Μια φορά και έναν καιρό, ζούσαν μέσα σε ένα μεγάλο κόκκινο κουτί δέκα μολυβένια στρατιωτάκια. Όλα, κρατούσαν από ένα σπαθί στον ώμο τους και μόνο το ένα από αυτά κρατούσε ένα ξύλινο.
Κοιτούσαν μπροστά και καμάρωναν περήφανα για την όμορφη στολή τους με τα κίτρινα σιρίτια.
- Τι όμορφα που είναι! Έλεγε και ξανάλεγε ο Νικόλας βάζοντας ένα- ένα τα μολυβένια στρατιωτάκια στη σειρά.
Τριγύρω υπήρχαν κι άλλα παιχνίδια μ μα το πιο ωραίο ήταν ένα χάρτινο παλάτι που είχε τριγύρω πρασινάδες, δέντρα και άσπρα άλογα. Στο κέντρο παλατιού υπήρχε ένας κρυστάλλινος καθρέπτης όπου αντιφέγγιζε μια ήσυχη λιμνούλα μέσα στην οποία κολυμπούσαν δέκα κατάλευκοι κύκνοι.
Το βράδυ, μόλις σήμαναν μεσάνυχτα, ο μολυβένιος στρατιώτης με το ξύλινο σπαθί άνοιξε το κουτί και πήγε κατευθείαν στο παλάτι. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια και έφτασε μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας με απορία τους δέκα κύκνους. Κατέβασε το σπαθί του για να ξεκουραστεί και μονομιάς ο καθρέφτης χάθηκε και στη θέση των δέκα κύκνων παρουσιάστηκαν δέκα πανέμορφες βασιλοπούλες.
Τα έχασε ο μολυβένιος στρατιώτης, καθώς οι βασιλοπούλες τον πλησίασαν. Μια από αυτές του είπε:
- Γενναίε στρατιώτη, το ξύλινο σπαθί σου είναι μαγεμένο. Όταν το κρατάς στον ώμο σου γινόμαστε κύκνοι, μα όταν το κατεβάζεις γινόμαστε και πάλι άνθρωποι.
- Μα…τι πρέπει να κάνω; Ρώτησε ο στρατιώτης.
- Πρέπει να πάρεις αυτήν την βαρκούλα και να περάσεις απέναντι μέσα από την λιμνούλα. Μόλις φτάσεις στην αντίπερα όχθη, εκεί θα περιμένει ένας ζητιάνος. Δώσε του το ξύλινο σπαθί και μετά θα δεις εκεί τι θα γίνει.
Πράγματι, ο στρατιώτης μπήκε μέσα στην βαρκούλα, που χοροπήδαγε στα φουσκωμένα νερά της λίμνης και απέναντι συνάντησε τον ζητιάνο. Του έδωσε το σπαθί και με αυτό ο ζητιάνος άρχισε να κόβει την πρασινάδα και τα δέντρα. Όπου πέρναγε το ξύλινο σπαθί, γινότανε πολιτεία με κόσμο, γέφυρες και αυτοκίνητα. Η λιμνούλα χάθηκε και περπατώντας ο ζητιάνος έφτασε στο χάρτινο παλάτι. Τότε, δίνει μια…και χρατς, έσπασε τον καθρέφτη.
Το ξύλινο σπαθί πέταξε φωτιές. Ο τόπος γέμισε καπνούς και σιγά σιγά άρχισε να φαίνεται στη θέση του ζητιάνου ένας βασιλιάς. Τρέξανε κι οι βασιλοπούλες και τον αγκάλιασαν. Ήταν ο βασιλιάς πατέρας τους.
Η μεγαλύτερη από τις βασιλοπούλες έπιασε τον μολυβένιο στρατιώτη, τον φίλησε και αμέσως έγινε δυνατό φως. Ο στρατιώτης μεταμορφώθηκε σε βασιλόπουλο. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιπες εννέα βασιλοπούλες με τους άλλους μολυβένιους στρατιώτες. Μια φωτεινή ανταύγεια γέμισε το δωμάτιο, χαρούμενα πρόσωπα για την μεγάλη ευτυχία που λύθηκαν τα μάγια.
- Ε! Νικόλα ξύπνα, η ώρα πέρασε, φώναξε η μανούλα, πρέπει να ετοιμαστείς για το σχολείο.
- Πω! Πω! Τι όνειρο είδα; Τα μολυβένια στρατιωτάκια μου που είναι;
- Πάνω στο τραπέζι, απάντησε η μανούλα του
Ο Νικόλας ηρέμησε σαν είδε το κόκκινο κουτί με τα μολυβένια στρατιωτάκια, άνοιξε το κουτί και τα μέτρησε. Ήταν ακριβώς δέκα.
Γιαγιάκα Άννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!