Αν σε μισήσουν: αγάπησέ τους, Αν σε πληγώσουν: λάτρεψέ τους, Αν σε πικράνουν: συγχώρεσέ τους... Μην ξεχνάς: ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

απόσπασμα από το: ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ του ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ


.

............ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ ...............

Ο καπτα-Βασίλης κάνει στην αρχή να γυρίσει πίσω – θέλει να την νικήσει την επιθυμία, ίσαμε το τέλος, να μην την πάρει κι αυτή τη μαχαιριά: να μην παρασταθεί σ’ ένα ακόμα καΐκι, ξένο καΐκι, που πέφτει πρωτοτάξιδο στη θάλασσα. Μα η δύναμη είναι ακαταμάχητη και τον σέρνει.
Κατεβαίνει τα σκαλιά. Προχωρεί προς τον ταρσανά. Λέει να χωθεί μες στο πλήθος, να χαθεί μέσα του.
Μα δεν πρόφταξε: Ο κουλός ψαράς ξεκόβει απ’ το λαό ξεπροβοδίζει τον «Άγιο Κήρυκο»,  έρχεται μπροστά του και τον σταματά. Τα μάτια του είναι πικραμένα, είναι θολά απ’ τη λύπη.  
- Εσύ το ’καμες; λέει και κοιτάζει τον καπετάνιο κατάματα. Ο καπετάνιος πολεμά μια στιγμή να ξεφύγει, να μη δώσει απόκριση. Μα ο κουλός ψαράς βρίσκει τη δύναμη να τον κρατήσει απ’ το μανίκι.
- Εσύ το ’καμες; ρωτά επίμονα.
- Ναι, βρε! Εγώ!
Ο ψαράς αφήνει να πέσει το γερό χέρι του που κρατούσε το μανίκι του αλλουνού. Είναι πολύ, πολύ λυπημένος.
- Ε, μωρέ καπτα-Βασίλη! λέει. Πού έφταξες μωρέ καπτα-Βασίλη! Πού έφταξες!
Πού έφταξε, του λέει. Να βγάλει τα φτερά από ένα πουλί, από ένα γλάρο που ήταν να φύγει!
- Και μ’ αυτό τι κέρδισες; Τι σε πείραζε που θα ’φευγε το πουλί; Κοίταξε το!
Γυρίζουν και κοιτάζουν. Ο «Άγιος Κήρυκος» τρίζοντας πάνου στα ξύλα ολοένα γλιστρά, ολοένα κατεβαίνει στη θάλασσα. Τα παλικάρια που δουλεύουν στο παλάγκο κρατούν το πάσο «Ε! ε! ε! Γεια! Ε! ε! ε! Γεια!» Η πλώρη του καϊκιού κοντεύει τώρα ν’ αγγίξει το νερό. Η ώρα του καλοκαιριού είναι γαλάζια. Τρέμει το φως στον αγέρα. Ανεβασμένα στην πλώρη του «Άγιου Κήρυκου», κάμποσα μωρά χοροπηδούν και αλαλάζουν όσο το σκαρί κοντεύει στη θάλασσα. Είναι εκεί πάνου και τα παιδιά του καπτα-Βασίλη. Πηδούν κι αυτά και φωνάζουν, έχοντας μαζί τους και το Τζανή. Ο γλάρος είναι σαν να τα ’χει χαμένα μες σ’ αυτό το  πατιρντί. Στριφογυρνά μες στα ποδάρια των παιδιών, και για να μην τον πατήσουν κάνει να  ξεφύγει πότε από δω πότε από κει. Κάποτε φτάνει ίσαμε την κουπαστή αποφασισμένος να  πηδήξει στη γη και να γλιτώσει. Μα εκεί, γύρω στο καΐκι, μπροστά στην πλώρη του είναι ο  λαός, είναι το τσούρμο που φωνάζει γυρίζοντας το παλάγκο, είναι κόλαση.
 - Κοίταξέ το, μωρέ καπτα-Βασίλη! λέει ο μπαρμπα-Σταύρος πικραμένα. Κοίταξέ το! Το δίκασε να ρέβει πάλι στη στεριά. Τη στιγμή που θα μπορούσε τώρα να πετά…
Αυτά λέει και κάνει να πάει στο καΐκι, να πάρει το πουλί. Μα την ίδια στιγμή τον σταμάτησε η κραυγή:
 - Ο γλάρος! Ο γλάρος! φώναζαν τα παιδιά.
Κι ευθύς αμέσως άλλη φωνή, πιο τρομαγμένη.
- Αχ!
- Πάει! Πάει ο γλάρος!
Ο καπτα-Βασίλης κι ο κουλός ψαράς βλέπουν τους ανθρώπους του τσούρμου να σκύβουν εκεί  προστά στην καρένα, στην πλώρη του καϊκιού. Το παλάγκο σταμάτησε. Δεν ακούγεται πια η φωνή «Ε! ε! ε! Γεια» Σταμάτησε.  Τι έγινε;
Σπρώχνοντας το λαό ο μπαρμπα-Σταύρος, πίσω του ο καπτα-Βασίλης τρέχουν να παν κοντά στον «Άγιο Κήρυκο» να δουν. Φτάνουν με δυσκολία. Σκύβουν και βλέπουν. Η καρένα του καϊκιού, γλιστρώντας πάνω στα ξύλα είχε πλακώσει το πουλί όπως έπεσε τρομαγμένο απ’ την πλώρη. Φαίνεται πως μπλέχτηκε πρώτα η φτερούγα του, το πουλί έκαμε να τιναχτεί και να ξεφύγει, μα ο «Άγιος Κήρυκος» με τη φόρα που είχε γλίστρησε κι έπεσε πάνου στο ένα ποδάρι του γλάρου.
- Πλάκωσε το γλάρο! Μαντζάκωσε το γλάρο!- Αχ! Δέστε! Δέστε! τσίριζαν οι γυναίκες κι όλες στριμώχνουνταν για να δουν το πρωτόφαντο θέαμα.
Ο γλάρος με το φοβερό πόνο του πλακωμένου ποδαριού του ζούσε τις τελευταίες ώρες του. Κάπου κάπου το σώμα τιναζόταν, κινημένο απ’ το ένστιχτο, για να ξεφύγει· έκανε σαν λαχανιασμένος, σαν να ξεψυχούσε. Έβγαζε μια ψιλή φωνή και πάλι σώπαινε. Μονάχα τα μάτια του μένα αμέτοχα σ’ αυτή την οδύνη. Στέκαν έτσι, σαν αδιάφορα – κάθε τόσο μόνο σφαλνούσαν για ν’ αφήσουν τον κίτρινο κύκλο τους να δεθεί πιο δυνατά με το άσπρο χρώμα του λαιμού.
- Τι να γίνει; Τι να γίνει; ακούονταν φωνές από δω, από κει.
- Γίνεται να πάει το καΐκι πίσω; ρώτησε μια γυναίκα.
- Όχι! Δεν πάει το καΐκι πίσω! είπε ένας ναύτης. Δε θα ’ναι σε καλό! Το καΐκι θα πάει μπρος!
- Αλέστα! είπε ο καπετάνιος του «Άγιου Κήρυκου».
- Κρίμα είναι καπετάνιο μου, είπε η γυναίκα του. Είναι κρίμα ο γλάρος.
- Τραβήξτε τον! Κι ας μείνει το ποδάρι του! είπε νευριασμένος ο άντρας.
Ο κουλός ψαράς σκυμμένος πάνου απ’ το γλάρο του σαν να τα ’χει χαμένα. Δεν ξέρει τι να κάμει. Ακούει τις φωνές του πλήθους, γύρω του. Φέρνει το χέρι του και χαϊδεύει το πουλί του, αλαφρά, σαν να είναι φόβος αν το αγγίξει πολύ να βάλει κι άλλο πόνο στο αβάσταχτο μαρτύριό του.
- Τζανή, καημένε Τζανή… μουρμουρίζει. Τι να σου κάνω;
Τι να του κάμει; Ακούει από πάνω του τις φωνές των ανθρώπων που ολοένα γίνουνται πιο βιαστικοί.
- Άιντε! Άιντε! Να τελειώνουμε!
- Στέκα στην μπάντα! ακούει τη φωνή του καπετάνιου του καϊκιού. Στέκα να τον τραβήξω.
- Όχι! Όχι! τρέχει ο μπαρμπα-Σταύρος. Αν τον τραβήξεις, το μισό ποδάρι του θα μείνει κάτου απ’ την καρένα…
- Δεν πα να μείνει!
Τραβά το μαχαίρι απ’ τη μέση του. Είναι μια μικρή κάμα γυαλιστερή, το μανίκι είναι μαύρο.
Ο καπτα-Βασίλης γονατίζει πάνου απ’ το γλάρο. Ατάραχα, αμίλητα καρφώνει το πουλί στο στήθος, κάτου απ’ το λαιμό. Μονομιάς τα μάτια του πουλιού βασιλεύουνε. Το σώμα του δε σπαράζει πια. Το αίμα του  που τρέχει πιτσιλά την καρένα. Ο καπτα-Βασίλης κόβει το πλακωμένο ποδάρι του γλάρου κι
ύστερα αποθέτει το σκοτωμένο πουλί στον άμμο, ήσυχα, στα ποδάρια του μπαρμπα-Σταύρου.
Κάνει τόπο με τα χέρια του μες στον κόσμο, τον παραμερίζει και φεύγει.
- Αλέστα! ακούγεται η φωνή του καπετάνιου του «Άγιου Κήρυκου» που προστάζει το τσούρμο του να βάλει μπρος το παλάγκο.
Τότε ο καπτα-Βασίλης, αμίλητος ίσαμε κείνη την ώρα, σαλεύει. Αργά. Πιάνει απ’ τον ώμο τον κουλό ψαρά και τον σηκώνει, τον παραμερίζει. Στα μάτια του ζει μια ανάκατη ώρα: ένας τόνος αυστηρός, σκληρός, ποτισμένος με πίκρα, αμίλητη πίκρα. Σκύβει.
- Είναι σε καλό! Είναι σε καλό! φωνάζουν οι γυναίκες έξαλλες. Το αίμα του γλάρου έβαψε την καρένα του! Σε καλό!
Από βαθιά, απ’ τους μυθικούς χρόνους της Ελλάδας έρχεται η μνήμη της σπονδής στους θεούς με αίμα ζεστό.  Απομεσήμερο. Ήσυχα που είναι στο Τουρκολίμανο! Τίποτα δε θυμίζει το πρωινό της ίδιας μέρας, όταν ο «Άγιος Κήρυκος» έπεφτε στο γιαλό. Τώρα όλα φαίνουνται σαν να κοιμούνται.
Ο «Άγιος Κήρυκος», έχοντας σιάρει τα χρωματιστά σινιάλα του σαλεύει έρημος ράθυμος απ’το λίγο κύμα. Στη μέση του λιμανιού ένας ψαράς δουλεύει με τη μακριά απόχη του, την τσουγκράνα, να βγάλει καραβίδες απ’ το βυθό. Καταπώς παίζει το κοντάρι ο ψαράς τεντώνει το κορμί του με μια επίμονη ρυθμική κίνηση, θέλοντας να δαμάσει την αντίσταση του νερού, την αντίσταση του βυθού. Είναι σαν μια κίνηση ερωτική. Από πάνου περνάν οι γλάροι. Λάμνει άσκοπα και σεργιανά ανάμεσα στις σαμαντούρες του λιμανιού, απ’ ανατολή σε δύση, ο κουλός ψαράς.
Σ’ ένα μικρό χωμάτινο ύψωμα, πλάι απ’ την καλύβα του καπτα-Βασίλη καθισμένα τα δυο παιδιά του κάτι παίζουν, κάτι κάνουν. Τα είδε, πήγε κοντά του κι ο πατέρας τους. Κάτι τους ρώτησε. Του είπαν. Κάθισε. Δε μιλά.
 Το ένα παιδί λέει:
- Εδώ ανέβαινε και κοίταζε το πέλαγο, τους άλλους γλάρους.
- Είπαμε πως εδώ θα ’ναι καλύτερα να τον θάψουμε, λέει το άλλο παιδί και σιάζει το χώμα, το μικρό τάφο οπού βάλανε το γλάρο.
Ο καπτα-Βασίλης δε μιλά. Είναι εκεί πλάι του βότσαλα. Ασυναίσθητα παίρνει ένα ένα τα βότσαλα, είναι σαν αφαιρεμένος, τα βάζει το ένα πλάι στ’ άλλο, πάνου απ’ το χώμα. Στην αρχή μια γραμμή, ύστερα άλλη, ύστερα δυο άλμπουρα, ύστερα τα πανιά, δυο μεγάλα, ύστερα οι φλόκοι – όλα γραμμές άγαρμπες, καμωμένες με βότσαλα πάνου στον τάφο του γλάρου........................
Ηλίας Βενέζης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!