Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του ΠΑΟΥΛΟ ΚΟΕΛΟ : Η ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ
Στα είκοσι τέσσερα χρόνια της, αφού έζησε όσα της επιτράπηκε να ζήσει -και δεν ήταν λίγα!-, η Βερόνικα ήταν σχεδόν σίγουρη ότι η ζωή τελείωνε με το θάνατο.
Γι' αυτό είχε επιλέξει την αυτοκτονία: επιτέλους ελευθερία. Αιώνια λήθη. Όμως, στα βάθη της καρδιάς της έμενε η αμφιβολία:
Και αν υπάρχει Θεός; Στις τόσες χιλιετίες του ανθρώπινου πολιτισμού η αυτοκτονία ήταν ταμπού, ύβρη για όλους τους θρησκευτικούς κώδικες: ο άνθρωπος παλεύει για να επιβιώνει και όχι για να παραδίνεται. Το ανθρώπινο είδος πρέπει να αναπαράγεται· η κοινωνία έχει ανάγκη από εργατικά χέρια το ζευγάρι χρειάζεται ένα λόγο για να συνεχίσει να μένει μαζί ακόμη και αφού πάψει να υπάρχει ο έρωτας· και μια χώρα χρειάζεται στρατιώτες, πολιτικούς και καλλιτέχνες.
Αν υπάρχει Θεός, κάτι που εγώ ειλικρινά δεν το πιστεύω, θα κατανοήσει ότι υφίστανται όρια σ αυτά που μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος. Ο Ίδιος δημιούργησε αυτή τη σύγχυση, με επακόλουθα την αθλιότητα, την αδικία, την πλεονεξία, τη μοναξιά. Οι προθέσεις Του πρέπει να ήταν αγαθές, όμως τα αποτελέσματα είναι μηδαμινά.
Αν υπάρχει Θεός, θα δείξει μεγαλοψυχία στα πλάσματα που θέλησαν να φύγουν πιο νωρίς απ αυτή τη Γη- μπορεί μάλιστα να ζητήσει συγνώμη που μας ανάγκασε να περάσουμε από δω.
Ποιος λογαριάζει τα ταμπού και τις δεισιδαιμονίες!
Η θρησκευόμενη μητέρα της έλεγε: «Ο Θεός γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον». Αν είναι έτσι, τότε την έστειλε σ' αυτό τον κόσμο γνωρίζοντας πολύ καλά ότι θα κατέληγε να αυτοκτονήσει, άρα δε θα Τον σκανδάλιζε η πράξη της.
Η Βερόνικα άρχισε να αισθάνεται ένα ελαφρύ ανακάτωμα, που γρήγορα χειροτέρεψε. Σε λίγα λεπτά δεν μπορούσε πια να συγκεντρωθεί στη διπλανή πλατεία, έξω απ' το παράθυρο της. Ήξερε ότι ήταν χειμώνας, γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, και ο ήλιος έδυε γρήγορα. Ήξερε ότι άλλοι άνθρωποι θα συνέχιζαν να ζουν - εκείνη τη στιγμή, ένας νεαρός περνούσε μπροστά απ' το παράθυρό της και την κοίταξε, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι εκείνη η κοπέλα ήταν στα πρόθυρα του θανάτου. Ένα συγκρότημα Βολιβιανών μουσικών (που βρίσκεται η Βολιβία; Γιατί δε ρωτούσαν αυτό τα άρθρα των περιοδικών;) έπαιζε μπροστά στο άγαλμα του Φραντσέ Πρεσέρεν, του μεγάλου Σλοβένου ποιητή που σημάδεψε βαθιά την ψυχή του λαού του.
Άραγε θα προλάβαινε να ακούσει μέχρι τέλους τη μουσική που ερχόταν από την πλατεία;
ΠΑΟΥΛΟ ΚΟΕΛΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!