Το ποίημα αναφέρεται σε ένα παλαιό πρόβλημα του ελληνικού κόσμου: τον ξενιτεμό. Αφιερωμένο λοιπόν σε όλους τους ξενιτεμένους μας!
Πουλάκι
Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο,
πουλί χαμένο,
πού να σταθώ;
Πού να καθίσω
να ξενυχτήσω,
να μη χαθώ;
Βραδιάζ’ η μέρα,
σκοτάδι παίρει,
και δίχως ταίρι
πού να σταθώ;
Πού να φωλιάσω,
σε ξένο δάσο
να μη χαθώ;
Η μέρα φεύγει.
Η νύχτα βιάζει
να ησυχάζει
κάθε πουλί.
Εγώ στενάζω,
το ταίρι κράζω,
ξένο πουλί.
Κοιτάζω τ’ άλλα
πουλιά ζευγάρι
αυτήν τη χάρη
δεν έχω πλια.
Νύχτα με δέρει
με δίχως ταίρι,
χωρίς φωλιά.
Γυρίζω να ’βρω
πού να καθίσω
να ξενυχτήσω
καν μοναχό.
Κάθε κλαράκι
βαστάει πουλάκι
ζευγαρωτό.
Δεν με γρωνίζουν,
κι εδώ με διώχνουν
κι εκεί μ’ αμπώχνουν
Πού να σταθώ;
Αχ, πώς να γένω,
πού να πηγαίνω,
να μη χαθώ;
Λυγάν οι κλάδοι,
τα φύλλα σειούνται,
γλυκοτσιμπιούνται
τ’ άλλα πουλιά.
Κι εγώ το ξένο
το πικραμένο,
χωρίς φωλιά.
Από ’να σ’ άλλο
πετάω δενδράκι,
να βρω κλαράκι
για να σταθώ,
για ν’ ακουμπήσω,
να ξενυχτήσω,
να μη χαθώ.
Απορριμμένο
σε άγρι’ αγκάθια
πικρά μου πάθια
και ξενιτιές,
θρηνώντας μένω,
κι εκεί διαβαίνω
κακές νυχτιές.
Ιωάννης Βηλαράς
O Ιωάννης Βηλαράς έζησε στα Γιάννενα την εποχή του Αλή πασά και ήρθε σε επαφή με τους λαϊκούς ανθρώπους και τη δημοτική ποίηση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!