πάνε 20 και χρονιά που το είχα διαβάσει πρώτη φορά.... κι όμως ακόμα με τραβάει να το ξαναδιαβάσω!
Ο Άλκης ένοιωσε τα δάκρυα να τον πνίγουν. Και, μόλις μπήκε μέσα η Μαγδαληνή, βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο, για να μην ξεσπάσει σε λυγμούς, και τράβηξε προς τη βεράντα. Έπεσε σαν πτώμα επάνω σε μια καρέκλα και, κρύβοντας το πρόσωπό του στις παλάμες, άφησε τα δάκρυα του να χυθούν ελεύθερα, ανακουφιστικά.
Ακουμπισμένος έπειτα στα κάγκελα της βεράντας, με το κεφάλι του στηριγμένο στα χέρι, απάνω από το απριλιάτικο πανηγύρι του κήπου, που απλωνότανε κάτω από τα πόδια του, ξανάζησε, σε λίγες στιγμές, σα μέσα σ’ ένα ωραίο και θλιβερό όνειρο, όλη του τη ζωή των τελευταίων χρόνων. Η δυστυχισμένη η Στέλλα! Τι μακρινή οπτασία! Της είχε φέρει το θάνατο, γιατί δεν είχε τη δύναμη να νικήσει την τυραννία της θείας του και να της δώσει την ευτυχία που της είχε τάξει. Και ύστερα η φυγή του, το ταξίδι του, το δάσος με τα έλατα. Πόσες τύψεις, πόσες αγωνίες και πόσες χαρές! Η Μαρία ξαναζωντάνεψε μπροστά του, με τα τσίτινο χωριάτικο φορεματάκι, το κίτρινο μαντήλι στα πλούσια μαλλιά, τα λευκά, γυμνά ποδαράκια, που την έφερναν γοργά, σα δειλό ζαρκάδι, σιμά του. Μια δειλή ανεμώνη του βουνού. Γιατί να την ξεριζώσει; Γιατί να μη νικήσει το πάθος του, να δαμάσει τον εγωισμό του; Ένα αθώο θύμα. Και έπειτα ακόμα ένα άλλο... Αυτά ήτανε το φρικτότερο! Αντίκρισε τον ολέθριο έρωτά του με φρίκη. Ο εαυτός του του έκανε τρόμο. Ανασηκώθηκε, έκανε λίγα βήματα στη βεράντα και ξανάπεσε πάλι στο κάθισμά του. Ένοιωθε την ανάγκη να βγει από τον ίδιο τον εαυτό του, να ελευθερωθεί από την ίδια του φρικτή ύπαρξη.
Η ψυχή του διψούσε μια εξιλέωση. Αποφάσισε να τρέξει στο δωμάτιο της Μαρίας, να πέσει γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι της, να της ζητήσει συχώρεση, έλεος. Ύστερα κρατήθηκε. Έλεος; Γιατί; Τι θα του χρησίμευε; Μια ανανδρία λοιπόν πάλι;
Τιμιότερο θα ήτανε να μείνει ασυχώρετος, με το έγκλημά του, με την τύψη του σε όλη του τη ζωή.
Ένοιωσε διαμιάς τον εαυτό του μέσα σε μια φρικτή ερημιά, μια απομόνωση τρομακτική. «Πού είναι η Μαγδαληνή; Γιατί έφυγε από κοντά μου;» Θυμήθηκε τα λόγια της Μαρίας.
Οι άνθρωποι, όταν αντικρίζουν το θάνατο, ελευθερωμένοι από κάθε υποκρισία, μας παρουσιάζουν γυμνή την ψυχή τους. Τι σήμαιναν λοιπόν τα λόγια αυτά της Μαρίας; Θυμήθηκε, από την πείρα του των νοσοκομείων, άνδρες που στις τελευταίες τους στιγμές δε θελήσανε κοντά τους τις γυναίκες τους, μητέρεςπου ζητήσανε να φύγει από το προσκέφαλο της αγωνίας τους ένα παιδί τους, παιδιά, που, ξεψυχώντας, γύρεψαν σιμά τους μια ξένη γυναίκα, παρά τη μητέρα τους. Η Μαρία λοιπόν δεν τον ήθελε κοντά της φεύγοντας από τον κόσμο; Προτιμούσε μια υπηρέτρια, ένα φτωχό ξένο κορίτσι; Αλλά και γιατί να μην είναι έτσι; Η κόρη αυτή δεν της είχε κάνει κανένα κακό στη ζωή της. Δεν την είχε αγαπήσει όπως την είχε αγαπήσει αυτός, αλλά η αγάπη της γλυκιά και ειρηνική, της στάθηκε παρηγοριά μιας αδερφής ψυχούλας. Ενώ αυτός με την αγάπη του και την περηφάνια του... Σταμάτησε στη φρικτή αυτή σκέψη.
Ο κόσμος σε μια στιγμή του φάνηκε τρομερά άδειος. Η μοναξιά του του έκανε τρόμο.
Ούτε η Μαρία λοιπόν, ούτε το πλάσμα που είχε αγαπήσει περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο, δεν ήτανε πια γι’ αυτόν; Τον είχε αφήσει έρημο ζωντανή, πριν τον αφήσει για πάντα; Δε θα είχε λοιπόν το δικαίωμα να την ακολουθήσει ούτε με τη σκέψη του πέρα από τη ζωή; Απαράλλαχτα όπως κι εκείνη, την άλλη; Έρημος λοιπόν και στον κόσμο και πέρα από τον κόσμο, μόνος του μέσα στο άξενο χάος! Αν του ’μενε τουλάχιστον, τελευταία παρηγοριά,η αγαθή ψυχή που του είχε παρασταθεί σα φύλακας άγγελος, σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του; Η Μίνα! Αλλά κι αυτή ακόμα, κι αυτή άρρωστη, ύστερ’ από την τελευταία της αιμόπτυση, έτοιμη ίσως να τον αφήσει για πάντα, ακολουθώντας τη μικρή της φιλενάδα του δάσους στο μεγάλο ταξίδι. Η μοναξιά του του έκαμε τρόμο. Του ήρθε ίλιγγος, σα να είχε βρεθεί μετέωρος ανάμεσα ουρανού και γης. Και κλονίσθηκε να πέσει.
Η Μαγδαληνή βγήκε στη βεράντα να πάρει κάτι. Ο Άλκης πίστεψε σε κάποιο τελευταίο μήνυμα της Μαρίας, που ξεψυχούσε τόσο σιμά του και τόσο μακριά του.
— Μήπως με ζήτησε η κυρία σου; ρώτησε με λαχτάρα.
— Όχι, κύριε... είπε θλιβερά το καλό κορίτσι. Μου ζήτησε λίγο δροσερό νερό από το κανάτι.
Έμεινε πάλι μόνος. Ο Γκραφ, που ήτανε κουλουριασμένος στα πόδια του, σηκώθηκε και του σάλεψε την ουρά, κοιτάζοντάς τον λυπητερά στα μάτια. Τοαγαθό ζώο, όλον τον τελευταίο καιρό, ήτανε μελαγχολικό, σαν να καταλάβαινε πως κάποια λύπη πλάκωνε στο σπίτι.
Ο Άλκης του χάιδεψε το λιονταρίσιο κεφάλι.
— Φτωχέ μου Γκραφ, εσύ λοιπόν μου απόμεινες μονάχα στον κόσμο; Εσύ μονάχα;
Και, γέρνοντας απάνω στο κεφάλι του αγαθού ζώου, που καταλάβαινε πως ο κύριος του δεν ήτανε και τόσο κακός, όσο το είχε πιστέψει κι ο ίδιος, αναλύθηκε σε δάκρυα.
Παύλος Νιρβάνας.
Ακουμπισμένος έπειτα στα κάγκελα της βεράντας, με το κεφάλι του στηριγμένο στα χέρι, απάνω από το απριλιάτικο πανηγύρι του κήπου, που απλωνότανε κάτω από τα πόδια του, ξανάζησε, σε λίγες στιγμές, σα μέσα σ’ ένα ωραίο και θλιβερό όνειρο, όλη του τη ζωή των τελευταίων χρόνων. Η δυστυχισμένη η Στέλλα! Τι μακρινή οπτασία! Της είχε φέρει το θάνατο, γιατί δεν είχε τη δύναμη να νικήσει την τυραννία της θείας του και να της δώσει την ευτυχία που της είχε τάξει. Και ύστερα η φυγή του, το ταξίδι του, το δάσος με τα έλατα. Πόσες τύψεις, πόσες αγωνίες και πόσες χαρές! Η Μαρία ξαναζωντάνεψε μπροστά του, με τα τσίτινο χωριάτικο φορεματάκι, το κίτρινο μαντήλι στα πλούσια μαλλιά, τα λευκά, γυμνά ποδαράκια, που την έφερναν γοργά, σα δειλό ζαρκάδι, σιμά του. Μια δειλή ανεμώνη του βουνού. Γιατί να την ξεριζώσει; Γιατί να μη νικήσει το πάθος του, να δαμάσει τον εγωισμό του; Ένα αθώο θύμα. Και έπειτα ακόμα ένα άλλο... Αυτά ήτανε το φρικτότερο! Αντίκρισε τον ολέθριο έρωτά του με φρίκη. Ο εαυτός του του έκανε τρόμο. Ανασηκώθηκε, έκανε λίγα βήματα στη βεράντα και ξανάπεσε πάλι στο κάθισμά του. Ένοιωθε την ανάγκη να βγει από τον ίδιο τον εαυτό του, να ελευθερωθεί από την ίδια του φρικτή ύπαρξη.
Η ψυχή του διψούσε μια εξιλέωση. Αποφάσισε να τρέξει στο δωμάτιο της Μαρίας, να πέσει γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι της, να της ζητήσει συχώρεση, έλεος. Ύστερα κρατήθηκε. Έλεος; Γιατί; Τι θα του χρησίμευε; Μια ανανδρία λοιπόν πάλι;
Τιμιότερο θα ήτανε να μείνει ασυχώρετος, με το έγκλημά του, με την τύψη του σε όλη του τη ζωή.
Ένοιωσε διαμιάς τον εαυτό του μέσα σε μια φρικτή ερημιά, μια απομόνωση τρομακτική. «Πού είναι η Μαγδαληνή; Γιατί έφυγε από κοντά μου;» Θυμήθηκε τα λόγια της Μαρίας.
Οι άνθρωποι, όταν αντικρίζουν το θάνατο, ελευθερωμένοι από κάθε υποκρισία, μας παρουσιάζουν γυμνή την ψυχή τους. Τι σήμαιναν λοιπόν τα λόγια αυτά της Μαρίας; Θυμήθηκε, από την πείρα του των νοσοκομείων, άνδρες που στις τελευταίες τους στιγμές δε θελήσανε κοντά τους τις γυναίκες τους, μητέρεςπου ζητήσανε να φύγει από το προσκέφαλο της αγωνίας τους ένα παιδί τους, παιδιά, που, ξεψυχώντας, γύρεψαν σιμά τους μια ξένη γυναίκα, παρά τη μητέρα τους. Η Μαρία λοιπόν δεν τον ήθελε κοντά της φεύγοντας από τον κόσμο; Προτιμούσε μια υπηρέτρια, ένα φτωχό ξένο κορίτσι; Αλλά και γιατί να μην είναι έτσι; Η κόρη αυτή δεν της είχε κάνει κανένα κακό στη ζωή της. Δεν την είχε αγαπήσει όπως την είχε αγαπήσει αυτός, αλλά η αγάπη της γλυκιά και ειρηνική, της στάθηκε παρηγοριά μιας αδερφής ψυχούλας. Ενώ αυτός με την αγάπη του και την περηφάνια του... Σταμάτησε στη φρικτή αυτή σκέψη.
Ο κόσμος σε μια στιγμή του φάνηκε τρομερά άδειος. Η μοναξιά του του έκανε τρόμο.
Ούτε η Μαρία λοιπόν, ούτε το πλάσμα που είχε αγαπήσει περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο, δεν ήτανε πια γι’ αυτόν; Τον είχε αφήσει έρημο ζωντανή, πριν τον αφήσει για πάντα; Δε θα είχε λοιπόν το δικαίωμα να την ακολουθήσει ούτε με τη σκέψη του πέρα από τη ζωή; Απαράλλαχτα όπως κι εκείνη, την άλλη; Έρημος λοιπόν και στον κόσμο και πέρα από τον κόσμο, μόνος του μέσα στο άξενο χάος! Αν του ’μενε τουλάχιστον, τελευταία παρηγοριά,η αγαθή ψυχή που του είχε παρασταθεί σα φύλακας άγγελος, σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του; Η Μίνα! Αλλά κι αυτή ακόμα, κι αυτή άρρωστη, ύστερ’ από την τελευταία της αιμόπτυση, έτοιμη ίσως να τον αφήσει για πάντα, ακολουθώντας τη μικρή της φιλενάδα του δάσους στο μεγάλο ταξίδι. Η μοναξιά του του έκαμε τρόμο. Του ήρθε ίλιγγος, σα να είχε βρεθεί μετέωρος ανάμεσα ουρανού και γης. Και κλονίσθηκε να πέσει.
Η Μαγδαληνή βγήκε στη βεράντα να πάρει κάτι. Ο Άλκης πίστεψε σε κάποιο τελευταίο μήνυμα της Μαρίας, που ξεψυχούσε τόσο σιμά του και τόσο μακριά του.
— Μήπως με ζήτησε η κυρία σου; ρώτησε με λαχτάρα.
— Όχι, κύριε... είπε θλιβερά το καλό κορίτσι. Μου ζήτησε λίγο δροσερό νερό από το κανάτι.
Έμεινε πάλι μόνος. Ο Γκραφ, που ήτανε κουλουριασμένος στα πόδια του, σηκώθηκε και του σάλεψε την ουρά, κοιτάζοντάς τον λυπητερά στα μάτια. Τοαγαθό ζώο, όλον τον τελευταίο καιρό, ήτανε μελαγχολικό, σαν να καταλάβαινε πως κάποια λύπη πλάκωνε στο σπίτι.
Ο Άλκης του χάιδεψε το λιονταρίσιο κεφάλι.
— Φτωχέ μου Γκραφ, εσύ λοιπόν μου απόμεινες μονάχα στον κόσμο; Εσύ μονάχα;
Και, γέρνοντας απάνω στο κεφάλι του αγαθού ζώου, που καταλάβαινε πως ο κύριος του δεν ήτανε και τόσο κακός, όσο το είχε πιστέψει κι ο ίδιος, αναλύθηκε σε δάκρυα.
Παύλος Νιρβάνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!