Μια φορά στον όμορφο κόσμο των παραμυθιών, σ’ ένα μεγάλο καταπράσινο δάσος, με χιλιάδες πανέμορφα δέντρα, υπήρχε ένα μικρό πέτρινο σπιτάκι όπου κατοικούσε μια πανέμορφη κοπέλα που την έλεγαν Μελισσούλα. Η Νονά της η καλή Νεράιδα του δάσους την προστάτευε. Μαζί φρόντιζαν τον κήπο και τα δέντρα που περιστοίχιζαν το πέτρινο σπιτάκι της Μελισσούλας. Είχε δώσει στην Μελισσούλα πολλά χαρίσματα η καλή της νονά. Εκτός από την ομορφιά την είχε προικίσει και με μια γλυκιά φωνή, που στο άκουσμά της σώπαιναν τα αηδόνια πετώντας δίπλα της για να την ακούσουν.
Κάποιο πρωινό που το κορίτσι πότιζε τα χρωματιστά λουλούδια του κήπου, άκουσε κάτι τιτιβίσματα. Γύρισε το κεφαλάκι της αντικρίζοντας μια φωλιά χελιδονιών. Ήταν, βλέπετε, άνοιξη και είχαν αρχίσει να έρχονται τα χελιδόνια. Έβαλε λοιπόν, η Μελισσούλα μια σκάλα, έφτασε την φωλιά και περίεργη κοίταξε μέσα. Πω πω! Ένα νεογέννητο χελιδονάκι που ανοιγόκλεινε το τοσοδούλι στοματάκι του, στις φροντίδες την καλής χελιδονομαμάς. ¶άπλωσε το χέρι της να το πάρει και εκείνη τη στιγμή άκουσε μια γλυκειά φωνούλα να της λέει:
Μελισσούλα μου καλή
άσε με μες την αυλή
φρόντισε να μεγαλώσω
τα φτερά μου να σου δώσω
και η τύχη η καλή
μες το σπίτι σου θα μπει.
Παραξενεμένη η Μελισσούλα, τράβηξε έξω από τη φωλιά το χεράκι της, κατέβηκε από τη σκάλα, πήγε στη κουζίνα, ζέστανε το γάλα και το έβαλε σε ένα σταγονόμετρο. Το πήγε αμέσως στο χελιδονάκι και με αυτό σιγά σιγά, σταλιά σταλιά, το τάισε. Αυτό γινόταν κάθε μέρα και μέρα με την ημέρα το χελιδονάκι μεγάλωνε.
Κάποιο απριλιάτικο πρωινό καθώς η Μελισσούλα άπλωσε το χεράκι της μέσα στη φωλιά για να πιάσει το χελιδονάκι να το ταΐσει, παρατήρησε ότι η φωλίτσα ήταν άδεια.
Η Μελισσούλα τρόμαξε και άρχισε να κλαίει για τον αγαπημένο της φίλο που έφυγε δίχως να της αποχαιρετήσει. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται η καλή της η νονά αρχίζοντας να παρηγορεί την μικρή προστατευόμενη της και της λέει:
- Μην κλαις καλή μου! Το χελιδόνι σου, δεν σε εγκατέλειψε. Απλά μεγάλωσε και πέταξε μόνο του για να βρει την τροφή του.
- Μα εγώ το συνήθισα και μου λείπει η συντροφιά του. Έλεγε μέσα σε αναφιλητά η Μελισσούλα.
- Να, κοίταξε εκεί στη μεγάλη λίμνη! Το βλέπεις εκείνο το άσπρο νούφαρο;
- Ναι, το βλέπω, απάντησε το κοριτσάκι.
- Ωραία. Πήγαινε εκεί και παρακάλεσέ το να σε πάει στο χελιδόνι σου, συνέχισε η νονά.
Πράγματι η Μελισσούλα πλησίασε το νούφαρο κι έκανε όπως της είχε πει η καλή νεράιδα του δάσους. Το νούφαρο ανοιγόκλεισε τα πέταλα του, άνοιξε τα χεράκια του, τα έκανε κουπιά γλιστρώντας απαλά πάνω στα νερά της γαλάζιας λίμνης. «Φλαπ-Φλουπ» έκαναν τα κύματα, μα το νούφαρο ταξίδευε την Μελισσούλα., κρατώντας της γερά στην αγκαλιά του. Πω! Πω! Τι ομορφιά! Τι υπέροχο ταξίδι! Τέτοια ομορφιά, όμοιά της δεν είχε ξαναδεί η Μελισσούλα. Είχε πολύ ωραία ιδέα η νονά της. Σε λίγο το υπέροχο ταξίδι τελείωσε. Φτάσανε στην άκρη της λίμνης, πλεύρισε στην ακτή, κατέβηκε η Μελισσούλα νιώθοντας τόσο μεγάλη χαρά που άρχισε να γλυκοτραγουδά μαζί με τα πουλάκια του δάσους, που φτερουγίζοντας ήλθαν κι έκατσαν πάνω στους ώμους του κοριτσιού, κουνώντας τις ουρίτσες τους.
Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι πια. Ο λαμπερός ήλιος έστελνε τις ακτίνες του ζεστές στο δάσος κι έτσι η Μελισσούλα δεν κρύωνε. Κάποια στιγμή έφτασε σ’ένα ξέφωτο, αντίκρισε ένα πέτρινο σπιτάκι, όμοιο με το δικό της μόνο που αυτό ήταν κοντά στη γαλάζια λίμνη και είχε γύρω-γύρω καλαμιές. Πλησίασε, χτύπησε την πόρτα και άκουσε από μέσα μια φωνή που την καλούσε να περάσει μέσα. Η Μελισσούλα την άνοιξε και βρέθηκε μπροστά στον αγαπημένο την φίλο το Χελιδόνι.
Εκείνο μόλις αντίκρισε την Μελισσούλα τίναξε τα φτερά του, αυτά έπεσαν καταγής και μέσα από ένα κατάλευκο σύννεφο, πλημμυρισμένο φως ξεπρόβαλλε ο πρίγκιπας της γαλάζιας λίμνης. Το κοριτσάκι τα έχασε…άνοιξε διάπλατα τα ματάκια της, απ’ όσα έβλεπε και ο καλός πρίγκιπας την πλησίασε και της εξήγησε για τα μάγια της κακιάς μάγισσας και πως εκείνη η ίδια με την υπομονή της και με την καλή της την καρδιά τα έλυσε ακριβώς την στιγμή που είχε έλθει το πλήρωμα του χρόνου.
Πάρε τα φτερά μου και κάψε τα, της είπε, και την στάχτη πέταξέ την στην λίμνη για να δεις τι θα γίνει στη συνέχεια.
Η Μελισσούλα έκανε ακριβώς ότι της είπε ο πρίγκιπας. Μονομιάς η λίμνη χάθηκε. Στην θέση της υψώθηκε ένα πέτρινο κάστρο, χιλιάδες νούφαρα πέταξαν τα πέταλά τους, και γινόντουσαν στρατιώτες με χρυσοκόκκινες στολές. Ένα νούφαρο είχε απομείνει μοναχό του. Η Μελισσούλα το έπιασε, χάιδεψε τα λευκά του πεταλάκια και αρχίζοντας να σιγοτραγουδά έναν γλυκό σκοπό, που εκείνο δάκρυσε. Τα δάκρυα του έπεσαν στο σημείο που ήταν άλλοτε η γαλάζια λίμνη. Πανέμορφα δέντρα με δροσερά φρούτα γέμισαν το σημείο που έπεσαν τα δάκρυα.
Ξαφνικά τα φώτα άναψαν στο κάστρο και ξανάρχισε η ζωή, με χαρούμενες φωνές και χαμογελαστά πρόσωπα. Εκείνη τη στιγμή η Μελισσούλα έσκυψε και φίλησε το νούφαρο. Η αγάπη της του έδωσε ανθρώπινη μορφή. Ήταν η γυναίκα του πρίγκιπα της γαλάζιας λίμνης. Ευτυχισμένη για το καλό που έκανε η μικρή μας φίλη, ζήτησε από την νονά της να της βάλει χρυσά φτερά για να μπορεί να πετάξει στο σπίτι της. Εκείνη εκπλήρωσε την επιθυμία της, μα σαν έφτασε εκεί, είδε χιλιάδες κυψέλες φορτωμένες χιλιάδες μέλισσες. Η Μελισσούλα από τότε είναι η Βασίλισσά τους και με τα χρυσά της τα φτερά κάθε άνοιξη πετά στο κάστρο της γαλάζιας λίμνης. Εκεί έχει φτιάξει μια φωλιά και διηγείται χρόνια τώρα την ίδια ιστορία, για την ευτυχία που έζησε μ’ ένα χελιδόνι και ένα κατάλευκο νούφαρο.
Γιαγιάκα Άννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!