ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ, ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΟΥΖΕΛΗ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ ''Η ΗΩΣ'', ΣΤΙΣ 13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 1830, ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑ ΣΤΟ fb H KAITH ΛΥΜΟΥΡΗ.
''Ούρμα σταφύλια τρύγαε και τ' άγουρα αφηνέτα,
Κι ούλα τα σάπια και ξερά οθ' εύρης πεταέα,
Γιατί τα σάπια προξενούν μούχλα και δυσωδίαν
Και τα ξερά καταρροφουντην γλυκερά ουσίαν.
Πρόσεχε να ' ν ο τρύγος σου ημέρα που δε βρέχει ,
Ουδέ δροσιά ς' τα φύλλα του τ' αμπέλι ποτέ ν' έχη,
Γιατί και τα στεφύλια σου, αν πατηθούν βρεγμένα,
Κάμνουν κρασία νερουλά, και αδυνατισμένα.
Αλλά αν έπεσε δροσιά κι είναι υγρό τ' αμπέλι,
Άφες τον Ήλιον να το ιδή , τρύγος δροσιά δεν θέλει,
Την αυτή μέρα 'που τρυγάς κάνε και τρυγοπάτι,
Και μην τ' αφήνης 'ς τον ληνόν να λυώνουν σαν τ' αλάτι,
Γιατί να μένουν 'ς τον ληνόν εκεί σωροί σταφύλια,
Είναι ζημία φανερή, κίνδυνα έχουν χίλια.
Ο ήλιος, ο άνεμος, οι άνθρωποι, τα ζώα,
Και κάθε πράγμα βλάπτει τα, δεν τα αφήνει σώα.
Είν' τα σταφύλια του ληνού τραπέζι του διαβάτη,
Που χάρισμα αναχωρεί με την κοιλιά γεμάτη.
Πλην το πολύτερον κακόν είναι μη εκεί βράσουν,
Και την ουσίαν τους κακά απ' τον αέρα χάσουν.
Ευθύς λοιπόν πάτει τα συ και εις αγγειά χυνέ τα.
Το μούστο και τα τζίπουρα, και μαστελάριζέ τα.
Αυτά τα αγγειά όμως εσύ να μη παραγεμίεις,
Αλλ' αδειανό το τέταρτο του τόπου τους ν' αφίσεις.
Γιατί οπόταν βράζουνε φουσκώνουν, αναβαίνουν,
Κι ο τόπος τους δεν τα χωρεί, κι έξω πηδούν κι εκβαίνουν,
Αφού τα βάλης εις τ' αγγειά σκέπαστα να μη μπάζη
Αέρας μέσαθ ' εις αυτά,όπου ο μούστος βράζει.
Γιατί αέρας μπαίνοντας κ' εκβαίνοντας ρουφάει
Ευθύς το πνεύμα του κρασιού, και το κρασί χαλάει.
Βάλ' ένα από τενεκέ δίστομο σωλινάρι,
Είς μία τρύπα του αγγείου πιτήδεια να το πάρη
Και τ'άλλο του σουληναριού στόμα σε μιά σκουτέλα
Βάλετο μέσα σε νερό κοντά είς τη μαστέλα,
Καί άφες τα κλεισμένα εκεί οκτώ, ή δέκα μέρες,
'Οπου φυσούν είς το νερό και παίζουν οι αέρες.
Εν όσω κάνει το νερό κλού, κλού, είναι σημείον
Οτ' είν' ο μούστος άβραστος ακόμα, μες' τ' αγγείον.
Αλλά οπόταν το νερό κλού, κλού πλέον δεν κάνει,
Ο μούστος έγινε κρασί, κι αυτό δεν σε λανθάνει.
Και γενομένο το κρασί διά να μη χαλάση,
Δύο, τρείς μέρες πάλ' εκεί, άφεστο ν' ησυχάση.
Καί τήν τετάρτη μοναχά, ή το πολύ την τρίτη,
Φέρε το στα βουτζία σου, αν έχης είς το σπίτι.
Και πρώτα ξέταστα καλά να 'ναι καθαρισμένα,
Και να μην είναι μυρωδιά κακή, εισέ κανένα.
Γιατί την παίρνουν παρευθύς τότε και τα κρασία
Και σου χαλάνε άδικα γι' αυτήν τη δυσώδια.
'Επειτα μήπως κ' είς τ' αγγειά ακόμα μεταβράσουν,
Κι απ' τον βρασμόν έξω χυθούν, και τα βουτζία σπάσουν.
Τάς τρύπας άνοιξε κι εκεί διά να μη σε σφάλη
Κι έχε σκουτέλες με νερά, και σουληνάρια πάλι,
Κι ήσυχα κράτειτα κ' εκεί κι' ανέγκικτα δύο μήνες,
Και αποφεύγεις το κακόν με τσ' ίδιες τέχνες 'κείνες.
'Υστερ' απ' όλα σου τ' αγγειά, τα σουληνάρια πέτα,
Και τες σκουτάλες τζάκιζε, και τα νερά χυνέ τα.
Και ελαφρούς ευρές φελλούς, και βούλωνε να μένουν,
Καλά κλεισμένα τα κρασιά, να μη σου ξεθυμένουν.
'Ετσι φτιασμένο το κρασί και χωρίς σκευασίες,
Αυξάνει δέκα τα 'κατόν, κρατεί πολυκαιρίες.
Και γίνεται καλύτερο, ώστε να αγαλιάζει,
Εκείνος όπου το πουλεί, 'κείνος 'που τ' αγοράζει.
Πίνε λοιπόν καλά κρασιά κι ακόμη στήν υγείαν
Κ' εκείνου όπου σου 'γραψε, αυτήν την ερμηνείαν.''
Σχόλιο από Skouliki:
Ευχαριστώ θερμά την Καίτη Λυμούρη για την διάθεση της εργασίας προς δημοσίευση εδώ!!
''Ούρμα σταφύλια τρύγαε και τ' άγουρα αφηνέτα,
Κι ούλα τα σάπια και ξερά οθ' εύρης πεταέα,
Γιατί τα σάπια προξενούν μούχλα και δυσωδίαν
Και τα ξερά καταρροφουντην γλυκερά ουσίαν.
Πρόσεχε να ' ν ο τρύγος σου ημέρα που δε βρέχει ,
Ουδέ δροσιά ς' τα φύλλα του τ' αμπέλι ποτέ ν' έχη,
Γιατί και τα στεφύλια σου, αν πατηθούν βρεγμένα,
Κάμνουν κρασία νερουλά, και αδυνατισμένα.
Αλλά αν έπεσε δροσιά κι είναι υγρό τ' αμπέλι,
Άφες τον Ήλιον να το ιδή , τρύγος δροσιά δεν θέλει,
Την αυτή μέρα 'που τρυγάς κάνε και τρυγοπάτι,
Και μην τ' αφήνης 'ς τον ληνόν να λυώνουν σαν τ' αλάτι,
Γιατί να μένουν 'ς τον ληνόν εκεί σωροί σταφύλια,
Είναι ζημία φανερή, κίνδυνα έχουν χίλια.
Ο ήλιος, ο άνεμος, οι άνθρωποι, τα ζώα,
Και κάθε πράγμα βλάπτει τα, δεν τα αφήνει σώα.
Είν' τα σταφύλια του ληνού τραπέζι του διαβάτη,
Που χάρισμα αναχωρεί με την κοιλιά γεμάτη.
Πλην το πολύτερον κακόν είναι μη εκεί βράσουν,
Και την ουσίαν τους κακά απ' τον αέρα χάσουν.
Ευθύς λοιπόν πάτει τα συ και εις αγγειά χυνέ τα.
Το μούστο και τα τζίπουρα, και μαστελάριζέ τα.
Αυτά τα αγγειά όμως εσύ να μη παραγεμίεις,
Αλλ' αδειανό το τέταρτο του τόπου τους ν' αφίσεις.
Γιατί οπόταν βράζουνε φουσκώνουν, αναβαίνουν,
Κι ο τόπος τους δεν τα χωρεί, κι έξω πηδούν κι εκβαίνουν,
Αφού τα βάλης εις τ' αγγειά σκέπαστα να μη μπάζη
Αέρας μέσαθ ' εις αυτά,όπου ο μούστος βράζει.
Γιατί αέρας μπαίνοντας κ' εκβαίνοντας ρουφάει
Ευθύς το πνεύμα του κρασιού, και το κρασί χαλάει.
Βάλ' ένα από τενεκέ δίστομο σωλινάρι,
Είς μία τρύπα του αγγείου πιτήδεια να το πάρη
Και τ'άλλο του σουληναριού στόμα σε μιά σκουτέλα
Βάλετο μέσα σε νερό κοντά είς τη μαστέλα,
Καί άφες τα κλεισμένα εκεί οκτώ, ή δέκα μέρες,
'Οπου φυσούν είς το νερό και παίζουν οι αέρες.
Εν όσω κάνει το νερό κλού, κλού, είναι σημείον
Οτ' είν' ο μούστος άβραστος ακόμα, μες' τ' αγγείον.
Αλλά οπόταν το νερό κλού, κλού πλέον δεν κάνει,
Ο μούστος έγινε κρασί, κι αυτό δεν σε λανθάνει.
Και γενομένο το κρασί διά να μη χαλάση,
Δύο, τρείς μέρες πάλ' εκεί, άφεστο ν' ησυχάση.
Καί τήν τετάρτη μοναχά, ή το πολύ την τρίτη,
Φέρε το στα βουτζία σου, αν έχης είς το σπίτι.
Και πρώτα ξέταστα καλά να 'ναι καθαρισμένα,
Και να μην είναι μυρωδιά κακή, εισέ κανένα.
Γιατί την παίρνουν παρευθύς τότε και τα κρασία
Και σου χαλάνε άδικα γι' αυτήν τη δυσώδια.
'Επειτα μήπως κ' είς τ' αγγειά ακόμα μεταβράσουν,
Κι απ' τον βρασμόν έξω χυθούν, και τα βουτζία σπάσουν.
Τάς τρύπας άνοιξε κι εκεί διά να μη σε σφάλη
Κι έχε σκουτέλες με νερά, και σουληνάρια πάλι,
Κι ήσυχα κράτειτα κ' εκεί κι' ανέγκικτα δύο μήνες,
Και αποφεύγεις το κακόν με τσ' ίδιες τέχνες 'κείνες.
'Υστερ' απ' όλα σου τ' αγγειά, τα σουληνάρια πέτα,
Και τες σκουτάλες τζάκιζε, και τα νερά χυνέ τα.
Και ελαφρούς ευρές φελλούς, και βούλωνε να μένουν,
Καλά κλεισμένα τα κρασιά, να μη σου ξεθυμένουν.
'Ετσι φτιασμένο το κρασί και χωρίς σκευασίες,
Αυξάνει δέκα τα 'κατόν, κρατεί πολυκαιρίες.
Και γίνεται καλύτερο, ώστε να αγαλιάζει,
Εκείνος όπου το πουλεί, 'κείνος 'που τ' αγοράζει.
Πίνε λοιπόν καλά κρασιά κι ακόμη στήν υγείαν
Κ' εκείνου όπου σου 'γραψε, αυτήν την ερμηνείαν.''
Σχόλιο από Skouliki:
Ευχαριστώ θερμά την Καίτη Λυμούρη για την διάθεση της εργασίας προς δημοσίευση εδώ!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!