Στο μεταξύ γέννησε και η ίδια της ένα παιδί, τον Αυγερινό, τον οποίο υπεραγαπούσε. Ο Αυγερινός, ήταν καλόκαρδος και δε συμφωνούσε με τη μητέρα του που μεταχειρίζονταν έτσι την αδελφή του την Πούλια. Αυτός την αγαπούσε πολύ, και προσπαθούσε να την υπερασπίζεται. Μια μέρα, η δύστροπη βασίλισσα αποφάσισε να σκοτώσει την Πούλια, για να έχει όλο το χρόνο για τον μοναχογιό της που υπεραγαπούσε. Την άκουσε που μιλούσε μόνη της ένα πουλάκι και έτρεξε να προλάβει τα κακά νέα στα δύο παιδιά. Η Πούλια άρχισε να κλαίει από τη στεναχώρια της όμως το πουλάκι της είπε πως αν κάνει αυτό που θα της πει, δεν έχει κανένα φόβο. «Την ώρα που σε λούζει και σου δένει τις κορδέλες στα μαλλιά σου, ο Αυγερινός θα έρθει και θα στις πάρει. Εσύ θα τον κυνηγήσεις τάχα για να τις πάρεις πίσω. Όταν η βασίλισσα τρέξει κι αυτή με τη σειρά της πίσω σας, φρόντισε να κρατάς στα χέρια σου μία χτένα, ένα κομμάτι σαπούνι και λίγο αλάτι. Θα τα ρίξεις με τη σειρά πίσω σου καθώς θα τρέχεις». Έτσι κι έγινε.
Η βασίλισσα πήγε να λούσει την Πούλια, ο Αυγερινός της πήρε τις κορδέλες κι εκείνη άρχισε να τρέχει πίσω του. Η βασίλισσα που τους ακολουθούσε τρέχοντας κι αυτή της έλεγε πως θα της αγοράσει καινούριες και τη φώναζε να γυρίσει πίσω, όμως τα δύο αδέλφια, πιασμένα χέρι χέρι έτρεχαν γρήγορα. Έριξαν πρώτα πίσω τους τη χτένα και έγινε ένα μεγάλο δάσος γεμάτο τσουκνίδες κι αγκάθια. Η βασίλισσα κατάφερε να το περάσει. Τότε έριξαν πίσω τους το κομμάτι το σαπούνι που μεταμορφώθηκε σε μεγάλους βράχους. Όμως η βασίλισσα κατάφερε να περάσει και τους βράχους. Τέλος έριξαν το αλάτι κι έγινε μια θάλασσα τόσο βαθειά κι απέραντη που η βασίλισσα έμεινε στην ακρογιαλιά να κοιτά πώς η Πούλια έφευγε με τον αγαπημένο της γιό.
Τα δύο αδέλφια κάθισαν λίγο να ξεκουραστούν κι ο Αυγερινός διψασμένος έσκυψε να πιει νερό από μια λακούβα που είχε κάνει η πατημασιά ενός πρόβατου. «Μην πιείς από εδώ!» του είπε η Πούλια «γιατί θα γίνεις κι εσύ πρόβατο». Ο Αυγερινός δεν την άκουσε και ήπιε. Τότε μεταμορφώθηκε σε αρνάκι. Η Πούλια προχώρησε και βρέθηκε μαζί με το αρνάκι της σε ένα βασίλειο που δεν γνώριζε. Επειδή φοβήθηκε, ανέβηκε σ' ένα δέντρο στο δάσος. Εκείνη την ώρα περνούσε το πριγκηπόπουλο και την είδε. Όσο κι αν την παρακάλεσε να κατέβει εκείνη δεν κατέβαινε με τίποτα. Ο πρίγκιπας γύρισε τότε στο παλάτι και παρακάλεσε τη σοφή μάγισσα του παλατιού να τον βοηθήσει.
Εκείνη, αφού άκουσε προσεκτικά τι είχε συμβεί, του είπε να της φέρει μία σκάφη, ένα κόσκινο, ένα σακί αλεύρι κι ένα γουρουνάκι. Τα πήρε και πήγε στο δάσος κάνοντας πως είναι μια μισότυφλη γριά. Κάθισε κάτω από το δέντρο που ήταν ανεβασμένη η Πούλια, έβαλε τη σκάφη ανάποδα, πήρε και το κόσκινο ανάποδα και άρχισε να κοσκινίζει το αλεύρι. Αυτό έπεφτε κάτω και το έτρωγε το γουρουνάκι. Η Πούλια που την είδε της φώναξε «Αλλιώς γιαγιά το κόσκινο, αλλιώς και τη σκάφη, για να μη σου τρώει το αλεύρι το γουρούνι». Εκείνη έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε τα ίδια. Η Πούλια της ξαναφώναξε «Αλλιώς γιαγιά το κόσκινο, αλλιώς και τη σκάφη, για να μη σου τρώει το αλεύρι το γουρούνι». Όταν είδε πως η γριά δεν την άκουγε, κατέβηκε να τη βοηθήσει.
Εμφανίστηκε τότε το πριγκηπόπουλο που ήταν κρυμμένο πίσω από ένα δέντρο και την άρπαξε. Την πήγε στο παλάτι και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Πούλια δέχτηκε και οι γάμοι έγιναν λαμπροί. Μόνο που στο τραπέζι σερβιρίστηκε και το αρνάκι που είχε η Πούλια μαζί της. Όταν εκείνη κατάλαβε πως η πεθερά της είχε μαγειρέψει επίτηδες το αρνάκι, στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και μάζεψε τα κοκαλάκια του και τα έθαψε στον κήπο.
Τότε, φύτρωσε μια ψηλή ροδιά που αγκάλιασε με το φύλλωμά της την Πούλια. «Από την κακιά μάνα έπεσες στην κακιά πεθερά, αδελφούλα μου» της είπε, «έλα να φύγουμε μαζί να μένουμε από δω και πέρα στον ουρανό».
Την άρπαξε λοιπόν με τα κλαδιά που άρχισαν να μακραίνουν και να μακραίνουν μέχρι που ακούμπησαν τα σύννεφα. Κι από τότε τα δύο αδέλφια, η Πούλια κι ο Αυγερινός, ζουν μαζί με τα άλλα τα αστέρια στον ουρανό και δεν μπορεί να τους πειράξει πια κανείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!