Από την φίλη μου Αριάδνη Μεσογείτη: ...:αφορμή στάθηκε το παραδοσιακό μας παραμύθι που δημοσιεύσαμε πρόσφατα (το κατσικάκι) για να θυμηθεί μια φίλη της κοινότητάς μας μία ιστορία που ξέρει και να την μοιραστεί με όλους μας...!!!
Ο θειος μου ο Γιάννης, μου είπε μια ιστορία που έλεγαν στο χωριό του, τη Λίμνη Ευβοίας, για κάποιον συγχωριανό τους αγρότη, που γυρνώντας ένα απόβραδο από τα χωράφια του στο χωριό, προτίμησε να κόψει δρόμο, για να προλάβει να φτάσει πριν τον πάρει η νύχτα.
Άφησε λοιπόν τη δημοσιά και πήρε ένα μονοπάτι που περνούσε από μια ερημική περιοχή μέσα στο δάσος. Του ’χαν πει πως το δάσος ήταν στοιχειωμένο, πως όποιος περνούσε νύχτα από ’κει, έχανε τα λογικά του, αλλ’ αυτός ήταν παλικάρι και δεν φοβόταν, έλεγε, τέτοια παραμύθια.
«Όλα ήταν ήσυχα, καθώς σκοτείνιαζε σιγά-σιγά το φως της μέρας. Τα πουλιά του δειλινού είχαν αποκοιμηθεί, κουρνιασμένα στα κλαδιά των δέντρων και τα νυχτόβια ζωάκια δεν είχαν ακόμη ξετρυπώσει από τις φωλιές τους για κυνήγι. Μόνο τα βήματά του ακούγονταν στο στενό μονοπάτι και το φως λιγόστευε αρκετά κάτω από τα δέντρα. Ξαφνικά κάτι ένιωσε. Δεν άκουσε άλλα βήματα εξόν από τα δικά του, μα ένιωσε μια άλλη παρουσία πίσω του και μια ψύχρα που τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. Σταμάτησε και αργά γύρισε να δει. Α, τίποτα δεν ήταν, ένα μικρό κατσικάκι είχε σταθεί στη μέση του μονοπατιού, καμιά σαρανταριά μέτρα μακριά του και τον κοιτούσε. ‘Πώς βρέθηκε το κατσικάκι τέτοια ώρα μονάχο του στο δάσος’, αναρωτήθηκε. ‘Θα ξέκοψε από το κοπάδι του κι έχασε τη μάνα του’, σκέφτηκε.
-«Το κακόμοιρο το κατσικάκι», μονολόγησε και γύρισε πάλι να φύγει. Το δάσος πύκνωνε, όσο προχωρούσε και το μονοπάτι στένευε. Τάχυνε το βήμα του, για να βγει όσο γίνεται πιο γρήγορα από την έρημη και σκοτεινή περιοχή. Κάτι όμως συνέχιζε να μην πηγαίνει καλά. Σταμάτησε πάλι και γύρισε να δει. Το κατσικάκι ήταν εκεί, όπως φαίνεται τον ακολουθούσε, μάλιστα η απόσταση μεταξύ τους είχε μικρύνει. Του φάνηκε κιόλας κάπως μεγαλύτερο. ‘Είναι που ήρθε πιο κοντά’, δικαιολόγησε την εντύπωσή του, αλλά ένιωθε, πως για κάτι δεν ήταν σίγουρος.
-«Το κακόμοιρο το κατσικάκι», είπε πάλι σιγανά και συνέχισε με γρήγορο βήμα. Ένας κρύος αέρας τον διαπέρασε, φυσώντας από πίσω του και η αίσθηση του ανεξήγητου τον έκανε να ξαναγυρίσει το κεφάλι του. Το κατσικάκι έστεκε ακίνητο στα δέκα μέτρα αυτή τη φορά. Τον κοιτούσε κατάματα και ήταν μεγάλο, σχεδόν στο μπόι του.
-«Το κακόμοιρο το κατσικάκι, το κακόμοιρο το κατσικάκι,…», άκουσε τη φράση του να επαναλαμβάνεται πολλές φορές, μόνο που δεν έβγαινε από τα δικά του χείλη, αλλά από το αλλόκοτο πλάσμα, που τον κρατούσε καρφωμένο στη γη, μαρμαρωμένο κι ανίκανο ακόμα και ν’ ανασάνει.
Το πρώτο κλαψοπούλι της νύχτας άφησε μια γουργουριστή κραυγή, δίνοντας το σύνθημα να ξυπνήσουν τα υπόλοιπα αδέρφια του, να τεντώσουν νωχελικά τις μουδιασμένες από τον ύπνο φτερούγες τους και να ανοίξουν τις φωτοευαίσθητες ματάρες τους. Τότε, τα μάγια λύθηκαν. Το κατσικάκι χάθηκε από μπροστά του και όλα γύρισαν στον τόπο τους κι έδειχναν πάλι κανονικά και συνηθισμένα. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε σ’ αυτή τη στάση. Εκείνου του φάνηκε αιώνας. Ίσως πάλι να σταμάτησε ο χρόνος και όλα να έγιναν σε μια μόνο στιγμή.
Όταν κατάφερε να φτάσει επιτέλους στο χωριό, στάθηκε στο πρώτο καφενείο που βρήκε και, ωχρός σαν το λεμόνι και παγωμένος από την τρομάρα του, διηγήθηκε τα όσα παράξενα του είχαν συμβεί. Του πρόσφεραν νερό κι ένα καραφάκι τσίπουρο, για να σταθεί στα ίσα του και να ζεσταθούν τα σωθικά του. Έκαναν το σταυρό τους μουρμουρίζοντας το ‘Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά’ και υποσχέθηκαν από μέσα τους, πως την άλλη Κυριακή οπωσδήποτε, θα παν όλοι στην εκκλησιά να λειτουργηθούν.
Πέρασαν χρόνια από τότε, το περιστατικό ειπώθηκε και ξαναειπώθηκε από στόμα σε στόμα, με παραλλαγές, μικρές ή μεγάλες. Κάποιοι είπαν ότι το κατσικάκι όταν έφτασε κοντά δεν ήταν πια κατσικάκι, αλλά τράγος μεστωμένος με κέρατα γυριστά και ένα μυτερό ίσιο γένι κάτω από το βλοσυρό μουσούδι του. Άλλοι είπαν μάλιστα πως η ανάσα του μύριζε θειάφι. Άλλοι, πως του ’πε κι άλλα, εκεί που τον κρατούσε γητεμένο, λόγια ανείπωτα, κακά, δαιμονικά, που μετά δεν τα θυμόταν, αλλά ήταν αυτά που τον άφησαν κουζουλό για όλη τη μετέπειτα ζωή του. Ένα πάντως ήταν το σίγουρο, πως έγιναν όλα πραγματικά. Αλήθεια σας λέω…»
Αριάδνη Μεσογείτη
ΥΓ απο την Αριάδνη Μεσογείτη ...είναι πανέμορφη η παράδοσή μας, και απέραντη... καλό μας βράδυ!!!
Σχόλιο απο skouliki:
Ευχαριστώ την ιντερνετική μου φίλη Αριάδνη για την τιμή που μου κάνει επιτρέποντας μου να δημοσιεύσω το έργο της εδώ!
πηγή: https://www.facebook.com/TheMythologists
Ο θειος μου ο Γιάννης, μου είπε μια ιστορία που έλεγαν στο χωριό του, τη Λίμνη Ευβοίας, για κάποιον συγχωριανό τους αγρότη, που γυρνώντας ένα απόβραδο από τα χωράφια του στο χωριό, προτίμησε να κόψει δρόμο, για να προλάβει να φτάσει πριν τον πάρει η νύχτα.
Άφησε λοιπόν τη δημοσιά και πήρε ένα μονοπάτι που περνούσε από μια ερημική περιοχή μέσα στο δάσος. Του ’χαν πει πως το δάσος ήταν στοιχειωμένο, πως όποιος περνούσε νύχτα από ’κει, έχανε τα λογικά του, αλλ’ αυτός ήταν παλικάρι και δεν φοβόταν, έλεγε, τέτοια παραμύθια.
«Όλα ήταν ήσυχα, καθώς σκοτείνιαζε σιγά-σιγά το φως της μέρας. Τα πουλιά του δειλινού είχαν αποκοιμηθεί, κουρνιασμένα στα κλαδιά των δέντρων και τα νυχτόβια ζωάκια δεν είχαν ακόμη ξετρυπώσει από τις φωλιές τους για κυνήγι. Μόνο τα βήματά του ακούγονταν στο στενό μονοπάτι και το φως λιγόστευε αρκετά κάτω από τα δέντρα. Ξαφνικά κάτι ένιωσε. Δεν άκουσε άλλα βήματα εξόν από τα δικά του, μα ένιωσε μια άλλη παρουσία πίσω του και μια ψύχρα που τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. Σταμάτησε και αργά γύρισε να δει. Α, τίποτα δεν ήταν, ένα μικρό κατσικάκι είχε σταθεί στη μέση του μονοπατιού, καμιά σαρανταριά μέτρα μακριά του και τον κοιτούσε. ‘Πώς βρέθηκε το κατσικάκι τέτοια ώρα μονάχο του στο δάσος’, αναρωτήθηκε. ‘Θα ξέκοψε από το κοπάδι του κι έχασε τη μάνα του’, σκέφτηκε.
-«Το κακόμοιρο το κατσικάκι», μονολόγησε και γύρισε πάλι να φύγει. Το δάσος πύκνωνε, όσο προχωρούσε και το μονοπάτι στένευε. Τάχυνε το βήμα του, για να βγει όσο γίνεται πιο γρήγορα από την έρημη και σκοτεινή περιοχή. Κάτι όμως συνέχιζε να μην πηγαίνει καλά. Σταμάτησε πάλι και γύρισε να δει. Το κατσικάκι ήταν εκεί, όπως φαίνεται τον ακολουθούσε, μάλιστα η απόσταση μεταξύ τους είχε μικρύνει. Του φάνηκε κιόλας κάπως μεγαλύτερο. ‘Είναι που ήρθε πιο κοντά’, δικαιολόγησε την εντύπωσή του, αλλά ένιωθε, πως για κάτι δεν ήταν σίγουρος.
-«Το κακόμοιρο το κατσικάκι», είπε πάλι σιγανά και συνέχισε με γρήγορο βήμα. Ένας κρύος αέρας τον διαπέρασε, φυσώντας από πίσω του και η αίσθηση του ανεξήγητου τον έκανε να ξαναγυρίσει το κεφάλι του. Το κατσικάκι έστεκε ακίνητο στα δέκα μέτρα αυτή τη φορά. Τον κοιτούσε κατάματα και ήταν μεγάλο, σχεδόν στο μπόι του.
-«Το κακόμοιρο το κατσικάκι, το κακόμοιρο το κατσικάκι,…», άκουσε τη φράση του να επαναλαμβάνεται πολλές φορές, μόνο που δεν έβγαινε από τα δικά του χείλη, αλλά από το αλλόκοτο πλάσμα, που τον κρατούσε καρφωμένο στη γη, μαρμαρωμένο κι ανίκανο ακόμα και ν’ ανασάνει.
Το πρώτο κλαψοπούλι της νύχτας άφησε μια γουργουριστή κραυγή, δίνοντας το σύνθημα να ξυπνήσουν τα υπόλοιπα αδέρφια του, να τεντώσουν νωχελικά τις μουδιασμένες από τον ύπνο φτερούγες τους και να ανοίξουν τις φωτοευαίσθητες ματάρες τους. Τότε, τα μάγια λύθηκαν. Το κατσικάκι χάθηκε από μπροστά του και όλα γύρισαν στον τόπο τους κι έδειχναν πάλι κανονικά και συνηθισμένα. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε σ’ αυτή τη στάση. Εκείνου του φάνηκε αιώνας. Ίσως πάλι να σταμάτησε ο χρόνος και όλα να έγιναν σε μια μόνο στιγμή.
Όταν κατάφερε να φτάσει επιτέλους στο χωριό, στάθηκε στο πρώτο καφενείο που βρήκε και, ωχρός σαν το λεμόνι και παγωμένος από την τρομάρα του, διηγήθηκε τα όσα παράξενα του είχαν συμβεί. Του πρόσφεραν νερό κι ένα καραφάκι τσίπουρο, για να σταθεί στα ίσα του και να ζεσταθούν τα σωθικά του. Έκαναν το σταυρό τους μουρμουρίζοντας το ‘Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά’ και υποσχέθηκαν από μέσα τους, πως την άλλη Κυριακή οπωσδήποτε, θα παν όλοι στην εκκλησιά να λειτουργηθούν.
Πέρασαν χρόνια από τότε, το περιστατικό ειπώθηκε και ξαναειπώθηκε από στόμα σε στόμα, με παραλλαγές, μικρές ή μεγάλες. Κάποιοι είπαν ότι το κατσικάκι όταν έφτασε κοντά δεν ήταν πια κατσικάκι, αλλά τράγος μεστωμένος με κέρατα γυριστά και ένα μυτερό ίσιο γένι κάτω από το βλοσυρό μουσούδι του. Άλλοι είπαν μάλιστα πως η ανάσα του μύριζε θειάφι. Άλλοι, πως του ’πε κι άλλα, εκεί που τον κρατούσε γητεμένο, λόγια ανείπωτα, κακά, δαιμονικά, που μετά δεν τα θυμόταν, αλλά ήταν αυτά που τον άφησαν κουζουλό για όλη τη μετέπειτα ζωή του. Ένα πάντως ήταν το σίγουρο, πως έγιναν όλα πραγματικά. Αλήθεια σας λέω…»
Αριάδνη Μεσογείτη
ΥΓ απο την Αριάδνη Μεσογείτη ...είναι πανέμορφη η παράδοσή μας, και απέραντη... καλό μας βράδυ!!!
Σχόλιο απο skouliki:
Ευχαριστώ την ιντερνετική μου φίλη Αριάδνη για την τιμή που μου κάνει επιτρέποντας μου να δημοσιεύσω το έργο της εδώ!
πηγή: https://www.facebook.com/TheMythologists
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!