Μια φορά κι ένα καιρό στο κέντρο του μεγάλου Δάσους βρισκόταν το φτωχικό σπιτάκι του ξυλοκόπου, όπου ζούσε με τις τρεις κόρες του. Φτωχοί αλλά αγαπημένοι έκαναν ότι μπορούσαν για να ζήσουν. Πριν πολλά χρόνια ο ξυλοκόπος είχε μείνει δίχως την καλή του γυναίκα γι’ αυτό φρόντιζε τα τρία του κορίτσια να περνάνε καλά. Μια μέρα οι τρεις αδελφούλες καθώς μάζευαν βατόμουρα, δίπλα στις φυλλωσιές βρήκαν ένα περιστέρι με πληγωμένες τις φτερούγες του. Η πιο μεγάλη που την έλεγαν Μυρτώ, έσκυψε το έπιασε στη αγκαλιά της και μαζί με τις αδελφές της γύρισαν στο σπιτάκι του Δάσους. Εκεί περιποιήθηκαν τις πληγές, το περιστέρι γρήγορα έγινε καλά, το τάιζαν κι από τότε έμενε μαζί τους.
Ένα πρωινό που οι τρεις αδελφές είχαν καθίσει στην αυλή να πλέξουν, ακούνε τα φτερουγίσματα του περιστεριού, σήκωσαν τα κεφάλια και τι να δουν! Το περιστέρι στο ράμφος του κρατούσε ένα χρυσό μήλο. Η Μυρτώ σηκώθηκε πλησίασε το πουλάκι, άνοιξε την αγκαλιά της και εκείνο έριξε το μήλο μέσα. Σε λίγο νάτο πάλι μ’ ένα χρυσό μήλο για την άλλη αδελφούλα την Φιλίτσα κι έπειτα άλλο ένα για την τρίτη που την έλεγαν Θάλεια. Τα τρία κορίτσια πήραν στα χέρια τα χρυσά μήλα κοίταξαν μ’ απορία το περιστέρι, το χάιδεψαν, το φίλησαν και τότε εκείνο με ανθρώπινη φωνή είπε: «Καλές πονετικές μου αδελφούλες, τα χρυσά μήλα να φάτε και πείτε τρεις ευχούλες».
Πράγματι έφαγαν τα μήλα και είπαν τρεις ευχούλες. Η Μυρτώ παρακάλεσε να έχουν υγεία και η τρίτη, η Θάλεια, παρακάλεσε να φανερωθεί ποιος κρύβεται στο περιστέρι με την ανθρώπινη φωνή. Μονομιάς οι ευχές πραγματοποιήθηκαν και στην θέση του πουλιού παρουσιάστηκε μια νεράιδα με ολόξανθα μαλλιά, όπου στα χέρια της κρατούσε ένα ασημένιο ραβδί τυλιγμένο με τρεις κόκκινες κορδέλες πλησίασε τα κορίτσια. Εκείνα φοβισμένα δεν πίστευαν στα μάτια τους και κάπως διστακτικά ρώτησαν, τι συμβαίνει. Η νεράιδα, τότε, σήκωσε το ραβδί της, έβγαλε τις κορδέλες, και της έδωσε στις αδελφούλες λέγοντας:
- Να πάτε να της φυτέψετε στην αυλή και τότε θα δείτε τι πρόκειται να γίνει. Τα κοριτσάκια υπάκουσαν, μα τι να δουν! Από την μια κορδέλα φύτρωσε μια χρυσή μηλιά. Από τη δεύτερη κορδέλα φύτρωσε ένα όμορφο σπίτι και από την τρίτη κορδέλα φύτρωσε ένας μεγάλος κάμπος. Τα κοριτσάκια τρελά από χαρά ευχαρίστησαν την καλή νεράιδα κι εκείνη πριν φύγει τους είπε:
- Με δάκρυα χαράς ή λύπης θα είμαι πάντα κοντά σας. Ύστερα ένα λευκό σύννεφο την πήρε στην αγκαλιά του και χάθηκαν στο βάθος του Ορίζοντα. Σας ήλθε ο πατέρας τους ο γερο-ξυλοκόπος, σάστισε με όσα είδε και τότε οι αγαπημένες κόρες του, του διηγήθηκαν ότι είχε συμβεί. Εκείνος έκανε τον σταυρό του κι ευχαρίστησε τον Θεό για τα καλά που γέμισε το σπιτικό του. Από τότε, κάθε μέρα η χρυσή μηλιά έκανε τρία χρυσά μήλα, τα μάζευαν κι ύστερα τα πουλούσαν στην αγορά. Με αυτόν τον τρόπο έγιναν πολύ πλούσιοι. Όλοι τριγύρω στην αγορά άρχισαν να υποψιάζονται πως κάτι περίεργο συμβαίνει και πως κάτι έκρυβαν. Γι’ αυτό συνεννοήθηκαν κι ένας από αυτούς πήρε στο κατόπι τον ξυλοκόπο με τις κόρες του. Σαν έφτασε και αντίκρισε όλα τα παράξενα, δεν πίστευε στα μάτια του ο χωρικός. Έτρεξε αμέσως πίσω στους υπόλοιπους να μαρτυρήσει τα μαντάτα και όλοι μαζί επέστρεψαν για να δουν και να πιστέψουν. Αμέσως τότε έτρεξαν στη χρυσή μηλιά, κάθισαν από κάτω και περίμεναν να βγουν τα μήλα να τα κλέψουν. Όμως η μηλιά, σαν έβγαλε τα χρυσά μήλα, κι αυτοί άπλωσαν τα χέρια τους να τα κόψουν, εκείνη άρχιζε να ανεβαίνει τόσο ψηλά, μέχρι που άγγιξε τον ουρανό. Βγήκε τότε το συννεφάκι της Νεράιδας και η μηλιά είπε στο συννεφάκι το μυστικό. Εκείνο τότε κάλεσε τους φίλους του, τα υπόλοιπα συννεφάκια άρχισαν να ρίχνουν όσο νερό είχαν μαζέψει. Μόλις άρχισαν οι χωρικοί να βρέχονται, το έβαλαν στα πόδια. Το νερό ήταν τόσο πολύ που στο τέλος έφυγαν κολυμπώντας!
Από τότε το πάθημα τους έγινε μάθημα κι άφησαν τον συγχωριανό τους ήσυχο. Τα χρόνια πέρασαν, τα κορίτσια μεγάλωσαν, όταν κάποιο πρωινό που πήγαν να ψαρέψουν στο ποτάμι, άκουσαν μια φωνή να τραγουδά τόσο ,μελωδικά που σαν μαγεμένες στάθηκαν ν’ ακούσουν. Σε λίγο πλησίασαν και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Τρία χρυσόψαρα με πρασινοκίτρινα λέπια καθισμένα σ’ ένα βράχο, έλεγαν τα μελωδικά τραγούδια. Τους έριξαν λίγο ψωμάκι. Εκείνα το έφαγαν και συνέχισαν το τραγούδι μέχρι που οι τρεις αδελφούλες δάκρυσαν. Τα δάκρυα έπεσαν πάνω στα χρυσόψαρα και μονομιάς εκείνα έγιναν τρία πανέμορφα βασιλόπουλα.
Διηγήθηκαν την πονεμένη ιστορία τους για τα μάγια ενός κακού νάνου και πως μόνο σαν πέρναγαν τρεις αγαπημένες αδελφές και το μελωδικό τραγούδι τους της συγκινούσε και δάκρυζαν και πως αν τα δάκρυα έπεφταν πάνω στα χρυσόψαρα, μόνο τότε θα γινόταν το θαύμα, να λυθούν τα μάγια ώστε να πάρουν την ανθρώπινη μορφή τους. Στην μεγάλη αυτή χαρά παρουσιάστηκε και η καλή νεράιδα, συνόδεψε τις αδελφούλες με τα βασιλόπουλα στο σπίτι τους, είπαν τα καλά νέα στον πατέρα τους και σε λίγες μέρες έγιναν οι γάμοι με τιμές και δόξες.
Έζησαν με πλούτη και αγάπη στους πύργους των συζύγων τους, πάντα αγαπημένοι όλοι μαζί, με συντροφιά την Νεράιδα που της προστάτευε. Από τότε ζούνε αυτοί καλά μα εμείς ζούμε καλύτερα.
Γιαγιάκα Αννα
Γιαγιάκα Αννα
Πολύ όμορφο
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκαι ...
Μαρια Ελενα σε ευχαριστω πολυ, επισης πολλα φιλια!
Διαγραφή