Θέλω να λύσω τα μαλλιά σου. Όχι, μην κινηθείς από τη θέση αυτή της Καλλονής. Θέλω πάλι να λύσω όλα τα μαλλιά σου, θέλω να τα λύσω επάνω στο πρόσωπό σου, και τώρα που λίγο λίγο έρχεται παντού και μας γεμίζει η νύκτα και μας θάπτει, θέλω να προφθάσω να ιδώ και να κρατήσω πάλι στη μνήμη μου την εικόνα σου, βουτηγμένη και σαν υγρή μέσα στο ξανθό αυτό ηλιοβασίλευμα των μαλλιών σου.
Τα δάκτυλά μου φρικιούν, αλλά θα τους λύσω όλους τους πλοκάμους και θα τους σείσω σιγά και θα τους αφήσω να πέσουν γύρω στο κεφάλι σου· και θα σε φιλήσουν – είναι οι μόνοι που δεν τους ζηλεύω – και θα σε ανατριχιάσουν με όλα των τα χρυσονήματα, και θα αναδύσει και θα σηκωθεί το πρόσωπόν σου άυλο μέσα στον τρελλό του πληθυσμό, και θα μεταβληθεί το κεφάλι σου όλο σε ένα αναβρυτήριο ζωντανό βροχής χρυσής.
Και έπειτα, αφού η ωχρότης όλη του προσώπου σου αναλάμψει μυστική μέσα στη χρυσή τους αναλαμπή, και αφού το σκοτάδι μάς πλημμυρίσει, πλημμυρίσει και αδελφωθεί με τη λήθη του κρεβατιού μας, θα βυθίσω τότε τα χέρια μου βαθιά μέσα στα μαλλιά σου, και θα πλησιάσω το κεφάλι μου στο δικό σου, και θα κολλήσω τα χείλη μου και θα πιω από την πηγή την αστείρευτη την πετρωμένη του χρυσού, και θα χορτάσω από ηδονή.
Γιατί τα μαλλιά σου είναι η αληθινή, η πλούσια και βαθύτερη πηγή, από την οποίαν πίνω όλα τα φίλτρα και αντλώ όλη τη λήθη και όλα της ηδονής τα όνειρα. Τα μαλλιά σου μου χαρίζουν μίαν φρικίασιν ολοκληρωτική, μίαν φρικίασιν τελεία, που εναγκαλίζεται όλας μου τας αισθήσεις.
Η γοητεία που σταλάζουν αι τρίχες σου, είναι μια πολύμορφη και καθρεπτίζεται εις το σώμα μου ολόκληρο.
Με το χρώμα των, και με το φως των, και με τας αντανακλάσεις των, και με τις μυστικές σκιές των, και με τας ενώσεις τας χιλίας των χρυσών κλωστών των, και με τας τρέλλας των μαιάνδρων, και με τας περιπλοκάς και τους πλοκάμους των, μας χύνουν μία θωπεία υλική και απαλή στα μάτια. Η επαφή των είναι η διαρκής φρικίασις των χειρών μου, και σείει το σήμαντρον της ευαισθησίας μου όλης, και μιλεί εις όλα μου τα μέλη, εις όλα μου τα νεύρα, και ξυπνά όλη τη χαρά της επιδερμίδος μου. Είναι και το μύρον τους, ένα μύρο που μόνο με αρμονίαν μουσικήν ημπορώ να παραβάλω, το μύρον τους το οποίον μου έρχεται με ισόχρονα κύματα σαν παλμός γενναίου αίματος, και μου πλημμυρεί την όσφρησι με χίλια αρώματα, που δεν ανήκουν σε κανένα της φύσεως βασίλειο, που κανένα άνθος δεν γνώρισε ποτέ, αρώματα ψυχής φευγαλέα και απροσδιόριστα, αιθέρες ηδονής.
Και γι’ αυτό έχω πάντα την αίσθησι, τη μικτή από φόβο και από περιέργεια, ότι αν αναποδογυρίσω το κεφάλι μου επάνω εις τα μαλλιά σου και μείνω, ημπορώ να μεθύσω· και έχω το φόβο όταν κοιμούμαι κοντά σου, όταν μου δίνεις το προσκέφαλο των μαλλιών σου, όταν ξαλαφρώνεσαι από το χρυσό σου στέμμα και μου το παραδίνεις ολόκληρο, ότι το κεφάλι μου θα χορτάσει από την μυρωδιά και θα ναρκωθεί, και ότι ο αέρας θα μου λείψει, και ότι θα μου δώσουν τα μαλλιά σου το λήθαργο τον οποίον δίδουν οι ύπνοι κάτω από μεγάλα δένδρα δηλητηριώδη, και την ασφυξία που δίδουν τα υπνωτήρια τα πλημμυρισμένα από άνθη, και ότι ημπορούσε το κεφάλι σου να μου χαρίσει ένα θάνατο γλυκό, ένα προσκέφαλο αιωνίας υπνώσεως.
Και την φοβούμαι την κόμη σου.
Την άλλη φορά, στην επαφή των μαλλιών σου, μου εφάνηκε ότι το αίμα εφοβείτο και απεσύρετο από τα δάκτυλά μου, και χίλιες γλώσσες των τριχών σου με έγλειφαν και μου επροξενούσαν στην αφή χίλιες φρικιάσεις των θηλών, και μου εφάνηκε ότι στο σκοτάδι και στη νύκτα τα μαλλιά σου εζωντάνευσαν και εκινινούντο, εσείοντο σαν απέραντο δάσος θορυβούν και ψιθυρίζον, και στην ζωή του την μυστική και ξαφνική εφρικίασα, όπως εμπροστά σε απρόοπτη εμφάνισι.
Και παρηγορούμαι μόνον διότι μου φαίνεται ότι όταν τα σώματά μας ενωθούν, όταν τα φιλήματά μας οδυνηρά πλέον εγγίσουν τας ψυχάς μας, όταν τα χέρια μας αναζητούντα αβεβαίως και σπασμωδικώς την ηδονή, περάσουν, νικήσουν την επιδερμίδα και θωπεύσουν τας ρίζας των νεύρων, όταν βυθιστώ εις το σώμα σου βαθιά και ψαύσω τας πηγάς της ζωής τας σκοτεινάς, οπόταν πλέον τίποτε από τας Σφίγγας της γοητείας, που σε περιτριγυρίζουν δεν θα μου μείνει κρυφό – τότε θα μου έλθει αιφνίδια και υπέροχος η συνείδησις της ζωής της βαθιάς των μαλλιών σου, και τότε η αγωνία η οποία και αυτή τη στιγμή με καταλαμβάνει μπροστά στο σύμβολο και στο μυστήριο το ρευστό και χρυσό και ακίνητο, θα διαλυθεί· και θα μιλήσουν τότε στην ψυχή μου τα μαλλιά σου, και θα μου διηγηθούν και θα μεθύσουν και τα δικά μου αυτιά, όπως διηγούνται και μεθύουν τα δικά σου όταν χύνονται τριγύρω, όλα των τα μυστικά, όλας τας τάσεις των και τα όνειρά των, και θα μου παραδώσουν με μιας όλα τα αρώματα, και θα μου δείξουν, θα μου μαρτυρήσουν την πηγή την άγνωστη, την αόρατη της Ηδονής, από την οποίαν μυστηριωδώς ροφούν σαν τόσοι κλάδοι τον χυμό, διά να την χύσουν έπειτα σαν αίγλη μυστική, σαν χλιαρά ατμοσφαίρα γοητείας τριγύρω σου.
Και θα ακούω εγώ με το κεφάλι μου κοντά εις το δικό σου σιωπηλός, όπως τώρα μέσα στη νύκτα.
Ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος (1874 – 1944) ήταν Έλληνας πεζογράφος και κριτικός, που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην Ελλάδα και συνέχισε στη Γαλλία, γράφοντας στα γαλλικά, με το ψευδώνυμο Νικολά Σεγκύρ (Nicolas Ségur).
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο. Υπήρξε αυτοδίδακτος, επειδή διέκοψε τη φοίτηση στο σχολείο μετά τη δεύτερη τάξη. Ήταν μανιώδης αναγνώστης από παιδί και ήδη στα δεκαπέντε του εργαζόταν ως βοηθός φαρμακοποιού, ενώ σε ηλικία δεκαέξι ετών εξέδωσε ένα φιλολογικό ημερολόγιο για να δημοσιεύει εκεί τα λογοτεχνικά γραπτά του.
Το Μάιο του 1892 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Αθήνα, όπου ο συμπατριώτης του Γρηγόριος Ξενόπουλος τον έθεσε υπό την προστασία του και προσπαθούσε να τον εισαγάγει στους λογοτεχνικούς κύκλους. Τον πρώτο χρόνο οι προσπάθειές του δεν καρποφορούσαν και ο Επισκοπόπουλος εργαζόταν ως διεκπεραιωτής στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων και έγραφε άρθρα εκλαϊκευμένης ιατρικής για την εφημερίδα Το Άστυ. Εκεί έγινε και η πρώτη του λογοτεχνική δημοσίευση το 1893, με το διήγημα «Ut diese mineur». Η επιτυχία του ήταν μεγάλη και τον καθιέρωσε απότομα στο αναγνωστικό κοινό και τους κύκλους των λογοτεχνών. Ο Ξενόπουλος είχε επισημάνει χαρακτηριστικά ότι «αφ’ εσπέρας εκοιμήθη άγνωστος και την επομένην εξύπνησε προσωπικότης». Αμέσως μετά την πρώτη δημοσίευση προσελήφθη ως αρθρογράφος στο Άστυ με τις στήλες «Εδώ κι Εκεί» και «Από ημέρας εις ημέραν». Μέχρι το 1904 συνεργάστηκε με ημερολόγια και φιλολογικά περιοδικά γράφοντας διηγήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια και χρονογραφήματα και σύχναζε στους φιλολογικούς κύκλους του Παλαμά, του Δροσίνη (την ξαδέρφη του οποίου παντρεύτηκε), του Σουρή και της Παρρέν.
Το 1904 έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Παρίσι και δραστηριοποιήθηκε ως λογοτέχνης με το ψευδώνυμο Nicolas Ségur (Ségur ήταν το όνομα της νορμανδικής οικογένειας κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και από την οποία προέρχονταν οι Σιγούροι). Έγραψε μυθιστορήματα και κριτικά δοκίμια για λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα.
Πέθανε στο Παρίσι στις 22 Μαρτίου του 1944.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!