Μελαγχόλησα λίγο, όταν, προχθές, μετά από κάποια χρόνια, συνάντησα, μία παλιά μου γνώριμη, την κυρία Σωσώ. Ζούσε μακάρια σ’ ένα ίδρυμα υπερηλίκων, το ένα πόδι στις δικές της σκέψεις, το άλλο, λίγο μαζί μας, στην πεζή πραγματικότητα. Καθόλου δεν θα την αναγνώριζα, αν δεν με οδηγούσε κοντά της, μία εθελόντρια νοσηλεύτρια, λέγοντάς της δυο αναγνωριστικά για την παρουσία μου λογάκια.
Το περιβάλλον τού ιδρύματος είχε ντυθεί στα γιορτινά, λόγω τών Χριστουγέννων και η δημοτική χορωδία τής περιοχής είχε προσκληθεί να δώσει λίγη χαρά στους οικοτρόφους, με κάλαντα και τραγούδια τής ξεχωριστής γιορτής. Υπήρχε στολισμένος μπουφές, με εδέσματα για αργότερα και το προσωπικό, μαζί με τη Διεύθυνση, περίμεναν με ανυπομονησία, ν’ αρχίσει η όμορφη εκδήλωση.
---
Μόλις λίγα χρόνια πριν, η κυρία Σωσώ ήταν εκλεκτό μέλος τής ίδιας χορωδίας. Από νεωτάτη, πρέπει να είχε καλλιεργήσει τη σοπράνο φωνή της στο λυρικό τραγούδι και με την καλή της διάθεση συγκέντρωνε την εκτίμηση τών λοιπών χορωδών.
Στις πρόβες μας, καθόταν πάντα στην πρώτη σειρά τών καθισμάτων, και με το γάργαρο γέλιο της συμμετείχε σε οτιδήποτε γλαφυρό συνέβαινε στη χορωδιακή ομάδα. Σε κάθε κλάκα, χτυπούσε παλαμάκια λέγοντας: Ου… ου… ου… και αμέσως μετά, μπορούσε να ξεκινήσει όποια οπερέττα τής ερχόταν, κατά νου. Οι υπόλοιποι μέναμε βουβοί από θαυμασμό. Η φωνή της ήταν ευλογία Θεού.
Τα γέλια τού «όχλου» για τις ξαφνικές κορώνες, ξεσπούσαν μετά.
---
Καθόμασταν, η μία δίπλα στην άλλη. Μόλις ο μαέστρος έστριβε το κεφάλι του, έγερνε προς το μέρος μου και μού ψιθύριζε χίλια δυο παινέματα για μένα, για τα εγγόνια της και τις σπουδές τους… για την αγάπη της στο λυρικό τραγούδι. Με είχε επανειλημμένα προσκαλέσει στο σπίτι της να μού δείξει τα έργα τού σπουδαίου ζωγράφου συζύγου της και μόνο κάποιο ζεστό απόγευμα, κατάφερα να το σκάσω από τις υποχρεώσεις μου και να την επισκεφθώ.
Είναι αλήθεια ότι θα μού μείνει αξέχαστη η φροντίδα τών ευγενικών οικοδεσποτών, όπως και η ξενάγησή τους στα εικαστικά τού συζύγου, με αναλυτική επεξήγηση τής τεχνοτροπίας και τών θεμάτων τους.
Όμως, ο άνθρωπος, με τα χρόνια, φθίνει. Κάποιες πρώτες ενδείξεις άννοιας ή εσωστρέφειας άρχισαν ελαφρά να διαφαίνονται στους γύρω και σύντομα προέκυψε ένας προβληματισμός για την κατάσταση τής υγείας της. Ήταν τότε που η κόρη της και ο γιατρός γυιός της επιλήφθηκαν σχετικά και σε μικρό διάστημα η σεβαστή κυρία έπαψε να εμφανίζεται στις πρόβες τής χορωδίας μας.
Σε επανειλημμένες προσεγγίσεις φίλων συγχορωδών, οι απαντήσεις για τις απουσίες της ακουγόντουσαν θολές και λίγο παραπλανητικές, μέχρις ότου σταματήσαμε να έχουμε νέα της.
Πολύ αργότερα, πληροφορηθήκαμε ότι, πέραν τής όποιας παθογένειας, είχε κάπως εξασθενίσει και η μνήμη της, έτσι ήταν επιβεβλημένη η μετοίκησή της σ’ ένα ίδρυμα, όπου θα είχε τόση φροντίδα, όση περίπου χρειάζονται άτομα τέτοιας ευαίσθητης ηλικίας και κατάστασης.
Είχε μεγαλώσει και αρκετά.
---
Το ίδρυμα διαλέχτηκε με ιδιαίτερη προσοχή και πολύ κοντά στο σπίτι τους. Τα παιδιά της είχαν, από χρόνια, νέες οικογένειες με απογόνους και μεγάλες καριέρες, όσο για τον επίσης υπερήλικα σύζυγο, δεν ήταν πλέον σε θέση να τη φροντίζει προσωπικά. Παρ’ όλ’ αυτά, όλη την ημέρα, βρισκόταν κοντά της, στη νέα κατοικία τής αγαπημένης του, την τάιζε με τρυφερότητα και νοιαζόταν να μην τής λείπει τίποτε˙ ήταν, δε, τόσο μεγάλη η αγάπη του για εκείνη, που, λίγους μήνες αργότερα, αποφάσισε να εγκαταλείψει το πολυτελές, αλλά μοναχικό πλέον, διαμέρισμά τους και να εγκατασταθεί μαζί της, στο ίδιο δωμάτιο.
Όλα έδειχναν ότι οι καλές τους ημέρες είχαν ξαναγυρίσει και αυτό κράτησε τόσο, όσο ήθελε η ειμαρμένη.
Ένα πρωί, ο σύζυγος βρέθηκε παγωμένος στο κρεββάτι του και η κυρία Σωσώ άδικα τού φώναζε να ξυπνήσει.
Έκανε καιρό να συνειδητοποιήσει το γεγονός και αδιάφορη αφέθηκε στο ρεύμα που την οδηγούσε το πεπρωμένο.
Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο, από εδώ κι εμπρός.
---
Μένοντας μόνη, η αγαπητή κυρία βυθίστηκε πιο πολύ στην αποστασιοποίησή της από τα πράγματα. Η επιστημονική φροντίδα τών στοργικών παιδιών της δεν φαινόταν να βοηθά πάρα πολύ στην επανάκαμψη τής υγείας της, κάτι που ήταν φυσικό και αναμενόμενο. Σιγά-σιγά, έχανε κάθε ενδιαφέρον για την παλιά της κοκκεταρία, τα μαλλάκια της αραίωναν δραματικά, οι ρυτίδες πλήθαιναν, τα δόντια έπεφταν… έπεφταν…
Η ζωή όμως, έχει πάντα αντοχές˙ μέχρι να τελειώσει το λαδάκι μας.
---
Προχθές, συνάντησα την παλιά φίλη στο σημερινό τόπο διαμονής της. Δεν ξέρω αν αναγνώρισε κανέναν. Οι φίλοι της εμείς, οι παλιοί της συνεργάτες και συγχορωδοί, είμασταν εκεί για να εξορκίσουμε, με το τραγούδι, το χρόνο που κυλά ανελέητος. Για να δώσουμε στιγμιαία χαρά σε ανθρώπους που, στη δύση τής ζωής τους, ζητούν ένα σανιδάκι να κρατηθούν, να γλυτώσουν από το κύμα που σιγά-σιγά τους καταπίνει.
Αμέσως μετά το πρώτο χορωδιακό μας μέρος, έψαξα να τη συναντήσω, να τής θυμίσω λίγο την παλιά μας φιλία. Με κοίταξε, για μια στιγμή, ερευνητικά και είδα, με ευχαρίστησή μου, το πρόσωπό της να φωτίζεται.
«Ναιιι… δεν θυμάμαι το όνομά σου, αλλά θυμάμαι τα μάτια σου˙ έτσι λαμπερά και διεισδυτικά!… Πώς θυμάμαι τα μάτια σου! Ναι, Βικτώρια!… - άρπαξε τη λέξη από τα χείλη μου – πραγματικά… είσαι η Βικτώρια… τί ωραία που περνούσαμε στη χορωδία... αλλά κι εδώ!…»
Ήταν ασαφής, κουνούσε συνεχώς το κεφάλι και, με ύφος αγγέλου, ψαχούλευε το πρόσωπο και τα μαλλιά μου. Μού χάιδεψε τους ώμους και κάθησε στη θέση της. Δεν είχε να προσθέσει τίποτε. Μόνο με κοίταζε… με κοίταζε… χαμογελώντας.
Δεν θέλησα να επιμείνω αδιάκριτα και αποσύρθηκα˙ άλλωστε ήταν η στιγμή που ξεκινούσε το δεύτερο μέρος τής Παρουσίασής μας και στη συνέχεια υπήρχε μπουφές εδεσμάτων, προς τιμή τής Χορωδιας. Η Εκδήλωση θα αργούσε να τελειώσει.
Το περιβάλλον τού ιδρύματος είχε ντυθεί στα γιορτινά, λόγω τών Χριστουγέννων και η δημοτική χορωδία τής περιοχής είχε προσκληθεί να δώσει λίγη χαρά στους οικοτρόφους, με κάλαντα και τραγούδια τής ξεχωριστής γιορτής. Υπήρχε στολισμένος μπουφές, με εδέσματα για αργότερα και το προσωπικό, μαζί με τη Διεύθυνση, περίμεναν με ανυπομονησία, ν’ αρχίσει η όμορφη εκδήλωση.
---
Μόλις λίγα χρόνια πριν, η κυρία Σωσώ ήταν εκλεκτό μέλος τής ίδιας χορωδίας. Από νεωτάτη, πρέπει να είχε καλλιεργήσει τη σοπράνο φωνή της στο λυρικό τραγούδι και με την καλή της διάθεση συγκέντρωνε την εκτίμηση τών λοιπών χορωδών.
Στις πρόβες μας, καθόταν πάντα στην πρώτη σειρά τών καθισμάτων, και με το γάργαρο γέλιο της συμμετείχε σε οτιδήποτε γλαφυρό συνέβαινε στη χορωδιακή ομάδα. Σε κάθε κλάκα, χτυπούσε παλαμάκια λέγοντας: Ου… ου… ου… και αμέσως μετά, μπορούσε να ξεκινήσει όποια οπερέττα τής ερχόταν, κατά νου. Οι υπόλοιποι μέναμε βουβοί από θαυμασμό. Η φωνή της ήταν ευλογία Θεού.
Τα γέλια τού «όχλου» για τις ξαφνικές κορώνες, ξεσπούσαν μετά.
---
Καθόμασταν, η μία δίπλα στην άλλη. Μόλις ο μαέστρος έστριβε το κεφάλι του, έγερνε προς το μέρος μου και μού ψιθύριζε χίλια δυο παινέματα για μένα, για τα εγγόνια της και τις σπουδές τους… για την αγάπη της στο λυρικό τραγούδι. Με είχε επανειλημμένα προσκαλέσει στο σπίτι της να μού δείξει τα έργα τού σπουδαίου ζωγράφου συζύγου της και μόνο κάποιο ζεστό απόγευμα, κατάφερα να το σκάσω από τις υποχρεώσεις μου και να την επισκεφθώ.
Είναι αλήθεια ότι θα μού μείνει αξέχαστη η φροντίδα τών ευγενικών οικοδεσποτών, όπως και η ξενάγησή τους στα εικαστικά τού συζύγου, με αναλυτική επεξήγηση τής τεχνοτροπίας και τών θεμάτων τους.
Όμως, ο άνθρωπος, με τα χρόνια, φθίνει. Κάποιες πρώτες ενδείξεις άννοιας ή εσωστρέφειας άρχισαν ελαφρά να διαφαίνονται στους γύρω και σύντομα προέκυψε ένας προβληματισμός για την κατάσταση τής υγείας της. Ήταν τότε που η κόρη της και ο γιατρός γυιός της επιλήφθηκαν σχετικά και σε μικρό διάστημα η σεβαστή κυρία έπαψε να εμφανίζεται στις πρόβες τής χορωδίας μας.
Σε επανειλημμένες προσεγγίσεις φίλων συγχορωδών, οι απαντήσεις για τις απουσίες της ακουγόντουσαν θολές και λίγο παραπλανητικές, μέχρις ότου σταματήσαμε να έχουμε νέα της.
Πολύ αργότερα, πληροφορηθήκαμε ότι, πέραν τής όποιας παθογένειας, είχε κάπως εξασθενίσει και η μνήμη της, έτσι ήταν επιβεβλημένη η μετοίκησή της σ’ ένα ίδρυμα, όπου θα είχε τόση φροντίδα, όση περίπου χρειάζονται άτομα τέτοιας ευαίσθητης ηλικίας και κατάστασης.
Είχε μεγαλώσει και αρκετά.
---
Το ίδρυμα διαλέχτηκε με ιδιαίτερη προσοχή και πολύ κοντά στο σπίτι τους. Τα παιδιά της είχαν, από χρόνια, νέες οικογένειες με απογόνους και μεγάλες καριέρες, όσο για τον επίσης υπερήλικα σύζυγο, δεν ήταν πλέον σε θέση να τη φροντίζει προσωπικά. Παρ’ όλ’ αυτά, όλη την ημέρα, βρισκόταν κοντά της, στη νέα κατοικία τής αγαπημένης του, την τάιζε με τρυφερότητα και νοιαζόταν να μην τής λείπει τίποτε˙ ήταν, δε, τόσο μεγάλη η αγάπη του για εκείνη, που, λίγους μήνες αργότερα, αποφάσισε να εγκαταλείψει το πολυτελές, αλλά μοναχικό πλέον, διαμέρισμά τους και να εγκατασταθεί μαζί της, στο ίδιο δωμάτιο.
Όλα έδειχναν ότι οι καλές τους ημέρες είχαν ξαναγυρίσει και αυτό κράτησε τόσο, όσο ήθελε η ειμαρμένη.
Ένα πρωί, ο σύζυγος βρέθηκε παγωμένος στο κρεββάτι του και η κυρία Σωσώ άδικα τού φώναζε να ξυπνήσει.
Έκανε καιρό να συνειδητοποιήσει το γεγονός και αδιάφορη αφέθηκε στο ρεύμα που την οδηγούσε το πεπρωμένο.
Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο, από εδώ κι εμπρός.
---
Μένοντας μόνη, η αγαπητή κυρία βυθίστηκε πιο πολύ στην αποστασιοποίησή της από τα πράγματα. Η επιστημονική φροντίδα τών στοργικών παιδιών της δεν φαινόταν να βοηθά πάρα πολύ στην επανάκαμψη τής υγείας της, κάτι που ήταν φυσικό και αναμενόμενο. Σιγά-σιγά, έχανε κάθε ενδιαφέρον για την παλιά της κοκκεταρία, τα μαλλάκια της αραίωναν δραματικά, οι ρυτίδες πλήθαιναν, τα δόντια έπεφταν… έπεφταν…
Η ζωή όμως, έχει πάντα αντοχές˙ μέχρι να τελειώσει το λαδάκι μας.
---
Προχθές, συνάντησα την παλιά φίλη στο σημερινό τόπο διαμονής της. Δεν ξέρω αν αναγνώρισε κανέναν. Οι φίλοι της εμείς, οι παλιοί της συνεργάτες και συγχορωδοί, είμασταν εκεί για να εξορκίσουμε, με το τραγούδι, το χρόνο που κυλά ανελέητος. Για να δώσουμε στιγμιαία χαρά σε ανθρώπους που, στη δύση τής ζωής τους, ζητούν ένα σανιδάκι να κρατηθούν, να γλυτώσουν από το κύμα που σιγά-σιγά τους καταπίνει.
Αμέσως μετά το πρώτο χορωδιακό μας μέρος, έψαξα να τη συναντήσω, να τής θυμίσω λίγο την παλιά μας φιλία. Με κοίταξε, για μια στιγμή, ερευνητικά και είδα, με ευχαρίστησή μου, το πρόσωπό της να φωτίζεται.
«Ναιιι… δεν θυμάμαι το όνομά σου, αλλά θυμάμαι τα μάτια σου˙ έτσι λαμπερά και διεισδυτικά!… Πώς θυμάμαι τα μάτια σου! Ναι, Βικτώρια!… - άρπαξε τη λέξη από τα χείλη μου – πραγματικά… είσαι η Βικτώρια… τί ωραία που περνούσαμε στη χορωδία... αλλά κι εδώ!…»
Ήταν ασαφής, κουνούσε συνεχώς το κεφάλι και, με ύφος αγγέλου, ψαχούλευε το πρόσωπο και τα μαλλιά μου. Μού χάιδεψε τους ώμους και κάθησε στη θέση της. Δεν είχε να προσθέσει τίποτε. Μόνο με κοίταζε… με κοίταζε… χαμογελώντας.
Δεν θέλησα να επιμείνω αδιάκριτα και αποσύρθηκα˙ άλλωστε ήταν η στιγμή που ξεκινούσε το δεύτερο μέρος τής Παρουσίασής μας και στη συνέχεια υπήρχε μπουφές εδεσμάτων, προς τιμή τής Χορωδιας. Η Εκδήλωση θα αργούσε να τελειώσει.
---
Τέλος και λίγο πριν ανοίξω την πόρτα τής εξόδου, έψαξα να την βρω για να την αποχαιρετήσω, αλλά είδα να την οδηγει προς το μέρος μου η ίδια νοσηλεύτρια (ίσως μόνιμα αποκλειστική της;). Η κυρία Σωσώ με κοίταξε, με ύφος κάπως αλλοπαρμένο και στην ερώτησή μου: «Πες μου, αν θέλεις να σού φέρω κάτι!», απάντησε, ως εν εξάρσει δραματική ηθοποιός:
«Μπα, θα φύγω σε λίγο. Τί να κάνω εδώ, με σαράντα άλλους!...»
Την έσφιξα επάνω μου. Δεν είχα να κάνω τίποτε για εκείνη, μάλλον!
Ή μήπως έχω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!