Πολύ λυπημένο, το μικρό τσατσατατούτου πάει στο βασιλιά των πουλιών, το Φοίνικα :
"Μεγαλειότατε, σας ικετεύω να με βοηθήσετε και να τιμωρήσετε το ποντίκι που σκότωσε τα δυο παιδιά μου". Όμως ο Φοίνικας, περιφρονώντας το μικρό πουλί, το διώχνει λέγοντας: "Πώς τολμάς να μ' ενοχλείς για δυο ασήμαντα αυγά; Εσύ σαν γονιός έπρεπε να φροντίζεις ο ίδιος για τα παιδιά σου. Το φταίξιμο είναι όλο δικό σου". Το μικρό Τσατσατατούτου, απογοητευμένο, λέει του Φοίνικα: "Εγώ ήρθα σε σας, τον άρχοντα των πουλιών, για να βρω δικαιοσύνη και σεις μου λέτε πως κάνω πολλή φασαρία για ασήμαντα πράγματα. Πολλές φορές, ωστόσο, και τα πιο ασήμαντα πράγματα μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη δυστυχία".
Όμως, ο Φοίνικας δεν άκουγε πια το μικρό πουλί, που γύρισε έτσι περίλυπο στη φωλιά του και σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα προστάτευε το τελευταίο του αυγό. Του ήρθε τότε μια ωραία ιδέα: ξεριζώνει από το λιβάδι ένα δυνατό καλάμι, το ξύνει μπροστά σαν βέλος και κρύβεται πίσω από ένα θάμνο δίπλα στη φωλιά του περιμένοντας. Μετά από λίγη ώρα, όταν το ποντίκι φάνηκε κι άρχισε να πλησιάζει τη φωλιά, το μικρό Τσατσατατούτου πετάχτηκε από την κρυψώνα του και του κατάφερε ένα φοβερό χτύπημα.
Το ποντίκι, σκούζοντας από τον πόνο και την τρομάρα, πέφτει και προσγειώνεται μέσα στο ρουθούνι του λιονταριού που κοιμόταν στην όχθη της λίμνης.
Τρομαγμένο το λιοντάρι, μέσα στον ύπνο του, βουτάει στο νερό και τρέχοντας σαν σίφουνας πέφτει πάνω στο δράκο που ραχάτευε αμέριμνα.
Ο αγαθός δράκος, που νόμιζε πως το λιοντάρι τού επιτίθεται, πηδάει με φόρα απ' το νερό ψηλά στον αέρα και με τη μακριά ουρά του γκρεμίζει τη φωλιά του Φοίνικα σπάζοντας το αυγό που βρισκόταν μέσα.
Ο Φοίνικας, έξαλλος, ορμάει στο δράκο φωνάζοντας: "Άθλιε, τι σου έκανα και κατέστρεψες τη φωλιά και το πολύτιμο αυγό μου;".
Σαστισμένος ο δράκος λέει του Φοίνικα: "Δεν φταίω εγώ. Εγώ κολυμπούσα αμέριμνα όταν όρμησε καταπάνω μου το λιοντάρι να με κατασπαράξει. Πετάχτηκα απ' τον τρόμο μου και η κακή τύχη το 'θελε να πέσω στη φωλιά σας. Ο μόνος υπεύθυνος είναι το λιοντάρι".
Πάει τότε ο Φοίνικας στο λιοντάρι κι αρχίζει να το κατηγορεί, όμως το λιοντάρι λέει του Φοίνικα : "Τι φταίω εγώ; Εγώ κοιμόμουνα κι ήρθε το ποντίκι και χώθηκε μέσα στο ρουθούνι μου. Τρόμαξα κι εγώ κι έτσι έπεσα πάνω στο δράκο. Το ποντίκι φταίει και κανένας άλλος".
Πετάει τότε ο Φοίνικας, βρίσκει το ποντίκι και αρχίζει να του φωνάζει γεμάτος οργή, μα το ποντίκι τρέμοντας του λέει: "Δεν φταίω εγώ, μεγαλειότατε, αλλά το Τσατσατατούτου που με χτύπησε με ένα βέλος και μ' έκανε να πέσω στο ρουθούνι του λιονταριού. Το Τσατσατατούτου έχει όλη την ευθύνη". Φουρκισμένος ο Φοίνικας τραβάει γραμμή για τη φωλιά του Τσατσατατούτου.
Όμως, ο Φοίνικας δεν άκουγε πια το μικρό πουλί, που γύρισε έτσι περίλυπο στη φωλιά του και σκεφτόταν με ποιον τρόπο θα προστάτευε το τελευταίο του αυγό. Του ήρθε τότε μια ωραία ιδέα: ξεριζώνει από το λιβάδι ένα δυνατό καλάμι, το ξύνει μπροστά σαν βέλος και κρύβεται πίσω από ένα θάμνο δίπλα στη φωλιά του περιμένοντας. Μετά από λίγη ώρα, όταν το ποντίκι φάνηκε κι άρχισε να πλησιάζει τη φωλιά, το μικρό Τσατσατατούτου πετάχτηκε από την κρυψώνα του και του κατάφερε ένα φοβερό χτύπημα.
Το ποντίκι, σκούζοντας από τον πόνο και την τρομάρα, πέφτει και προσγειώνεται μέσα στο ρουθούνι του λιονταριού που κοιμόταν στην όχθη της λίμνης.
Τρομαγμένο το λιοντάρι, μέσα στον ύπνο του, βουτάει στο νερό και τρέχοντας σαν σίφουνας πέφτει πάνω στο δράκο που ραχάτευε αμέριμνα.
Ο αγαθός δράκος, που νόμιζε πως το λιοντάρι τού επιτίθεται, πηδάει με φόρα απ' το νερό ψηλά στον αέρα και με τη μακριά ουρά του γκρεμίζει τη φωλιά του Φοίνικα σπάζοντας το αυγό που βρισκόταν μέσα.
Ο Φοίνικας, έξαλλος, ορμάει στο δράκο φωνάζοντας: "Άθλιε, τι σου έκανα και κατέστρεψες τη φωλιά και το πολύτιμο αυγό μου;".
Σαστισμένος ο δράκος λέει του Φοίνικα: "Δεν φταίω εγώ. Εγώ κολυμπούσα αμέριμνα όταν όρμησε καταπάνω μου το λιοντάρι να με κατασπαράξει. Πετάχτηκα απ' τον τρόμο μου και η κακή τύχη το 'θελε να πέσω στη φωλιά σας. Ο μόνος υπεύθυνος είναι το λιοντάρι".
Πάει τότε ο Φοίνικας στο λιοντάρι κι αρχίζει να το κατηγορεί, όμως το λιοντάρι λέει του Φοίνικα : "Τι φταίω εγώ; Εγώ κοιμόμουνα κι ήρθε το ποντίκι και χώθηκε μέσα στο ρουθούνι μου. Τρόμαξα κι εγώ κι έτσι έπεσα πάνω στο δράκο. Το ποντίκι φταίει και κανένας άλλος".
Πετάει τότε ο Φοίνικας, βρίσκει το ποντίκι και αρχίζει να του φωνάζει γεμάτος οργή, μα το ποντίκι τρέμοντας του λέει: "Δεν φταίω εγώ, μεγαλειότατε, αλλά το Τσατσατατούτου που με χτύπησε με ένα βέλος και μ' έκανε να πέσω στο ρουθούνι του λιονταριού. Το Τσατσατατούτου έχει όλη την ευθύνη". Φουρκισμένος ο Φοίνικας τραβάει γραμμή για τη φωλιά του Τσατσατατούτου.
"Με θυμάστε καθόλου;" το ρωτάει επιτιμητικά το μικρό πουλί. "Όταν ήρθα να σας ζητήσω βοήθεια, με διώξατε και μου είπατε πως κάθε πουλί πρέπει να προσέχει μόνο του τα αυγά του. Άκουσα κι εγώ τα λόγια σας κι υπερασπίστηκα όπως νόμιζα καλύτερα τη φωλιά μου, χτυπώντας το ποντίκι με το βέλος. Σας είχα προειδοποιήσει ότι από τα πιο ασήμαντα πράγματα μπορεί να 'ρθουν μεγάλες συμφορές, σεις όμως δεν καταδεχτήκατε να με ακούσετε. Ποιος φταίει λοιπόν για όλα; Ποιος;"
Στα λόγια αυτά ο Φοίνικας δεν βρήκε τι να απαντήσει και ντροπιασμένος πέταξε μακριά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!