Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
Η τρελή μάνα [ή] Το κοιμητήριο
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τώρα που η ξάστερη
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τώρα που η ξάστερη
νύχτα μονάχους
Τώρα που ανοίγεται
Σε κοιμητήριο
(ελεεινά.)
«Από την έρημη
»τα ’χω στον κόρφο μου
(Βραχνό το ψάλσιμο
του καλογήρου,
αχνά τα εντάφια
κεριά τριγύρου·
αργά τα σήμαντρα
και τρομερά.)
«Ναι, ναι, απεθάνανε·
μας ηύρε απάντεχα,
και εκεί στους βράχους
σχίζεται η θάλασσα
σιγαλινά.
Τώρα που ανοίγεται
κάθε καρδία
στη λύπη, ακούσετε
μίαν ιστορία,
που την αισθάνονται
τα σωθικά.
Σε κοιμητήριο
είναι στημένα
δύο κυπαρίσσια
αδελφωμένα
που πρασινίζουνε
μες στους σταυρούς.
Όταν μεσάνυχτα
Όταν μεσάνυχτα
καταβουΐζουν
οι ανέμοι, αν τα ’βλεπες
πώς κυματίζουν
έλεες πως κράζουνε
τους ζωντανούς.
Δύο αδέλφια δύστυχα
Δύο αδέλφια δύστυχα
κοιμούνται κάτου
τον ανεξύπνητον
ύπνον θανάτου,
κι έχασε η μάνα τους
τα λογικά.
(κι έμεινε η μάνα τους
στη συφορά.)
Τα μαύρα! επαίζανε
(κι έμεινε η μάνα τους
στη συφορά.)
Τα μαύρα! επαίζανε
εκεί όπου στέκει
ο πύργος, κι έπεσε
τ’ αστροπελέκι,
κι άψυχα τ’ άφησε
τα θλιβερά.
(ελεεινά.)
Ροδοστεφάνωτα,
ασπροεντυμένα,
τα κατεβάσανε
αγκαλιασμένα
μέσα εις την ύστερη
αλησμονιά.
(Κατόπι αυτής της στροφής ευρίσκεται σβημένη η εξής:*
Σιωπή τα σήμαντρα
οπού τα κλάψαν,
σιωπή τα σύνεργα
οπού τα θάψαν,
σιωπή τα ψάλματα
τα λυπηρά.)
Δεν άκουες βάβισμα
Σιωπή τα σήμαντρα
οπού τα κλάψαν,
σιωπή τα σύνεργα
οπού τα θάψαν,
σιωπή τα ψάλματα
τα λυπηρά.)
Δεν άκουες βάβισμα
χαμένου σκύλου·
πουλιού δεν άκουες
λάλημα, ή χείλου,
ή κλωνοφλίφλισμα
να πνέει τερπνά.
Νερομουρμούρισμα
Νερομουρμούρισμα
οπού αναβρύζει
και τσ’ επιτύμβιες
πέτρες δροσίζει
μόλις αντίσκοβε
τη σιγαλιά.
Θανής δεν έμνεσκαν
Θανής δεν έμνεσκαν
άλλα σημεία
πάρεξ του λίβανου
η μυρωδία
οπού εχυνότουνε
στην ερημιά.
εις τον αέρα
και συλλογίζεται
–μαύρη μητέρα!
σαν κάτι να ’θελε
να θυμηθεί.
Στον τοίχο σύρριζα
Στον τοίχο σύρριζα
σκύφτει, κοιτάει,
γλυκολυπούμενη
χαμογελάει
κατά τα εντάφια
χόρτα πικρά.
Κατά τα σύγνεφα,
Κατά τα σύγνεφα,
κατά τ’ αστέρια,
τρεμομανιάζοντας
ρίχτει τα χέρια,
και κλαίει
και ρυάζεται
τρομαχτικά.
Της πέφτουν έπειτα
Της πέφτουν έπειτα
και ληθαργίζει,
και πάλε αρχίναε
να τριγυρίζει
το περιτείχισμα
πασπατευτά.
(Νά μπει, αλλά μάταια—
πισθοδρομίζει,
και παίρνει απέξωθε,
και τριγυρίζει
το περιτείχισμα
πασπατευτά.)
Γύριζε, γύριζε,
πισθοδρομίζει,
και παίρνει απέξωθε,
και τριγυρίζει
το περιτείχισμα
πασπατευτά.)
Γύριζε, γύριζε,
τέλος εμπαίνει
στο σημαντρήριο
και τ’ ανεβαίνει
τα ίχνη αλλάζοντας
σπουδαχτικά.
Ήτον στην άλαλη
Ήτον στην άλαλη
τη μοναξία
στρογγυλοφέγγαρη
φωτοχυσία,
σαν τη λαμπρόπλαστη
πρωτονυχτιά·
όμως η δύστυχη,
όμως η δύστυχη,
ξεφρενωμένη
κοιτάζει ολόγυρα
τετρομασμένη
πράχνει τα σήμαντρα,
κράζει σφιχτά.
(Και αυτή από λύπηση
Τετυφλωμένη.....)
«Γλήγορα ας φύγουνε
Τετυφλωμένη.....)
«Γλήγορα ας φύγουνε
απ’ τα λαγκάδια
κεια τα φριχτότατα
πυκνά σκοτάδια·
αχ! με πλακώνουνε
μες στην καρδιά.
»Γλήγορα ας φύγουνε,
»Γλήγορα ας φύγουνε,
δεν τα πομένω,
μοιάζουνε, μοιάζουνε
με το σχισμένο
ρούχο που σκέπασε
τα δύο παιδιά.»
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα
της εκκλησίας,
γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι
της ερημίας
αποκρινόντανε
φριχτά φριχτά.
«Από την έρημη
Αναφωνήτρα,
που ’ναι εις τους δύστυχους
παρηγορήτρα,
είχαν δυο ξέμετρα
τα δυο παιδιά·
»τα ’χω στον κόρφο μου
και τα φυλάω·
με αυτά τα ξέμετρα
θε να μετράω
τα δυο τους μνήματα
καθημερνά.»
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα
της εκκλησίας,
γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι
της ερημίας
αποκρινόντανε
φριχτά, φριχτά.
«Βραχνό το ψάλσιμο·
«Βραχνό το ψάλσιμο·
τα κεριά αχνίζουν
·του νεκροκρέβατου
τα ξύλα τρίζουν·
αργά τα σήμαντρα
και τρομερά.
(Βραχνό το ψάλσιμο
του καλογήρου,
αχνά τα εντάφια
κεριά τριγύρου·
αργά τα σήμαντρα
και τρομερά.)
«Ναι, ναι, απεθάνανε·
μέσα στο σκότο
τα κατεβάσανε
–ακούω τον κρότο–
τα κατεβάσανε
βαθιά, βαθιά.»
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα
της εκκλησίας
γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι
της ερημίας
αποκρινόντανε
φριχτά φριχτά.
«Γιατί τινάζετε
«Γιατί τινάζετε
πάνω τους χώματα;
Μη, μη σκεπάζετε
τα μικρά σώματα
που αποκοιμήθηκαν
γλυκά, γλυκά.
»Αύριο θα κόψουμε
»Αύριο θα κόψουμε
κάτι λουλούδια,
αύριο θα ψάλουμε
κάτι τραγούδια
εις την πολύανθη
Πρωτομαγιά.»
γκλαν γκλαν παράδερνε
Γκλαν γκλαν τα σήμαντρα
της εκκλησίας
γκλαν γκλαν οι αντίλαλοι
της ερημίας
αποκρινόντανε
φριχτά φριχτά.
γκλαν γκλαν παράδερνε
με τα γλωσσίδια,
κι εματαρχίναε,
κι έλεε τα ίδια,
ώς οπού εβράχνιασε
θανατερά.
Νά, που δροσόβολη
Νά, που δροσόβολη
αύρα ξυπνάει,
και ψιθυρίζοντας
μοσχοβολάει
από τα αρώματατα
αυγερινά·
στα φύλλα επέρναε
στα φύλλα επέρναε
και της καρδίας,
σαν τα κινήματα
της φαντασίας,
που ζωγραφίζουνε
την ευτυχιά·
εκείν’ η δύστυχη
εκείν’ η δύστυχη
τραβάει την άχνα,
βαθιά τα αισθάνθηκε
μέσα στα σπλάχνα
αχ! κι εκατέβηκε
στην ερημιά.
Με λύπη εγκάρδια
Με λύπη εγκάρδια
εθεωρούσε
όλα τα μνήματα
και τα μετρούσε
με τ’ αργό κίνημα
της κεφαλής.
Διονύσιος Σολωμός...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!