταν γύρω του.
Τα Εφήµε­ρα χόρευαν, λες κι ο κόσµος όλος είχε πλαστεί µόνο και µόνο για να χορεύουν και να χαίρονται εκείνα. Όλα όσα είχε δει κι ακούσει χρόνια και χρόνια το δένδρο, όλα όσα είχαν συµβεί κοντά του, άρχισαν να περνούν µπροστά του σε µια γιορταστική παρέ­λαση.
Είδε τους ιππότες του παλιού καιρού, καβά­λα στα ευγενικά άλογά τους, µε τα φτερά στα καπέ­λα και τα γεράκια στους ώµους, να συντροφεύουν όµορφες αρχόντισσες. Άκουσε πάλι το κυνηγετικό βούκινο και τα λαγωνικά που αλυχτούσαν.
Είδε πολεµιστές του εχθρού, µε χρωµατιστούς θώρακες και αστραφτερά όπλα, κοντάρια µυτερά και βαριά σπαθιά, να στήνουν τις σκηνές τους και να τις ξανα σηκώνουν. Οι φωτιές των φρουρών άναψαν πάλι, και άνθρωποι τραγούδησαν και κοιµήθηκαν στη σκιά του δένδρου.
Είδε αγαπηµένους να έρχονται, ευτυχισµένοι, µε το φεγγαρόφωτο, και να σκαλί­ζ0υν τα ονόµατά τους στη σταχτοπράσινη φλούδα του κορµού του. Κάποτε -ποιος ξέρει πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε- χαρούµενοι τσιγγάνοι είχαν κρεµάσει στα χαµηλότερα κλαδιά του φλο­γέρες και λαούτα. Να που και τώρα τα έβλεπε πάλι στην ίδια θέση, και ξανάκουγε τη γλυκιά, απαλή µουσική τους.
Τα αγριοπερίστερα έκραζαν τα ταί­ρια τους, σαν να ξεχείλΙζαν από ευτυχία, και ο κού­κος µετρούσε, µε το µονότονο λάληµά του, πόσα όµορφα καλοκαίρια είχε να ζήσει ακόµα το δένδρο. Ύστερα του φάνηκε πως µια καινούργια ζωή κυ­λούσε ως τις πιο βαθιές του ρίζες, και ξανανέβαινε γοργά ως τα ψηλότερα κλαδιά του, ως την άκρη του κάθε του φύλλου.
Το δένδρο ένιωσε σαν να ψήλωνε και να φούντωνε και οι ρίζες του πίστεψαν πως ακόµα και το χώµα γύρω τους είχε πάρει ζωή. Πληµµύρισε καινούργια δύναµη, η φυλλωσιά του πρασίνισε ακόµα περισσότερο και ο χυµός του κυ­κλοφορούσε ακόµα πιο γοργός και πιο πλούσιος στις δένδρινες φλέβες του. Και όσο τα κλωνάρια του απλώνονταν και ψήλωναν, τόσο η ευτυχία του ξεχείλιζε και άρχισε να ελπίζει πως κάποια µέρα θα έφτανε ως τον ζεστό, λαµπρό ήλιο.
Είχε κιόλας ανέβει πάνω από τα σύννεφα, που τώρα περνούσαν κάτω από την κορυφή του, σαν σκοτεινά κοπάδια διαβατάρικα πουλιά, ή σαν µε­γάλοι κάτασπροι κύκνοι. Και κάθε φύλλο του δέν­δρου έβλεπε τώρα, σαν να’ χε δικά του µάτια. Τ’ αστέρια φαίνονταν πιο φωτεινά και πιο µεγάλα.
Σπίθιζαν σαν ξάστερα, καλοσυνάτα µάτια και θύ­µισαν στη Βελανιδιά γνώριµα µάτια παιδιάστικα, Που είχε δει τόσες φορές να παίζουν στον ίσκιο της. Ήταν ένα θέαµα εξαίσιο, πληµµυρισµένο από χαρά και ευτυχία.
Κι όµως, µέσα σ’ όλη αυτή τη χαρά, το δένδρο ένιωθε µια θλίψη, ένα θερµό πόθο να έβλεπε και όλα τα άλλα δένδρα του δάσους -µι­κρά και µεγάλα- όλους τους θάµνους, ακόµα και τα χορταράκια, να ψηλώνουν κι εκείνα για να µπορέ­σουν να δουν αυτό το µεγαλείο και την οµορφιά. Πώς να είναι ευτυχισµένη η περήφανη Βελανιδιά, χωρίς να έχει κοντά της όλους της τους φίλους µι­κρούς και µεγάλους;
Κι αυτός ο πόθος, αυτή η λαχτάρα, έκανε την ευαίσθητη καρδιά του δένδρου να τρέµει και να χτυπάει γοργά. Η φουντωτή φυλλωσιά του ανέµιζε και ταραζό­ταν, σαν να έφαχνε κάτι να βρει κι ύστερα χαµήλω­νε. Τότε ένιωθε τη µοσχοβολιά από το θυµάρι και τη µεθυστική ευωδιά των κρίνων και των µενεξέ­δων, και νόµιζε πως άκουγε τη φωνή του κούκου που το χαιρετούσε.
Ναι, οι πράσινες κορφές του δάσους άρχισαν να τρυπούν τα σύννεφα και η Βελανιδιά έβλεπε και τα άλλα δένδρα να ψηλώνουν και ν’ ανεβαίνουν κοντά της. Οι θάµνοι και τα χορταράκια ψήλωναν κι εκεί­να και µάλιστα µερικά, από την ανυπομονησία τους, ξεκολλούσαν από τις ρίζες τους για να φτά­σουν πιο σύντοµα.
Πιο γρήγορη απ’ όλα ήταν η ση­µίδα. Ο λεπτός κορµός της ανέβαινε σαν άσπρη αστραπή και τα κλαδιά της ανέµιζαν ολόγυρα σαν πράσινες σηµαίες. Όλα τα δένδρα και τα φυτά του δάσους υψώνονταν σαν µέσα σ’ έκσταση, ο αέρας αντηχούσε απ’ το κελάδηµα των πουλιών.
Πάνω στο τρυφερό γρασίδι, που είχε ακαριαία απλωθεί σαν µεταξωτό χαλί, οι ακρίδες καθάριζαν τις φτε­ρούγες τους µε τα µακριά τους πόδια. Οι µαγιάτι­κες µέλισσες βούιζαν, οι χρυσόµυγες ζουζούνιζαν και κάθε πουλί κελαηδούσε µε τη δική του, ξεχωριστή φωνή. Όλα ήταν τραγούδι και χαρούµενος αχός στον τετράψηλο ουρανό.
«Μα πού είναι το γαλάζιο λουλουδάκι της ακροποταµιάς;» αναρωτήθηκε η Βελανιδιά. «Πού είναι η κόκκινη παπαρούνα, πού είναι η µαργαρίτα;» Η καηµένη η Βελανιδιά δεν ξεχνούσε κανένα, όλα τα ήθελε κοντά της. «Εδώ είµαστε, εδώ είµαστε!»» άκουσε χαρούµενες φωνούλες.
«Και το όµορφο θυµάρι του περασµένου καλοκαιριού; Και τα κρινάκια που ήταν πέρσι εδώ; Και η άγρια αχλαδιά µε τα όµορφα λουλούδια της; Και όλη η οµορφιά του δάσους που ξαναγεννιέται κάθε χρόνο – δεν θα έπρεπε να είναι κι εκείνη εδώ;»» «Εδώ είµαστε, εδώ είµαστε!» αποκρίθηκαν φωνές όλο και πιο κοντά, όλο και πιο ψηλά στον αέρα.
«Μα είναι θαυµάσια!» φώναξε χαρούµενη η γριά Βελανιδιά. «Τους έχω όλους γύρω µου, µικρούς και µεγάλους. Κανένας δεν λείπει! Τι αφάνταστη ευτυχία! Είναι δυνατόν;»» «Στον ουρανό, στη χώρα του καλού Θεού, όλα είναι δυνατά!»» άκουσε την απόκριση στον αέρα.
Και η γριά Βελανιδιά, καθώς ψήλωνε ολοένα, ένιωσε τις ρίζες της να ξεκολλούν από τη γη. «Σωστά!»» είπε. «Αυτό είναι το καλύτερο απ’ όλα. Τώρα πια τίποτα δεν µε κρατάει! Τώρα µπορώ να πετάξω ακόµα πιο φηλά στη δόξα και στο φως! Και όλοι µου οι αγαπηµένοι -µικροί και µεγάλοι- είναι µαζί µου, όλοι, όλοι!»
Αυτό ήταν το όνειρο της γριάς Βελανιδιάς και, καθώς ονειρευόταν, µια δυνατή καταιγίδα σάρωσε θάλασσα και στεριά, εκείνη τη νύχτα της παραµονής. Η θάλασσα σήκωσε θεόρατα κύµατα και χτύπησε την ακρογιαλιά, κάτι έτριξε κι έσπασε µέσα στο δένδρο, οι ρίζες του ξέφυγαν από τη γη, την ίδια στιγµή που ένιωθε και στ’ όνειρό της να φεύγει ελεύθερη από το χώµα. Έπεσε.
Τα τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια της ήταν τώρα σαν την ηµέρα του µικρού Εφήµερου. Το πρωί των Χριστουγέννων, όταν ο ήλιος ψήλωσε, η καταιγίδα κόπασε. Απ’ όλες τις εκκλησιές αντηχούσαν οι γιορτινές καµπάνες και απ’ όλη τη γη, ακόµα κι από την πιο φτωχική καλύβα, ανέβαιναν γαλάζια σύννεφα καπνού, σαν τον καπνό που ανέβαινε τα πολύ παλιά χρόνια από τους βωµούς των Δρυίδων, τις µέρες της ευχαριστίας.
Η θάλασσα γαλήνεψε σιγά σιγά, κι ένα µεγάλο καράβι που είχε παλέψει όλη τη νύχτα, απελπισμένα, με τη φουρτούνα, μπήκε στο γειτονικό λιμάνι. «Το δένδρο έπεσε, η γριά Βελανιδιά, το σημάδι μας!» είπαν οι ναυτικοί. «Έπεσε τη νύχτα, με την καταιγίδα. Ποιο άλλο δένδρο θα μπορέσει να γίνει σαν κι αυτό; Κανένα»».
Αυτός ήταν ο σύντομος μα συμπονετικός επικήδειος του δένδρου που ήταν ξαπλωμένο χωρίς ζωή στο χιονισμένο χαλί της δασωμένης ακτής. Και πάνω απ’ τη νεκρή γριά Βελανιδιά, ακούστηκαν οι νότες του χριστουγεννιάτικου ύμνου που έψαλλαν, Γεμάτοι ευγνωμοσύνη, οι ναυτικοί.
Μ’ αυτόν τον ψαλμό, όλοι μέσα στο θαλασσοδαρμένο καράβι, ένιωσαν την ψυχή τους ν’ ανεβαίνει στον ουρανό, όπως ακριβώς είχε νιώσει και η γριά Βελανιδιά, στο όμορφο όνειρό της, εκείνη τη χριστουγεννιάτικη νύχτα.

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Ο Άγιος Γεράσιμος ο εν Κεφαλληνία σήμερα 20 Οκτ εορτάζει...

    


Ο Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς είναι άγιος της ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα Κορινθίας το 1506.

Ο πατέρας του, Δημήτριος ήταν από το γνωστό Βυζαντινό γένος των Νοταράδων, και κατά την παράδοση ήταν συγγενής του μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά που καθαιρέθηκε κατά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Το κοσμικό όνομα του αγίουήταν Γεώργιος.

Ο άγιος έφυγε έφηβος από το σπίτι του και το 1527 πήγε στην Ζάκυνθο για να συμπληρώσει τη μόρφωσή του. Αργότερα πήγε στην Ιερουσαλήμ όπου χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό με το όνομα Γεράσιμος προς τιμήν του αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου. Εκεί έμεινε δώδεκα χρόνια υπηρετώντας στο ναό της Αναστάσεως. Περιόδευσε στην Αίγυπτο και τη Συρία για να επιστρέψει το 1559 στην Κεφαλονιά όπου και ίδρυσε το μοναστήρι του.

Ο Άγιος Γεράσιμος πέθανε την 15η Αυγούστου του 1579. Επειδή την ημέρα αυτή γιορτάζεται η κοίμηση της Θεοτόκου, η γιορτή του Άγιου Γεράσιμου είναι ακριβώς την επόμενη μέρα. Ο Άγιος Γεράσιμος γιορτάζεται επίσης και στις 20 Οκτωβρίου, η οποία μέρα αποτελεί και επίσημη αργία στο νησί της Κεφαλονιάς. Το όνομα "Γεράσιμος" είναι από τα πιο κοινά αντρικά ονόματα στο νησί, ενώ δεν είναι λίγες οι γυναίκες με το όνομα "Γερασιμούλα".

Το ανέπαφο σκήνος
Το σκήνος του Άγιου Γεράσιμου έμεινε ως εκ θαύματος ανέπαφο. Όταν στις 20 Οκτωβρίου 1581 ανακτήθη, ο παριστάμενος πατριαρχικός έξαρχος Γαβριήλ Σεβήρος αποφάσισε τον εκ νέου ενταφιασμό, μέχρι που την 20ή Οκτωβρίου 1582 ανακτήθηκε εκ νέου, πάλι ανέπαφο από την φθορά του χρόνου. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα,της Αγίας Θεοδωρας, του Αγίου Γερασίμου και του Αγίου Διονυσίου

Απολυτίκιο
Των ορθοδόξων προστάτην και εν σώματι άγγελον και θαυματουργόν Θεοφόρον νεοφανέντα ημίν, επαινέσωμεν πιστοί Θείον Γεράσιμον, ότι αξίως παρά Θεού, απείληφεν ιαμάτων την αένναον χάριν, ρώννυσι τους νοσούντας, δαιμονώντας ιάται, διό και τοις τιμώσιν αυτόν βρύει ιάματα.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Ένα μάθημα για κάθε γιό και μία ελπίδα για κάθε πατέρα

Μια ιστορία που ψάρεψα στο φατσοβιβλίο (Facebook), για αυτό δεν αναφέρω και πηγή....
       

Ένας γιος πήρε τον γέρο πατέρα του και πήγαν σε ένα πολύ σικ εστιατόριο για δείπνο.
Ο πατέρας ήταν πολύ γέρος και αδύναμος. Καθώς έτρωγε, τα φαγητά του έπεφταν και λέρωναν το πουκάμισο και το παντελόνι του.
Οι γύρω συνδαιτημόνες τους έβλεπαν με αποστροφή, ενώ ο γιος του συνέχιζε να τρώει απόλυτα ήρεμος.
Αφού τελείωσε το φαγητό του, ο γιός του τον πήρε στην τουαλέτα και καθάρισε τα υπολοίματα τροφίμων, του καθάρισε τους λεκέδες, του χτένισε τα μαλλιά και του διόρθωσε τα γυαλιά του. Όταν βγήκαν από την τουαλέτα όλο το εστιατόριο κοίταζε τον γιό και δεν μπορούσε να κατανοήσει πως ένα τόσο νέος μπορούσε να φέρεται έτσι και να εκτίθεται σε ένα τέτοιο κοινό.
Ο γιος πήρε αγγαζέ τον πατέρα του και στράφηκε πρός την έξοδο.
Εκείνη την στιγμή ένας γέρος μεταξύ των συνδαιτυμόνων φώναξε τον γιο και τον ρώτησε, "Δεν νομίζετε ότι έχετε αφήσει κάτι πίσω;".
Ο γιος απάντησε: «Όχι, κύριε, δεν έχω αφήσει κάτι".
Ο γέρος απάντησε, "Ναι, έχετε! Αφήσατε ένα μάθημα για κάθε γιό και μία ελπίδα για κάθε πατέρα".
Σε ολόκληρο το εστιατόριο έπεσε βουβαμάρα.

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Θεσσαλονίκη μάνα μου ( ή)Της κυρα Όλγας το παιδί : Αντύπας

Από τα πρώτα τραγούδια του Αντύπα που δυστυχώς δεν κυκλοφορούν στο διαδίκτυο.
Έτσι ανέβασα τους στίχους όπως τους άκουσα από διαφορες εκτελέσεις. Μην παραξενευτείς που κάποιες στροφές αλλάζουν από εκτέλεση σε εκτέλεση λοιπον...
Το τραγούδι αυτό ειναι μια αυτοβιογραφια του τραγουδιστή....

Μια εκτέλεση...


Στίχοι-μουσική εκτέλεση : Αντύπας

Της κυρα Όλγας το παιδί
ξεκίνησε μια Κυριακή
από την Θεσσαλονικη
στον άι Δημήτρη προσευχή
και με της μάνας την ευχή
το μόνο χαρτζιλίκι
μεγάλος στα δεκαοχτώ
το τραίνο πήρε των οχτώ
την νύχτα κάνει μέρα
μια θέση δίχως αριθμό
και στις Αθήνας τον σταθμό
ξημέρωσε Δευτέρα

Μάνα μου
Θεσσαλονικη μάνα μου

Θα ρθω να χορέψω
μες τις γειτονίες σου
και να τραγουδήσω
στις ακρογιαλιές σου
μες την αγκαλιά σου τα παλιά να θυμηθώ
μανούλα μου
Θα ρθω για να βρω
την πρώτη μου αγάπη
που στα δυσκολία μου σκούπισε το δάκρυ
στην Αριστοτέλους ένα βράδυ βροχερό.( σε πολλές εκτελέσεις αυτός ο στίχος)

Μάνα μου
Θεσσαλονικη μάνα μου

Άραγε ακόμα με ζητάς με θέλεις
η σε όλους λες ότι πια δεν με ξέρεις
η σε όλους λες ότι δεν με αγάπησες ποτέ (και σε άλλες εκτελέσεις αυτός ο στίχος)
μανούλα μου

Μάνα μου 
Θεσσαλονικη μάνα μου

Της κυρα Όλγας το παιδί
ξεκίνησε μια κυριακη
τον κόσμο να γνωρίσει
σφίγγει το χέρι του γροθιά
με μια υπόσχεση βαθιά
κοντά σου να γυρίσει....

Αγάπη μου μοναδική
ατέλειωτη διαχρονική
ανάσα μου ζωή μου
ήρθα και πάλι να στο πω
όσο θα ζω θα σε αγαπώ
με όλη την ψυχή μου

Μάνα μου
 Θεσσαλονικη μάνα μου

Θα ρθω να χορέψω
μες τις γειτονίες σου
και να τραγουδήσω
στις ακρογιαλιές σου
μες την αγκαλιά σου τα παλιά να θυμηθώ
μανούλα μου
Θα ρθω για να βρω
την πρώτη μου αγάπη
που στα δυσκολία μου σκούπισε το δάκρυ
στην Αριστοτέλους ένα βράδυ βροχερό.( σε πολλές εκτελέσεις αυτός ο στίχος)

Μάνα μου
Θεσσαλονικη μάνα μου

Άραγε ακόμα με ζητάς με θέλεις
η σε όλους λες ότι πια δεν με ξέρεις
η σε όλους λες ότι δεν με αγάπησες ποτέ (και σε άλλες εκτελέσεις αυτός ο στίχος)
μανούλα μου

Μάνα μου
Θεσσαλονικη μάνα μου

 
η άλλη εκτέλεση...

Οι Κραυγές και οι Ψίθυροι μας: Μια ινδιάνικη ιστορία

 

Μια μέρα, ένας σοφός Ινδιάνος έκανε την παρακάτω ερώτηση στους μαθητές του:
-"Γιατί οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν εξοργίζονται;"
–"Γιατί χάνουν την ηρεμία τους" απάντησε ο ένας.
-"Μα γιατί πρέπει να ξεφωνίζουν παρότι ο άλλος βρίσκεται δίπλα τους;" ξαναρωτά ο σοφός.
-"Ξεφωνίζουμε, όταν θέλουμε να μας ακούσει ο άλλος"... είπε ένας άλλος μαθητής Και ο δάσκαλος επανήλθε στην ερώτηση:
"Μα τότε δεν είναι δυνατόν να του μιλήσει με χαμηλή φωνή; Διάφορες απαντήσεις δόθηκαν αλλά.. καμμιά δεν ικανοποίησε τον δάσκαλο..
"Ξέρετε γιατί ουρλιάζουμε κυριολεκτικά όταν είμαστε θυμωμένοι; Γιατί όταν θυμώνουν δυό άνθρωποι, οι καρδιές τους απομακρύνονται πολύ.. και για να μπορέσει ο ένας να ακούσει τον άλλο θα πρέπει να φωνάξει δυνατά, για να καλύψει την απόσταση.. Όσο πιο οργισμένοι είναι, τόσο πιό δυνατά θα πρέπει να φωνάξουν για ν'ακουστούν. Ενώ αντίθετα τι συμβαίνει όταν είναι ερωτευμένοι; Δεν έχουν ανάγκη να ξεφωνήσουν, κάθε άλλο, μιλούν σιγανά και τρυφερά.. Γιατί;
Επειδή οι καρδιές τους είναι πολύ πολύ κοντά. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη. Μερικές φορές είναι τόσο κοντά που δεν χρειάζεται ούτε καν να μιλήσουν... παρά μονάχα ψιθυρίζουν. Και όταν η αγάπη τους είναι πολύ δυνατή δεν είναι αναγκαίο ούτε καν να μιλήσουν, τους αρκεί να κοιταχθούν.
Έτσι συμβαίνει όταν δυό άνθρωποι που αγαπιούνται πλησιάζουν ο ένας προς τον άλλον. Στο τέλος ο Σοφός είπε συμπερασματικά: "Όταν συζητάτε μην αφήνετε τις καρδιές σας να απομακρυνθούν, μην λέτε λόγια που σας απομακρύνουν, γιατί θα φτάσει μια μέρα που η απόσταση θα γίνει τόσο μεγάλη που δεν θα βρίσκουν πια τα λόγια σας το δρόμο του γυρισμού"

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Ο Φάρος Τουρλίτης στην Άνδρο.

Ο φάρος ένα στολίδι της Χώρας Άνδρου, χτισμένος πάνω σε έναν βράχο μέσα στα κύματα, ένα μοναδικό μνημειο...


    

Ο Φάρος Τουρλίτης βρίσκεται στη Χώρα της Άνδρου.Αυτός ο πανέμορφος φάρος χτίστηκε το 1887 και είναι ένα από τα πιο παραδοσιακά ναυτικά μνημεία της Άνδρου. Το ύψος του κυλινδρικού πύργου ανέρχεται στα 7 μέτρα και το εστιακό ύψος στα 36 μέτρα. Βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Ενετικό κάστρο στη Χώρα. Ο φάρος αυτός είναι μοναδικός διότι είναι χτισμένος πάνω σε βράχο μέσα στη θάλασσα. Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου βομβαδίστηκε και καταστράφηκε.

Το 1990 ο Αλέξανδρος και η Μαριεττα Γουλανδρή, επισκεύασαν και αποκατάστησαν το φάρο στη μνήμη της αποθανούσας κόρης τους, Βιολάντας Γουλανδρή.
Πρόσφατα ο Φάρος Τουρλίτης, αποτελεί κομμάτι της αναμνηστικής συλλογής γραμματοσήμων που είναι αφιερωμένη στους Φάρους της Ελλάδος. Χάρη στον πανέμορφο αυτό φάρο, το νησί της Άνδρου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε γραμματόσημο.

Ακόμα και σήμερα με μελτέμι είναι πανέμορφος ο Φάρος!!!

Πηγη: http://www.faroi.com/

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Πάντα μου έλεγες....: Αντύπας

στίχοι:
μουσική:
εκτέλεση: Αντύπας


Φεύγω προτού σε βαρεθώ
και στην ανάγκη να βρεθώ
να πω τελειώσαμε.
Έτσι κι αλλιώς απ΄ την αρχή
εγώ καπνός κι εσύ βροχή
δεν ανταμώσαμε...

Πάντα μου έλεγες
πως ειναι λίγα αυτά που έλεγα
από καιρό
μπροστά στα λάθη σου
τον ήλιο πήγα
μα για να αντέξω πια δεν μπορώ.(δις)


Βαθύ σαν τον ωκεανό
ανάμεσα μας το κενό
στάθηκε άτυχο
κουράστηκα να σε αγαπώ
και φεύγω πριν να πληγωθώ
από το αύριο

Πάντα μου έλεγες
πως ειναι λίγα αυτά που έλεγα
από καιρό
μπροστά στα λάθη σου
τον ήλιο πήγα
μα για να αντέξω πια δεν μπορώ.(δις)

Μέσα από το κάστρο στην Άνδρο.



Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Τα έρημα μαγκανοπήγαδα...

Κάποτε τα καλοκαίρια δεν ήταν τόσο ήρεμη η εξοχή...
Απο κάθε γωνιά ακουγόταν το ρυθμικό τρίξιμο του μάγγανου, στην προσπάθεια να ποτίσουν την γη.
Πάνω στο νερό την γη και το μάγκανο είχε στηριχτεί και επιτευχθεί  η ελληνική ανάπτυξη...


Τώρα όλα χάθηκαν, η γη γέμισε μόνιμα με αγριόχορτα, και τα μάγκανα εκεί σιωπηρά  αφού ξεχάστηκε η χρήση τους...
Το μαγκανοπήγαδο έμεινε τώρα ένα άχρηστο σημείο αναφοράς  μέσα στη ερημιά των κήπων!!!!

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Νερόμυλοι στα Διποτάματα της Άνδρου

Στα Διποτάματα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός νερόμυλων. 
Σώζονται σε οποιαδήποτε μορφή από ακέραιοι, μέχρι ερείπια, 22 νερόμυλοι σε ολόκληρη τη χαράδρα.  
Ας  δούμε όμως μερικές φώτο   από την περιοχή  και έναν νερόμυλο.








Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Έτσι απλά αρχίζουν οι αμφιβολίες...χαχαχαχαχαχ

   
Ένας καλόγερος σε κάποια επίσκεψη στην Αθήνα, γυρίζει, γυρίζει και στο τέλος, κουρασμένος, κάθεται σ` ένα καφενείο.
Μια κυρία στο διπλανό τραπέζι τον ρωτάει:
- Είσαστε αληθινός καλόγερος;
- Να σου πω, ράσα φοράω, σε μοναστήρι μένω, σε όλες τις αγρύπνιες και τις ακολουθίες πάω, νηστεύω, προσεύχομαι, έχω γέροντα. Νομίζω ότι είμαι κανονικός καλόγερος... Εσύ τι είσαι;
- Εγώ, είμαι λεσβία.... Από το πρωί που θα σηκωθώ μέχρι το βράδυ που θα πάω για ύπνο όλο γυναίκες σκέφτομαι. Και στον ύπνο μου όλο γυναίκες ονειρεύομαι.Και για σεξ, μόνο γυναίκες θέλω....
Μετά από λίγο φεύγει η κυρία και αδειάζει το διπλανό τραπέζι.
Ο καλόγερος έχει πέσει σε σκέψεις.
Ένα ζευγάρι έρχεται και κάθεται διπλα του.
Κι αυτοί σε λίγο, τον ξαναρωτούν:
- Είστε πραγματικός καλόγερος;
Και ο καλογερος:
- Δεν ξέρω. Έτσι νόμιζα. Όμως τώρα σκέφτομαι μήπως είμαι λεσβία...

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Η βρύση στον Πιτροφό Άνδρου

Πάνω στον δρόμο ειναι η Βρύση του Πιτροφού που τρέχει δροσερό νεράκι χειμώνα καλοκαίρι αδιάκοπα για να ξεδιψάσουν οι διαβάτες και οι περαστικοί!!
Μια μαρμάρινη επιγραφή μας λέει και το όνομα της : ΠΗΓΗ ΚΑΛΑΜΟΥ



Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Δεν ξέρω να αγαπώ: απόσπασμα από το βιβλίο της Ζωής Κυροπούλου

     
Το φέρετρο ήταν από απλό ξύλο. Η νεκρή θάφτηκε χωρίς νυφικό και η κηδεία άργησε να γίνει γιατί η μαμά Αντιγόνη επιθυμούσε τη φτηνότερη τελετή. Γυναίκες μοιρολογούσα- νε, κορίτσια κλαίγανε και οι γριές της γειτονιάς, σκιές στο απογευματινό μούχρωμα, σαν δέντρα ξερά σκυμμένα στη γη, βυθίζονταν σ’ ένα πένθιμο βουητό. Ο πατέρας θύμιζε φάντασμα, από θεούς κι ανθρώπους ξεχασμένο. Καθηλω- μένος στην ίδια καρέκλα για ώρες, καμπουριασμένος και με ένα χρώμα κίτρινο, δεν έβγαλε ούτε λέξη. Δεν έκλαψε καν. Παρατημένος στην κόλασή του, άκουγε χωρίς να ακούει και έβλεπε χωρίς να βλέπει. Η μάνα μου στεκόταν στα πόδια της με χάπια. Έκλαιγε γοερά, ούρλιαζε και λιποθύμησε τόσες φορές που κανείς δε θυμότανε πια. Εγώ απλώς υπήρχα στον αδυσώπητο χώρο. Περιφερόμουν και δεν άντεχα κανέναν τους. Ο μεγαλύτερος εχθρός μου ήταν ο χρόνος. Ο χρόνος που μετρούσε την απουσία της. Που συνέχιζε να υπάρχει χωρίς εκείνη και να μετράει ανενόχλητος. Μπακάλης κι αυτός. Μάζευε λεπτό το λεπτό, χωρίς να κάνει μια στάση για τη γλυκιά μου αδερ- φούλα. Το καλό μου ρομαντικό κορίτσι. Είχα μια ανάγκη να γελάσω, να ειρωνευτώ, όσο παράξενο κι αν ακούγεται. Ήθελα να χλευάσω. Να διώξω τις καρακάξες και ν’ αρπά- ξω το όμορφο πρόσωπό της στα χέρια μου. Να της ζητήσω συγχώρεση. Να τη φιλάω μέχρι να παγώσουν τα χείλη μου. Κάποια στιγμή έπεσα πάνω στο άψυχο κορμάκι της και φώναζα δυνατά το όνομα της.
 «Αχ! Άννα, Αννούλα μου! Αννούλα μου!» Και η φωνή μου με διέγειρε. Με σπάραζε ακόμη περισσότερο. 
«Άννα μου. Αννούλα μου!» επαναλάμβανα συνεχώς. Είχα γίνει ολόκληρη μια λέξη. Είχα σκεπαστεί από αυτή τη λέξη. Από το όνομα της Άννας. Με έγδερνε και με χάιδευε το όνομά της. Στο ίδιο λεπτό. Στην ίδια απελπισμένη κάθετη ώρα. Ήθελα την Άννα. Την ήθελα. Κάποιος να μου την έφερνε πίσω. Κάποιος για να της πω: 
«Ξέρεις τι έγινε, Άννα μου; Πέθανες! Πέθανες, Άννα μου». Κι εκείνη να γυρίσει, να με δει και να μου πει: 
«Πότε, αγάπη μου; Πότε; Πονάς;»
Ήρθαν κάποιες γυναίκες και μου χάιδευαν το κεφάλι, άλλες το μέτωπο. Κάποιες έριχναν στην παλάμη τους νερό και με έβρεχαν στο πρόσωπο. Οι ίδιες εκείνες γυναίκες που μας έβλεπαν κρυφά πίσω από τις κουρτίνες να μας δέρνει η μάνα μας χρόνια τώρα.
 «Γιατί δε μας προστάτευαν; Γιατί δε μας βοήθησαν ποτέ;» Μόνο κανάκευαν τους γιους τους. Τις κό- ρες τους. Τα μονάκριβα παιδάκια τους. Και τα απογεύματα τα παίνευαν. Έλεγαν για κείνα πως ήταν καλοί μαθητές και άριστα παιδιά. Κι εμείς ακούγαμε τη μάνα μας να λέει πως ήταν άτυχη. Κι εκείνες οι ίδιες γειτόνισσες κουνούσαν το κεφάλι γεμάτες κατανόηση. Κι εγώ κοίταζα την αδερφή μου. Την Άννα μου. Τη δεύτερη μητέρα μου. Κι η Άννα κοίταζε με τη σειρά της τη μάνα μας, μ’ εκείνο το παράξενο βλέμμα που είναι στραμμένο προς τα μέσα, μ’ εκείνο το βλέμμα που δεν ψάχνει και δε ρωτάει τίποτα, παρά μόνο στρέφεται στο «είναι». Στο βαθύ του πηγάδι, χωρίς καμιά απάντηση να περιμένει. Ατενίζει ασάλευτο το ίδιο του το βάθος και δεν καταλαβαίνει τίποτε. Και όταν είσαι παιδί, είναι ο βαθύτερος τόπος εκείνος, κάπου βαθιά μέσα στα σπλάχνα, τόσο ξένος! Είναι την ίδια στιγμή τόσος ο πόνος της απόρριψης, που το μυαλό δε νιώθει το αίσθημα. Το δέχεται. Κι έβλεπα το βλέμμα της αδερφής μου και καταλάβαινα πως δεν έπρεπε να περιμένω τίποτα. Εκείνη το αποδεχόταν ξερά, ακατανόητα. Και με πονούσε που πονούσε. Κι ύστερα αποκαθηλωνόμουν από τον πόνο. Έβρισκε το μέτρο του. Αλλά αυτός ο πόνος που ένιωθα τώρα, ήταν κάτι άγριο, κάτι πρωτόγονο. Του γύριζα την πλάτη, ήθελα να τον ξεχάσω ή να τον αγνοήσω, όμως αυτός βρισκόταν πάντα εκεί. Είχε να κάνει με την αποδοχή της ανθρώπινης μοναξιάς. Είχα την αίσθηση ότι έπεφτα από χαράδρα. Ένα φοβερό κενό. Είμαστε μόνοι μας! Πόσο μόνοι μας είμαστε! συνειδητοποίησα με απογοήτευση. Ούτε η ίδια μας η μάνα δεν μπορεί να μπει μέσα μας. Ερχόμαστε, γεννιόμαστε και, στην πραγματικότητα, δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε. Η ζωή δεν είναι υποδοχή. Είναι απλώς μια εγκατάλειψη. Με το πρώτο μας κλάμα, το σύμπαν μας εγκαταλείπει στο ίδιο του το στόμα. Θέλει να μας αφομοιώσει με αδιαφορία. Μας ξερνάει συνεχώς στο παρόν και μας προκαλεί να επιβιώσουμε, με σκοπό να πεθάνουμε έτσι κι αλλιώς. Είναι μάταιο. Είναι φοβερό. Η ζωή είναι ένα μεγάλο οριστικό «δε σ’ αγα πώ» από τον άλλον. Και ο άλλος είναι ο ξένος. Κι εγώ που μιλάω έτσι, ούτε εγώ διαφέρω. Οριστικοποιώ αυτό το ανελέητο συναίσθημα στους άλλους. Έπρεπε να είχα αντιληφθεί αυτή την ανελέητη μοναξιά στην αδελφή μου. Έπρεπε να την προλάβω. Ύστερα, χωρίς να το συνειδητοποιώ, έβλεπα τον εαυτό μου από ένα παράξενα δυσανάλογο ύψος. Το εγώ μου δεν ήταν περιορισμένο. Το εγώ μου ήταν η μικρογραφία όλων των άλλων. Μέσα μου περιείχα όλα τα εγώ του κόσμου. Ήμουν ένα χαρτογράφημα ψυχών. Ω! Θεέ μου! Δε θέλω να παλέψω να ζήσω. Δεν τον θέλω αυτό τον αγώνα για να φτάσω ως το τέρμα. Ένα τέρμα που ποτέ μου δεν επιδίωξα και ποτέ μου δε θα θελήσω: το θάνατο. Και με πονούσε που η αδερφή μου έφυγε έτσι, μ’ αυτό το φόβο, με αυτή τη βεβαιότητα ότι κανείς δεν μπορεί να τη νιώσει και να την καταλάβει. Κανείς ποτέ δε θα μπει κάτω από το δέρμα της. Και το δέρμα της, ήδη είχε αρχίσει να κάνει τον κύκλο του στο σύμπαν. Γινόταν φως και έτρεχε ήδη σε μια αέναη επανάληψη προς τα αστέρια. Όλα αυτά, τα ένιωθα χωρίς να το ξέρω. Ερχόντουσαν στο μυαλό μου και τα κλοτσούσα. Ήμουν μικρή, πολύ μικρή και μόνη. Απόλυτα μόνη. Μπορούσα να ζωγραφίσω τη μοναξιά με τα κατάλληλα χρώματα. Ήξερα τα χρώματα. Ήμουν τα χρώματα. Και οι σκιές. 

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Η έξοδος κινδύνου: απο την Αλκυόνη Παπαδάκη

   

“Να ονειρεύεσαι…” μου ‘λεγε ένας φίλος που μ’ αγαπούσε και με ήξερε καλά…
Τα όνειρα, συνήθως προδίδουν…
Παραπλανούν…
Καμιά φορά και σκοτώνουν…
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι…
Δεν έχει νόημα…
Δεν έχει ουσία…
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να ‘χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου…
Τότε σώζεσαι…
Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου;
Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν!
Έχει και παρακάτω…
Έχει κι άλλο…
Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!


Αλκυόνη Παπαδάκη