Ήταν στα δώδεκα το Ρινιώ όταν για πρώτη φορά είδε στο τεράστιο λευκό,βαμβακερό βρακάκι της σταγόνες αίμα. Τρομαγμένη έτρεξε να βρει την μητέρα της. Καθόταν μαζί με τη γιαγιά στην αυλή του σπιτιού,κάτω από τη σκιά της κληματαριάς και πλέκανε ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους ελάχιστους περαστικούς που περνούσαν έξω από την πόρτα τους.
“Μάνα τρέχει αίμα και δεν χτύπησα πουθενά. Λες με δάγκωσε το θεριό που μου'λεγες,χρόνια τώρα, ως κρύβεται παντού σαν νυχτώσει και ορμάει στα κορίτσια που θα τολμήσουν να βγουν από το σπίτι τους μετά τη δύση; Δεν στο είπα,αλλά χθες βράδυ, αφού είχατε ξαπλώσει όλοι, άνοιξα κρυφά την πόρτα του σπιτιού και κάθησα για λίγο στο πλατύσκαλο. Χάζευα τον ουρανό, μέτραγα τ'αστέρια και μύριζα τα λουλούδια του κήπου μας. Αισθανόμουν κάτι να φουσκώνει μέσα μου, η καρδιά μου χτύπαγε γρήγορα και δεν μπόραγα να τη σταματήσω. Μα δεν είδα τίποτα κακό.”
Γιαγιά και μάνα κοιτάχτηκαν στα μάτια. Το Ρινιώ κοιτούσε μια τη μια και μια την άλλη με αγωνία και περίμενε να της πούνε μια λέξη. Λαχταρούσε να χωθεί στην αγκαλιά τους όπως έκανε όταν ήταν μικρή μα κάτι την κρατούσε,χωρίς να ξέρει τι. Ολα τα παραμύθια που της έλεγαν πέρασαν μπροστά απ'τα μάτια της, εικόνες ξεχασμένες και τόσο ζωντανές μαζί. Ένιωθε το κορμί της να τρέμει μα περισσότερο έτρεμε η ψυχή της. Συναισθήματα πρωτόγνωρα και δυνατά την συγκλόνιζαν κι ψαχνε απεγνωσμένα στα μάτια των δυο γυναικών απάντηση.
“Έγινες πια γυναίκα” της είπε πρώτη η γιαγιά και κοίταξε την κόρη της που είχε δακρύσει.
“Από δω και πέρα θα πρέπει να προσέχεις τ'αγόρια, να μην τ'αφήνεις να σε πλησιάζουν και να σ'ακουμπάνε γιατί θα κολλήσεις αρρώστια και θα πεθάνεις. Τράβα τώρα να παίξεις κι αργότερα, μετά το φαγητό θα σου πει η μάνα σου τι πρέπει να κάνεις. Σύρε κόρη μου και από αύριο θ'αρχίσουμε να σου μαθαίνουμε να κάνεις δουλειές και να μαγειρεύεις, όπως πρέπει να κάνει κάθε γυναίκα.”
Το Ρινιώ μπερδεμένο κι απορημένο μπήκε στο σπίτι μα δεν έκλεισε την πόρτα. Κρύφτηκε από πίσω κι έστησε αυτί ν'ακούσει τι θα λέγανε οι δυο γυναίκες.
“Μικρή της ήρθανε” είπε η γιαγιά.
“Τώρα κόρη μου πρέπει να της μιλήσεις, να της ετοιμάσεις τα πανιά της και να βιαστούμε να ετοιμάσουμε τα προικιά της. Τελειώνει φέτος το σχολείο και με τον χαρακτήρα που έχει καλύτερα να την παντρέψουμε μικρή μην δούμε ρεζιλίκια.”
Η μάνα της συγκινημένη μα και λυπημένη-γιατί άραγε;- μπήκε στο σπίτι.
Έψαξε το Ρινιώ και αγκαλιάζοντάς την απ'τον ώμο της είπε.
“Πάμε κόρη μου στην κουζίνα να μιλήσουμε. Δεν περίμενα να έρθει τόσο γρήγορα αυτή η στιγμή μα........”
Άφησε μισοτελειωμένη τη φράση της και αφού καθήσανε στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας άρχισε να της μιλάει κομπιαστά στην αρχή.
''Τώρα πια έγινες γυναίκα. Από δω και πέρα αυτό που είδες θα γίνεται μια φορά το μήνα και ο λόγος που γίνεται είναι για να κάνεις παιδιά.''
''Τι σημαίνει έγινα γυναίκα μαμά; Και γιατί πρέπει να ματώνω για να κάνω παιδιά; Κι αν δεν θέλω; Κι αν φοβάμαι;...........”
Ένας ποταμός ερωτήσεων και μια έρημος απαντήσεων. Κοίταζε τη μάνα της στα μάτια,κρεμόταν από τα χείλη της,αλλά μάταια περίμενε απαντήσεις.
“Μεσημέριασε και όπου να'ναι θα γυρίσει ο πατέρας σου από τη δουλειά. Βοήθα να στρώσουμε το τραπέζι και σιγά σιγά θα σου πω κι άλλα. Μέχρι τότε να θυμάσαι καλά αυτά που σου είπε η γιαγιά σου για τ'αγόρια και να μη ρωτάς πολλά”
Το Ρινιώ, καταλαβαίνοντας πως δεν υπήρχε περίπτωση να της κλέψει άλλα λόγια, η μάνα της ήταν πάντα λιγομίλητη, την βοήθησε να στρώσει το τραπέζι μα εκείνη τη μέρα δεν ήθελε να κάτσει μαζί τους για φαγητό. Ήθελε να μείνει μόνη στο δωμάτιό της, να προσπαθήσει να χωνέψει όσα της είπανε μα περισσότερο να καταλάβει την καινούργια φάση στην οποία καταλάβαινε πως είχε μπει και κάτι μέσα της της έλεγε πως δεν θα ήταν εύκολη. Κουλουριασμένη στο κρεβάτι της, αγκαλιά με την αγαπημένη της κούκλα, έλεγε και ξανάλεγε ψιθυριστά “Τώρα πια έγινα γυναίκα” και στο μυαλό της χορεύανε μπερδεμένες εικόνες από γυναικεία πρόσωπα. Γιαγιά, μάνα, θειάδες, ξαδέρφες, γειτόνισσες μα και πιο λαμπερές. Ηθοποιοί, τραγουδίστριες....
Κι αυτές γυναίκες είναι σκεφτόταν. Μα κι η γιατρίνα που είδε στο νοσοκομείο που είχανε πάει όταν είχε αρρωστήσει παππούς......
Κι εκείνη η “παστρικιά” όπως τη λέγανε όλοι , που έμενε στην άκρη του χωριού και την επισκεφτότανε μονάχα άντρες. Ήταν όμορφη,με φανταχτερά ρούχα, βαμμένη και αρωματισμένη πάντα. Τα χέρια της κατάλευκα, γεμάτα δαχτυλίδια, δώρα των ανδρών. Κάπνιζε, έπινε, έβριζε μα είχε μια γλύκα στο βλέμμα κάθε που έβλεπε παιδί.
Γυναίκα ήταν κι εκείνη η κυρία που ανακάλυψε ένα φάρμακο-πώς τη λέγανε δεν θυμόταν-κι η άλλη, η καλόγρια που γυρνούσε όλο τον κόσμο κι έκανε καλό..........
“Ρινιώ πού είσαι; ακούστηκε η φωνή του πατέρα της “Έλα στο τραπέζι,τρώμε”
“Δεν έχω όρεξη για φαγητό πατέρα, δεν αισθάνομαι καλά” ψιθύρισε το Ρινιώ βγάζοντας μόνο το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας της κουζίνας.
“΄Αφησέ την σήμερα, ας μην κάτσει μαζί μας για φαγητό. Από αύριο θα είναι μαζί μου στην κουζίνα να βοηθάει και να μαθαίνει. Σε λίγες μέρες τελειώνει το σχολείο και θα είναι πια σπίτι. Μεγάλωσε και ήρθε η ώρα της να γίνει νοικοκυρά.
”“Δεν θέλω να γίνω νοικοκυρά” αντέδρασε η Ρινιώ.
“Θέλω να πάω σχολείο, να μάθω κι άλλα γράμματα κι όταν έρθει η ώρα να πάω στο Πανεπιστήμιο, να σπουδάσω, να δουλέψω......”
Πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα της ένιωσε να ζαλίζεται από τον πόνο. Ήταν η τσιμπιά που της έριξε η μάνα της που από την πρώτη κουβέντα είχε βρεθεί δίπλα της με μια αστραπιαία κίνηση.
“Γρήγορα στο δωμάτιό σου”της είπε αυστηρά.
“Ακόμα δε βγήκες απ' τ' αυγό και μιλάς έτσι μπροστά μας. Τα καλά κορίτσια υπακούνε τους γονείς τους και δεν αντιμιλάνε. Άκου σπουδές και αηδίες. Τι νόμισες; Θα σ'αφήσω να γίνεις καμμιά παστρικιά;”
Άναψε και κόρωσε η μάνα κι η μικρή Ρινιώ λίγο πριν φύγει ψέλλισε μόνο “Μα είπες πως έγινα γυναίκα.......” και χάθηκε πίσω από την πόρτα.
Μέσα στην κουζίνα οι γονείς κοιταχτήκανε με νόημα.
“Άντρα μου εσύ ξέρεις καλύτερα μα νομίζω πως πρέπει να την παντρέψουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αν μείνει έτσι ρεζίλι θα μας κάνει το βρωμοκόριτσο. Δεν μπορώ να καταλάβω από πού άκουσε τέτοιες κουβέντες....
“Άστο γυναίκα, θα το κανονίσω εγώ. Εσύ μόνο το νου σου μην αρχίσει τα ξεπορτίσματα.”
Εκεί τελείωσε η συζήτηση και μέχρι τη μέρα που τέλειωσαν τα σχολεία κανένας δεν αναφέρθηκε σ'όλα αυτά.
Το Καλοκαίρι είχε μπει πια για τα καλά, η μέρα είχε μεγαλώσει τι ίδιο κι η ανησυχίας της Ρινιώς.
Κρυφακούγοντας στο σχολείο της μια συζήτηση έμαθε πως για να πάει γυμνάσιο έπρεπε να φτιάξουν οι γονείς της κάποια χαρτιά και να παίρνει κάθε μέρα το λεωφορείο να πηγαίνει στη μεγάλη πόλη. 'Οσο κι αν τους παρακάλεσε δεν δέχθηκαν με τίποτα να την γράψουν στο μεγάλο σχολείο.
Πέρασε το Καλοκαίρι, μάτωνε κάθε μήνα όπως της είχαν πει, μάτωσε κι η καρδιά της την πρώτη μέρα που είδε το λεωφορείο να παίρνει τ'αγόρια που θα πηγαίνανε στο γυμνάσιο.
Κλείστηκε στον εαυτό της και μέρες μετά αποφάσισε να πλησιάσει κάποιο από εκείνα να του ζητήσει να δει τα βιβλία του. Ήταν τοση η λαχτάρα της που ξέχασε όσα της είχαν πει οι δικοί της για τ'αγόρια. Ευτυχώς το παλικάρι που πλησίασε ήταν πολύ ευγενικό και καταλαβαίνοντας την αγωνία της της υποσχέθηκε πως θα της δίνει τα βιβλία του κάθε Κυριακή να τα βλέπει και πως σαν τελείωνε τη χρονιά θα της τα έδινε για δικά της.
Χαρηκε τόσο η Ρινιώ που τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ήταν άτυχη όμως και την είδεε η κουτσομπόλα γειτόνισσα που σαν το διάολο βρέθηκε εκείνη την ώρα στο δρόμο.
Αποτέλεσμα; Η Ρινιώ βρέθηκε κλειδωμένη στο σπίτι, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μάνας και της γιαγιάς, χωρίς δικαίωμα να ξαναβγεί μόνη έξω.
Πέρασε ολόκληρη η χρονιά, έκανε δουλειές, έμαθε να μαγειρεύει, να πλένει κι όταν είχε ελεύθερο χρόνο να ονειρεύεται. Κρυφά τα βράδια έγραφε σ'ένα τετράδιο όλα όσα ήθελε να κάνει στη ζωή της και απαγορευόταν. Έτσι της λέγανε. Γιατί ήταν γυναίκα.
Το επόμενο πια Καλοκαίρι το παλικάρι που δεν είχε ξεχάσει την υπόσχεσή του της άφησε μια νύχτα στο παράθυρό της όλα τα βιβλία του κι ένα σημείωμα.
“Εγώ δεν τα χρειάζομαι πια, στα χαρίζω.Λυπάμαι..........”
Η Ρινιώ ήταν τόσο ευτυχισμένη που άρχισε να χαμογελά και πάλι. Ρουφούσε όσα γράφανε κι ονειρευότανε και λαχταρούσε μέχρι που ένα βράδυ του επόμενου Χειμώνα έπιασε τη μάνα της και της είπε.
“Μάνα ξέρω πως μ'αγαπάς και θέλεις το καλό μου αλλά πες μου σε παρακαλώ τι σημαίνει είμαι γυναίκα;”
Η μάνα της την κοίταξε ξαφνιασμένη και δεν μίλησε για λίγο. Ύστερα έστρωσε την ποδιά της και της έδειξε να καθήσει δίπλαα της.
“Κόρη μου είμαι γυναίκα σημαίνει είμαι ικανή να δημιουργήσω ζωή. Είμαι δυνατή και ικανή να στέκομαι δίπλα στον άντρα μου, να παλεύω μαζί του για την οικογένειά μου, να μην αντιμιλώ, να υπομένω και να μεγαλώνω παιδιά”
“Μα καλά βρε μάνα”είπε η Ρινιώ “είναι τόσο σπουδαίο πράγμα το να μπορώ να δημιουργήσω ζωή. Πώς γίνεται λοιπόν να μην μπορώ να ορίζω τον εαυτό μου;”
''Τι λόγια είναι αυτά που λες, κορίτσι πράμα; Γρήγορα στο δωμάτιό σου κακομοίρα μου και μην ακούσω ξανά τέτοια λόγια” είπε θυμωμένη η μάνα της
Εκείνο το βράδυ κρυφάκουσε πάλι την κουβέντα της μάνας με τη γιαγιά και το μόνο που κατάλαβε από τα μισόλογά τους ήταν πως τα πράγματα δεν θα ήταν εύκολα για εκείνη.
Από την επόμενη μέρα λοιπόν ορκίστηκε στον εαυτό της πως δεν θα μίλαγε ποτέ πια και σε κανέναν για όσα ήθελε να ζήσει. Πέρασαν άλλα δυο χρόνια, μονότονα και βαρετά και μόνο το τετράδιό της γέμιζε από σκέψεις που γεννούσαν τα βιβλία που συνέχιζε να της δίνει “το αγόρι”.
Ήταν πια δεκαεπτά χρονών όταν πέθανε η γιαγιά. Στην κηδεία της εκείνη ήταν χαρούμενη. Όχι γιατί πέθανε η γιαγιά, με τα χρόνια κατάλαβε πως δεν ήταν κακιά, αλλά γιατί είχε ευκαιρία να δει κόσμο και να βγει απ'το σπίτι.
Εκείνο το βράδυ, λίγο πριν κλειδωθεί και πάλι σπίτι συνάντησε το “αγόρι”.
Είχε τελειώσει πια το σχολείο, είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο και σε λίγες μέρες θα έφευγε για την Αθήνα να σπουδάσει. Της έδωσε κρυφά ένα σημείωμα.
Αν θες άνοιξε το παράθυρό σου το βράδυ να σου φέρω κι άλλα βιβλία. Θα είμαι στη γωνιά απέναντι από το σπίτι σου και θα περιμένω ν'ανοίξεις.”
Αλέξης
Κοκκίνησε, λαχτάρησε, φοβήθηκε, τόλμησε. Κι άνοιξε το παράθυρό της κι ήρθε ο Αλέξης και μαζί του τα πολυπόθητα βιβλία μα και κάποιος άλλος. Ο έρωτας!
Άμαθη όπως ήταν στις συναναστροφές αλλά και περίεργη να μάθει του πρότεινε να μπει στο δωμάτιό της. Εκείνος ξαφνιάστηκε αλλά το έκανε. Η ζωή προχωρούσε, προχωρά και θα προχωρά.
Στην αρχή μιλούσανε ψιθυριστά, της έλεγε για τα μέρη που επισκέφτηκε, τα βιβλία που διάβασε, τα μαθητικά χρόνια που άφηνε πίσω του...
Της μίλησε για το νέο βήμα που ετοιμαζόταν να κάνει και της εξομολογήθηκε πως είχε αγωνία.
Τους βρήκε το ξημέρωμα να μιλάνε και πού και πού την άγγιζε δειλά. Πριν ξημερώσει τελείως έφυγε σαν τον κλέφτη κι η τελευταίες του λέξεις ήτανε “θες να ξανάρθω το βράδυ;”
Ναι έγνεψε εκείνη με καρδιοχτύπι κι έκλεισε γρήγορα το παράθυρο.
Όλη την επόμενη μέρα χαμογελούσε και σιγοτραγουδούσε. Κρυβόταν μη πάρει κάποιος είδηση τη χαρά της και καταλάβει κάτι. Παρακαλούσε να νυχτώσει να τον ξαναδεί. Κι αυτό γινόταν μέχρι που εκείνος έφυγε για την Αθήνα.
Το Ρινιώ έμεινε μόνο κι έκλαιγε, εκλαιγε....μέχρι που η μάνα της ανησύχησε.
“Τι έχεις κόρη μου;”τη ρώτησε μετά από μέρες.
“Θέλω να ταξιδέψω μάνα, να γνωρίσω κι άλλα μέρη, να βγω έξω, να μυρίσω τους ανθρώπους, να ερωτευτώ, ΝΑ ΖΗΣΩ”
Αλαφιασμένη η μάνα της βγήκε από το δωμάτιο. Εκείνη ήξερε.
Μερικές μέρες αργότερα ήρθε στο σπίτι ο γαμπρός. Συγχωριανός, αρκετά μεγαλύτερός της αλλά δουλευταράς όπως της είπανε οι δικοί της. Μέσα σε μια βδομάδα έγιναν οι αρραβώνες κι ορίστηκε η ημερομηνία του γάμου.
Πλησίαζαν τα γενέθλιά της και το Ρινιώ ήταν συνέχεια κλαμμένο.
“Δεν τον θέλω ρε μάνα. Δε με νοιάζει που είναι δουλευταράς. Δε με νοιάζει που εσείς θέλετε να τον πάρω. Θέλω να ζήσω. Καταλαβαίνεις; Άσε με να πάω λίγες μέρες στην Αθήνα, να την δω. Θα μείνω στη θεία, να ψωνίσω και μερικά ρούχα. Δεν θα βγω έξω μόνη καμμιά φορά. Μόνο με τη θεία. Σε παρακαλώ. Και όταν γυρίσω θα πάρω αυτόν που θέλετε. Άσε με να ζήσω για λίγο μόνο κι ύστερα θα κάνω αυτό που θέλετε.”
Κι έγινε το θαύμα! Την παραμονή των γενεθλίων της η μάνα της είπε.
“Αύριο φεύγεις για Αθήνα. Τα κανονίσαμε με τη θεία σου. Θα σε πάει ο πατέρας σου στον σταθμό και μόλις φτάσεις θα σε περιμένει ο θείος σου. Πρόσεχε κακομοίρα μου μη μας κάνεις ρεζίλι. Θα είσαι υπάκουη και σεβαστική. Ακούς; Αλλιώς.........”
“Ησύχασε μάνα θα είμαι το καλύτερο κορίτσι. Σ'ευχαριστώ!!! Θ σου φέρω δώρο κι ένα όμορφο φουστάνι από το καλύτερο μαγαζί!' Εννοια σου!!!!”
Τα έλεγε και χοροπηδούσε από τη χαρά της. Όλη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί και το πρωί ήταν από ώρα έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι.
Μέχρι να φτάσουν στο σταθμό ο πατέρας της την κρυφοκοιτούσε αμίλητος. Μόνο τη στιγμή που ξεκινούσε το τραίνο της φώναξε:
“Θέλω να πάω σχολείο, να μάθω κι άλλα γράμματα κι όταν έρθει η ώρα να πάω στο Πανεπιστήμιο, να σπουδάσω, να δουλέψω......”
Πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα της ένιωσε να ζαλίζεται από τον πόνο. Ήταν η τσιμπιά που της έριξε η μάνα της που από την πρώτη κουβέντα είχε βρεθεί δίπλα της με μια αστραπιαία κίνηση.
“Γρήγορα στο δωμάτιό σου”της είπε αυστηρά.
“Ακόμα δε βγήκες απ' τ' αυγό και μιλάς έτσι μπροστά μας. Τα καλά κορίτσια υπακούνε τους γονείς τους και δεν αντιμιλάνε. Άκου σπουδές και αηδίες. Τι νόμισες; Θα σ'αφήσω να γίνεις καμμιά παστρικιά;”
Άναψε και κόρωσε η μάνα κι η μικρή Ρινιώ λίγο πριν φύγει ψέλλισε μόνο “Μα είπες πως έγινα γυναίκα.......” και χάθηκε πίσω από την πόρτα.
Μέσα στην κουζίνα οι γονείς κοιταχτήκανε με νόημα.
“Άντρα μου εσύ ξέρεις καλύτερα μα νομίζω πως πρέπει να την παντρέψουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αν μείνει έτσι ρεζίλι θα μας κάνει το βρωμοκόριτσο. Δεν μπορώ να καταλάβω από πού άκουσε τέτοιες κουβέντες....
“Άστο γυναίκα, θα το κανονίσω εγώ. Εσύ μόνο το νου σου μην αρχίσει τα ξεπορτίσματα.”
Εκεί τελείωσε η συζήτηση και μέχρι τη μέρα που τέλειωσαν τα σχολεία κανένας δεν αναφέρθηκε σ'όλα αυτά.
Το Καλοκαίρι είχε μπει πια για τα καλά, η μέρα είχε μεγαλώσει τι ίδιο κι η ανησυχίας της Ρινιώς.
Κρυφακούγοντας στο σχολείο της μια συζήτηση έμαθε πως για να πάει γυμνάσιο έπρεπε να φτιάξουν οι γονείς της κάποια χαρτιά και να παίρνει κάθε μέρα το λεωφορείο να πηγαίνει στη μεγάλη πόλη. 'Οσο κι αν τους παρακάλεσε δεν δέχθηκαν με τίποτα να την γράψουν στο μεγάλο σχολείο.
Πέρασε το Καλοκαίρι, μάτωνε κάθε μήνα όπως της είχαν πει, μάτωσε κι η καρδιά της την πρώτη μέρα που είδε το λεωφορείο να παίρνει τ'αγόρια που θα πηγαίνανε στο γυμνάσιο.
Κλείστηκε στον εαυτό της και μέρες μετά αποφάσισε να πλησιάσει κάποιο από εκείνα να του ζητήσει να δει τα βιβλία του. Ήταν τοση η λαχτάρα της που ξέχασε όσα της είχαν πει οι δικοί της για τ'αγόρια. Ευτυχώς το παλικάρι που πλησίασε ήταν πολύ ευγενικό και καταλαβαίνοντας την αγωνία της της υποσχέθηκε πως θα της δίνει τα βιβλία του κάθε Κυριακή να τα βλέπει και πως σαν τελείωνε τη χρονιά θα της τα έδινε για δικά της.
Χαρηκε τόσο η Ρινιώ που τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ήταν άτυχη όμως και την είδεε η κουτσομπόλα γειτόνισσα που σαν το διάολο βρέθηκε εκείνη την ώρα στο δρόμο.
Αποτέλεσμα; Η Ρινιώ βρέθηκε κλειδωμένη στο σπίτι, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μάνας και της γιαγιάς, χωρίς δικαίωμα να ξαναβγεί μόνη έξω.
Πέρασε ολόκληρη η χρονιά, έκανε δουλειές, έμαθε να μαγειρεύει, να πλένει κι όταν είχε ελεύθερο χρόνο να ονειρεύεται. Κρυφά τα βράδια έγραφε σ'ένα τετράδιο όλα όσα ήθελε να κάνει στη ζωή της και απαγορευόταν. Έτσι της λέγανε. Γιατί ήταν γυναίκα.
Το επόμενο πια Καλοκαίρι το παλικάρι που δεν είχε ξεχάσει την υπόσχεσή του της άφησε μια νύχτα στο παράθυρό της όλα τα βιβλία του κι ένα σημείωμα.
“Εγώ δεν τα χρειάζομαι πια, στα χαρίζω.Λυπάμαι..........”
Η Ρινιώ ήταν τόσο ευτυχισμένη που άρχισε να χαμογελά και πάλι. Ρουφούσε όσα γράφανε κι ονειρευότανε και λαχταρούσε μέχρι που ένα βράδυ του επόμενου Χειμώνα έπιασε τη μάνα της και της είπε.
“Μάνα ξέρω πως μ'αγαπάς και θέλεις το καλό μου αλλά πες μου σε παρακαλώ τι σημαίνει είμαι γυναίκα;”
Η μάνα της την κοίταξε ξαφνιασμένη και δεν μίλησε για λίγο. Ύστερα έστρωσε την ποδιά της και της έδειξε να καθήσει δίπλαα της.
“Κόρη μου είμαι γυναίκα σημαίνει είμαι ικανή να δημιουργήσω ζωή. Είμαι δυνατή και ικανή να στέκομαι δίπλα στον άντρα μου, να παλεύω μαζί του για την οικογένειά μου, να μην αντιμιλώ, να υπομένω και να μεγαλώνω παιδιά”
“Μα καλά βρε μάνα”είπε η Ρινιώ “είναι τόσο σπουδαίο πράγμα το να μπορώ να δημιουργήσω ζωή. Πώς γίνεται λοιπόν να μην μπορώ να ορίζω τον εαυτό μου;”
''Τι λόγια είναι αυτά που λες, κορίτσι πράμα; Γρήγορα στο δωμάτιό σου κακομοίρα μου και μην ακούσω ξανά τέτοια λόγια” είπε θυμωμένη η μάνα της
Εκείνο το βράδυ κρυφάκουσε πάλι την κουβέντα της μάνας με τη γιαγιά και το μόνο που κατάλαβε από τα μισόλογά τους ήταν πως τα πράγματα δεν θα ήταν εύκολα για εκείνη.
Από την επόμενη μέρα λοιπόν ορκίστηκε στον εαυτό της πως δεν θα μίλαγε ποτέ πια και σε κανέναν για όσα ήθελε να ζήσει. Πέρασαν άλλα δυο χρόνια, μονότονα και βαρετά και μόνο το τετράδιό της γέμιζε από σκέψεις που γεννούσαν τα βιβλία που συνέχιζε να της δίνει “το αγόρι”.
Ήταν πια δεκαεπτά χρονών όταν πέθανε η γιαγιά. Στην κηδεία της εκείνη ήταν χαρούμενη. Όχι γιατί πέθανε η γιαγιά, με τα χρόνια κατάλαβε πως δεν ήταν κακιά, αλλά γιατί είχε ευκαιρία να δει κόσμο και να βγει απ'το σπίτι.
Εκείνο το βράδυ, λίγο πριν κλειδωθεί και πάλι σπίτι συνάντησε το “αγόρι”.
Είχε τελειώσει πια το σχολείο, είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο και σε λίγες μέρες θα έφευγε για την Αθήνα να σπουδάσει. Της έδωσε κρυφά ένα σημείωμα.
Αν θες άνοιξε το παράθυρό σου το βράδυ να σου φέρω κι άλλα βιβλία. Θα είμαι στη γωνιά απέναντι από το σπίτι σου και θα περιμένω ν'ανοίξεις.”
Αλέξης
Κοκκίνησε, λαχτάρησε, φοβήθηκε, τόλμησε. Κι άνοιξε το παράθυρό της κι ήρθε ο Αλέξης και μαζί του τα πολυπόθητα βιβλία μα και κάποιος άλλος. Ο έρωτας!
Άμαθη όπως ήταν στις συναναστροφές αλλά και περίεργη να μάθει του πρότεινε να μπει στο δωμάτιό της. Εκείνος ξαφνιάστηκε αλλά το έκανε. Η ζωή προχωρούσε, προχωρά και θα προχωρά.
Στην αρχή μιλούσανε ψιθυριστά, της έλεγε για τα μέρη που επισκέφτηκε, τα βιβλία που διάβασε, τα μαθητικά χρόνια που άφηνε πίσω του...
Της μίλησε για το νέο βήμα που ετοιμαζόταν να κάνει και της εξομολογήθηκε πως είχε αγωνία.
Τους βρήκε το ξημέρωμα να μιλάνε και πού και πού την άγγιζε δειλά. Πριν ξημερώσει τελείως έφυγε σαν τον κλέφτη κι η τελευταίες του λέξεις ήτανε “θες να ξανάρθω το βράδυ;”
Ναι έγνεψε εκείνη με καρδιοχτύπι κι έκλεισε γρήγορα το παράθυρο.
Όλη την επόμενη μέρα χαμογελούσε και σιγοτραγουδούσε. Κρυβόταν μη πάρει κάποιος είδηση τη χαρά της και καταλάβει κάτι. Παρακαλούσε να νυχτώσει να τον ξαναδεί. Κι αυτό γινόταν μέχρι που εκείνος έφυγε για την Αθήνα.
Το Ρινιώ έμεινε μόνο κι έκλαιγε, εκλαιγε....μέχρι που η μάνα της ανησύχησε.
“Τι έχεις κόρη μου;”τη ρώτησε μετά από μέρες.
“Θέλω να ταξιδέψω μάνα, να γνωρίσω κι άλλα μέρη, να βγω έξω, να μυρίσω τους ανθρώπους, να ερωτευτώ, ΝΑ ΖΗΣΩ”
Αλαφιασμένη η μάνα της βγήκε από το δωμάτιο. Εκείνη ήξερε.
Μερικές μέρες αργότερα ήρθε στο σπίτι ο γαμπρός. Συγχωριανός, αρκετά μεγαλύτερός της αλλά δουλευταράς όπως της είπανε οι δικοί της. Μέσα σε μια βδομάδα έγιναν οι αρραβώνες κι ορίστηκε η ημερομηνία του γάμου.
Πλησίαζαν τα γενέθλιά της και το Ρινιώ ήταν συνέχεια κλαμμένο.
“Δεν τον θέλω ρε μάνα. Δε με νοιάζει που είναι δουλευταράς. Δε με νοιάζει που εσείς θέλετε να τον πάρω. Θέλω να ζήσω. Καταλαβαίνεις; Άσε με να πάω λίγες μέρες στην Αθήνα, να την δω. Θα μείνω στη θεία, να ψωνίσω και μερικά ρούχα. Δεν θα βγω έξω μόνη καμμιά φορά. Μόνο με τη θεία. Σε παρακαλώ. Και όταν γυρίσω θα πάρω αυτόν που θέλετε. Άσε με να ζήσω για λίγο μόνο κι ύστερα θα κάνω αυτό που θέλετε.”
Κι έγινε το θαύμα! Την παραμονή των γενεθλίων της η μάνα της είπε.
“Αύριο φεύγεις για Αθήνα. Τα κανονίσαμε με τη θεία σου. Θα σε πάει ο πατέρας σου στον σταθμό και μόλις φτάσεις θα σε περιμένει ο θείος σου. Πρόσεχε κακομοίρα μου μη μας κάνεις ρεζίλι. Θα είσαι υπάκουη και σεβαστική. Ακούς; Αλλιώς.........”
“Ησύχασε μάνα θα είμαι το καλύτερο κορίτσι. Σ'ευχαριστώ!!! Θ σου φέρω δώρο κι ένα όμορφο φουστάνι από το καλύτερο μαγαζί!' Εννοια σου!!!!”
Τα έλεγε και χοροπηδούσε από τη χαρά της. Όλη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί και το πρωί ήταν από ώρα έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι.
Μέχρι να φτάσουν στο σταθμό ο πατέρας της την κρυφοκοιτούσε αμίλητος. Μόνο τη στιγμή που ξεκινούσε το τραίνο της φώναξε:
“Πρόσεχε. Αυτό σου λέω μόνο. Καλό ταξίδι”
“Ευχαριστώ. Σας αγαπώ όλους” φώναξε χαρούμενη αλλά δεν ξέρει τι πρόλααβε ν'ακούσει ο πατέρας της.
Μετά από ώρες ταξιδιού έφτασε στη μεγάλη πόλη. Στον σταθμό πράγματι την περίμενε η θεία της, η αδελφή της μάνας της. Πόσο διαφορετική ήταν εκείνη.
Ντυμένη με μοντέρνα ρούχα, βαμμένη και τόσο μα τόσο όμορφη!!!
“Καλώς την όμορφη ανηψούλα μου! Χρόνια σου πολλά κουκλίτσα μου! Να σε χαιρόμαστε!!! Μα εσύ έγινες ολόκληρη γυναίκα!!! Έλα να σε φιλήσω,να σε καμαρώσω!!!”
Το Ρινιώ σαστισμένο αλλά και χαρούμενο χώθηκε στην αγκαλιά της. Δεν είχε συνηθίσει σε τόσο εγκάρδια συμπεριφορά.
Όταν βρεθήκανε μόνες στο σπίτι η θεία της άρχισε να τη ρωτάει για τους συγγενείς, για το πώς περνούσε στο χωριό, να της μιλάει για την Αθήνα, τη διαφορετική ζωή που γνώρισε από τη στιγμή που έφυγε εκείνη από το χωριό.....
Κουβέντα στην κουβέντα νύχτωσε σχεδόν κι η θεία της της πρότεινε να βγούνε έξω να γιορτάσουν τα γενέθλιά της. Βρεθήκανε σε ένα όμορφο εστιατόριο, με πολύ κόσμο, ντυμένους με ωραία ρούχα. Η Ρινιώ χάζευε σαστισμένη γύρω της. Άντρες και γυναίκες μαζί, μιλούσαν, αγκαλιαζόντουσαν......
“Θεία να σε ρωτήσω κάτι;” μίλησε ξαφνικά.
“Τι σημαίνει είμαι γυναίκα;”
Η θεία της την κοίταξε, χαμογέλασε και της είπε.
“Κοριτσάκι μου, επειδή ξέρω τις απόψεις της αδελφής μου σ΄αυτό το θέμα, προτιμώ να μη σου πω τίποτα, Άλλωστε είσαι πολύ έξυπνο κορίτσι, θα το ανακαλύψεις μόνη σου.
Η Ρινιώ δεν θέλησε να τη ζορίσει περισσότερο αλλά αισθάνθηκε πως ήθελε να της μιλήσει για τον Αλέξη.
“Θεία,ξέρεις πως οι γονείς μου με αρραβωνιάσανε και πως σε λιγότερο από έξι μήνες θα με παντρέψουν. Υπάρχει όμως ένα παλικάρι,εδώ στην Αθήνα...................”
Της είπε με λίγα λόγια την ιστορία και συνέβη κάτι που ούτε στα όνειρά της μπορούσε να φανταστεί.
“Θέλεις να τον δεις ε;” την ρώτησε η θεία της.
“Αλήθεια θα μ'αφήσεις να τον δω χωρίς να πεις τίποτα στους γονείς μου;” ρώτησε με αγωνία η Ρινιώ.
“Αχ κοριτσάκι μου, η ζωή είναι τόσο μα τόσο μικρή.....”είπε η θεία της μ'ένα θλιμμένο χαμόγελο.
“Ξέρεις όμως πού μένει; Έχεις το τηλέφωνό του;”
“Να εδώ τα έχω όλα”της απάντησε αναψοκοκκινισμένη η Ρινιώ κι έβγαλε από τον κόρφο της ένα τσαλακωμένο χαρτάκι.
“Εντάξει τότε. Μόλις γυρίσουμε σπίτι θα του τηλεφωνήσουμε και θα του προτείνουμε να έρθει, αν θέλει αύριο σπίτι. Ευχαριστημένη;”
“Θεία μου είναι το ομορφότερο δώρο που θα μπορούσες να μου κάνεις!!!!”
Την επόμενη μέρα το απόγευμα ο Αλέξης ήταν στο σπίτι της θείας της. Κι εκείνη μετά από λίγο βγήκε διακριτικά από το σαλόνι αφήνοντας τα δυο παιδιά να πουν τα δικά τους.
Μιλούσανε, μιλούσανε κι αγγιζόντουσαν συνεχώς. Ειπώθηκαν πολλές αλήθειες. Και λίγο πριν χωρίσουν υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον πως θα ξαναβρεθούνε κι ας ξέρανε πως κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατον. Η Ρινιώ ένιωθε την ψυχή της να ματώνει και λίγο πριν τον ξεπροβοδίσει χώθηκε στην αγκαλιά του και του είπε.
Είμαι γυναίκα. Γι'αυτό ματώνω. Στο σώμα και στην ψυχή. Μα θέλω μια χάρη. Φίλησε με για μια φορά στα χείλη. Θέλω να είσαι εσύ ο πρώτος άντρας που θα με φιλήσει.”
Εκείνος, χωρίς να πει λέξη, έσκυψε και την φίλησε τρυφερά. Της χάιδεψε το μάγουλο κι έφυγε σαν κυνηγημένος. Δεν θέλησε να την εκμεταλλευτεί ερωτικά αν κι ένιωσε πως το λαχταρούσε τόσο!
Όχι γιατί δεν ήθελε αλλά γιατί την σεβάστηκε. Για εκείνον η γυναίκα ήταν ένα πρόσωπο που άξιζε όλο τον σεβασμό του κόσμου. Κι αυτό του το έμαθε η “παστρικιά” που έμενε στο τελευταίο σπίτι του χωριού του και την επισκεφτόταν σαν νέος. Αλλά αυτό δεν το είχε πει σε κανέναν.
Την επόμενη μέρα θεία και ανηψιά πήγανε στα μαγαζιά για να πάρουν μερικά πράγματα για τον επικείμενο γάμο κι ένα φουστάνι για τη μάνα της Ρινιώς.
“Αυτό είναι πολύ όμορφο” είπε η Ρινιώ βλέποντας ένα κατακόκκινο φουστάνι.
“Θα'θελα να δω τη μάνα μου να το φοράει αλλά ξέρω πως μόνο που θα το δει θα θυμώσει. Αλλά θα της το πάρω. Κι ας μου θυμώσει. Αυτό ήθελα να φοράει κι όχι τα μαύρα ρούχα που ντύνεται λες κι είναι γριά.”
Προχώρησε αποφασιστικά στο ταμείο. Πλήρωσε και φύγανε.
Την επόμενη μέρα γύρισε στο χωριό κι άρχισαν οι ετοιμασίες για τον γάμο.
Το φουστάνι το έδωσε στη μάνα της. Εκείνη το κοίταξε και χωρίς να πει κουβέντα το έκλεισε μέσα στο σεντούκι της.
Οι μέρες περνούσαν κι έφτασε η μέρα του γάμου. Η Ρινιώ μέσα στο λευκό νυφικό της φαινόταν μικρή, χαμένη και χλωμή.
Και μάτωνε η ψυχούλα της. Γιατί ήταν γυναίκα.
Μετά το μυστήριο και λίγο πριν τελειώσει το γλέντι η μάνα της την πήρε στη νυφική κάμαρα και της μίλησε για όσα θ'ακολουθούσαν. Παραζαλισμένη άκουγε λόγια για συζυγικά καθήκοντα,δικαιώματα του άντρα της, να μην του φέρνει αντιρρήσεις και να τον δέχεται κάθε που πλάγιαζε δίπλα της.......
Χρόνος για λεπτομέρειες δεν υπήρχε και φυσικά όλα γίνανε έτσι επειδή....ήταν γυναίκα!
Μόνη πια με τον νόμιμο σύζυγο, στο συζυγικό κρεβάτι ένιωσε έναν πόνο κι αίμα βγήκε ανάμεσα απ'τα σκέλια της κι έγινε γυναίκα!
Της φέρθηκε σκληρά, απότομα, μπαινόβγαινε μέσα της με βία και ξεφυσούσε, κι ίδρωνε κι εκείνη σκεφτόταν το μοναδικό, τρυφερό φιλί του Αλέξη και σφιγγόταν μην κλάψει και μάτωνε μέσα της γιατί ήταν γυναίκα.
Περνούσε ο καιρός και σταμάτησε να αιμορραγεί κάθε μήνα. Λες να έπαψα να είμαι γυναίκα αναρωτήθηκε και χάρηκε για λίγο γιατί αυτή η αιμορραγία πονούσε. Την ψυχή της.
Σε λίγους μήνες έγινε μάνα. Πάλι πόνος, πάλι αίμα γιατί ήταν γυναίκα!
Έγινες μάνα πια της είπε η μαμμή που την βοήθησε να ξεγεννήσει. Τώρα έχεις ευθύνες απέναντι σ'αυτό το πλασματάκι. Κανόνισε να το μεγαλώσεις σωστά και να την κάνεις μια τίμια γυναίκα.
Πόσο έκλαψε εκείνο το βράδυ.
“Λεχώνα είναι, δεν πειράζει” λέγανε όλοι και χαμογελούσαν που τη βλέπανε να κλαίει μα εκείνη έκλαιγε επειδή γέννησε κόρη που σαν μεγάλωνε θα γινόταν γυναίκα! Και θα μάτωνε.
Μεγάλωνε το κοριτσάκι της όσο μπορούσε πιο ελεύθερα.
“Κανόνισε να την κάνεις “παστρικιά” έτσι που την αναθρέφεις” της έλεγε στριφνά η μάνα της που όσο περνούσε ο καιρός βάραινε από τα γηρατιά αλλά και το βάρος του να είναι γυναίκα.
Όταν η κόρη της έφτασε τα δώδεκα σκοτώθηκε με τον άντρα της για να πάει το κορίτσι στο γυμνάσιο!
Πόσο ξύλο έφαγε εκείνο το βράδυ και μάτωσε. Γιατί ήταν γυναίκα!
Τελικά όμως τα κατάφερε κι η κόρη της τελείωσε το γυμνάσιο με πολύ καλούς βαθμούς. Επόμενο ήταν να θελήσει να προχωρήσει παραπάνω.
“Κόρη μου θες να πας στο Πανεπιστήμιο;” τη ρώτησε
“Το ρωτάς μάνα; Αλλά τι θα πει ο πατέρας που θέλει να με παντρέψει όπως οι δικοί σου; Θα μας σκοτώσει και τις δυο αν πούμε πως θέλω να φύγω.”
“Μη νοιάζεσαι κόρη μου και θα τα κανονίσω όλα. Είμαστε γυναίκες. Και ματώνουμε. Κι αυτό το αίμα είναι δύναμη. Πέτα μακριά. Και ζήσε. Τα υπόλοιπα άστα σε μένα.”
Σε λίγους μήνες, με αρκετό κόπο και φασαρίες η μικρή ήταν στην Αθήνα. Από κοντά κι η Ρινιώ. Να την τακτοποιήσει. Ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που χρειάστηκαν τα είχε δώσει στα κρυφά η παστρικιά που πια δεν δεχόταν άντρες σπίτι της μιας και είχε γεράσει πολύ αλλά φρόντισε τα χρήματα που είχε μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια να τα μοιράσει σε γυναίκες που θέλανε να ξεφύγουνε. Για να σταματήσουν να ματώνουν στην ψυχή. Επειδή ήταν γυναίκες.
Η Ρινιώ δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πια στο χωριό. Κι είχε την δικαιολογία πως έπρεπε να προσέχει την κόρη της. Μην πάρει τον κακό δρόμο.
Κάποια μέρα, τυχαία,συνάντησε στον δρόμο τον Αλέξη. Κι ήταν πια τριανταοχτώ χρονών εκείνη και σαράντα ο Αλέξης.
Αρχίσανε να βγαίνουνε φιλικά στην αρχή. Μετά από αρκετό καιρό βρέθηκαν στο σπίτι του. Οι δυο τους. Κι εκεί για πρώτη φορά ενώθηκαν ερωτικά. Κι η Ρινιώ ένιωσε ΓΥΝΑΙΚΑ. Κι έπαψε πια να ματώνει στην ψυχή. Κι άνθισε κι έζησε κι άφησε πίσω τα “πρέπει”.
Μέχρι που δυο χρόνια αργότερα την ειδοποίησαν να γυρίσει στο χωριό γιατί η μάνα της πέθαινε.
Στις τελευταίες της στιγμές ζήτησε να μιλήσει στην κόρη της.
“Ρινιώ μου σχώρα με για όσα σου έκανα. Δεν το μπόραγα να σ'αφήσω να ζήσεις ελεύθερη. Από φόβο μα κι από ζήλια. Πες μου πως με συγχωρείς.......”
“Ναι μάνα μου. Σε συγχωρώ για όλα. Άλλωστε τώρα μπορώ πια να στο πω. Μιας κι είμαστε κι οι δυο γυναίκες και ματώνουμε. Κατάλαβα τι θα πει να είμαι γυναίκα γιατί ένιωσα γυναίκα. Στην αγκαλιά του Αλέξη. Και νιώθοντας γυναίκα βρήκα τη δύναμη που κρύβει η γυναίκα. Αγάπη και συγχώρεση. Ξεκουράσου μανούλα μου και σου υπόσχομαι πως η εγγόνα σου δεν θα περάσει τα ίδια. Σ'αγαπώ πολύ μάνα μα πάνω απ'όλα γυναίκα”
Στην κηδεία, ανοίγοντας το μπαούλο να ντύσει τη μάνα της βρήκε ένα σημείωμα γραμμένο με τ'αστεία γράμματα που έκανε η μάνα της.
“Κόρη μου ευχή και κατάρα σου δίνω να με θάψεις με το κόκκινο φουστάνι. Εκείνο που μου πήρες δώρα μα ποτέ δεν τόλμησα να φορέσω όσο ζούσα. Για να μην με πουν παστρικιά. Κι ας ξέρω πως αυτή η παστρικιά έσωσε πολλές γυναίκες. Είτε δεχόμενη τις κτηνωδίες των αντρών τους είτε δίνοντας χρήματα σε γυναίκες που τα χρειαζότανε. Κι ας μην το είπε ποτέ. Κι εσύ κόρη μου είχες δίκιο. Ζήσε τη ζωή. Γιατί κι η ζωή είναι γυναίκα. Και ματώνει. Βάλε μου λοιπόν το κόκκινο φουστάνι. Να ντυθώ όλο το αίμα που έχυσα τόσα χρόνια που έχασα. Και να μεγαλώσεις την εγγόνα μου ΕΛΕΥΘΕΡΗ.
“Ευχαριστώ. Σας αγαπώ όλους” φώναξε χαρούμενη αλλά δεν ξέρει τι πρόλααβε ν'ακούσει ο πατέρας της.
Μετά από ώρες ταξιδιού έφτασε στη μεγάλη πόλη. Στον σταθμό πράγματι την περίμενε η θεία της, η αδελφή της μάνας της. Πόσο διαφορετική ήταν εκείνη.
Ντυμένη με μοντέρνα ρούχα, βαμμένη και τόσο μα τόσο όμορφη!!!
“Καλώς την όμορφη ανηψούλα μου! Χρόνια σου πολλά κουκλίτσα μου! Να σε χαιρόμαστε!!! Μα εσύ έγινες ολόκληρη γυναίκα!!! Έλα να σε φιλήσω,να σε καμαρώσω!!!”
Το Ρινιώ σαστισμένο αλλά και χαρούμενο χώθηκε στην αγκαλιά της. Δεν είχε συνηθίσει σε τόσο εγκάρδια συμπεριφορά.
Όταν βρεθήκανε μόνες στο σπίτι η θεία της άρχισε να τη ρωτάει για τους συγγενείς, για το πώς περνούσε στο χωριό, να της μιλάει για την Αθήνα, τη διαφορετική ζωή που γνώρισε από τη στιγμή που έφυγε εκείνη από το χωριό.....
Κουβέντα στην κουβέντα νύχτωσε σχεδόν κι η θεία της της πρότεινε να βγούνε έξω να γιορτάσουν τα γενέθλιά της. Βρεθήκανε σε ένα όμορφο εστιατόριο, με πολύ κόσμο, ντυμένους με ωραία ρούχα. Η Ρινιώ χάζευε σαστισμένη γύρω της. Άντρες και γυναίκες μαζί, μιλούσαν, αγκαλιαζόντουσαν......
“Θεία να σε ρωτήσω κάτι;” μίλησε ξαφνικά.
“Τι σημαίνει είμαι γυναίκα;”
Η θεία της την κοίταξε, χαμογέλασε και της είπε.
“Κοριτσάκι μου, επειδή ξέρω τις απόψεις της αδελφής μου σ΄αυτό το θέμα, προτιμώ να μη σου πω τίποτα, Άλλωστε είσαι πολύ έξυπνο κορίτσι, θα το ανακαλύψεις μόνη σου.
Η Ρινιώ δεν θέλησε να τη ζορίσει περισσότερο αλλά αισθάνθηκε πως ήθελε να της μιλήσει για τον Αλέξη.
“Θεία,ξέρεις πως οι γονείς μου με αρραβωνιάσανε και πως σε λιγότερο από έξι μήνες θα με παντρέψουν. Υπάρχει όμως ένα παλικάρι,εδώ στην Αθήνα...................”
Της είπε με λίγα λόγια την ιστορία και συνέβη κάτι που ούτε στα όνειρά της μπορούσε να φανταστεί.
“Θέλεις να τον δεις ε;” την ρώτησε η θεία της.
“Αλήθεια θα μ'αφήσεις να τον δω χωρίς να πεις τίποτα στους γονείς μου;” ρώτησε με αγωνία η Ρινιώ.
“Αχ κοριτσάκι μου, η ζωή είναι τόσο μα τόσο μικρή.....”είπε η θεία της μ'ένα θλιμμένο χαμόγελο.
“Ξέρεις όμως πού μένει; Έχεις το τηλέφωνό του;”
“Να εδώ τα έχω όλα”της απάντησε αναψοκοκκινισμένη η Ρινιώ κι έβγαλε από τον κόρφο της ένα τσαλακωμένο χαρτάκι.
“Εντάξει τότε. Μόλις γυρίσουμε σπίτι θα του τηλεφωνήσουμε και θα του προτείνουμε να έρθει, αν θέλει αύριο σπίτι. Ευχαριστημένη;”
“Θεία μου είναι το ομορφότερο δώρο που θα μπορούσες να μου κάνεις!!!!”
Την επόμενη μέρα το απόγευμα ο Αλέξης ήταν στο σπίτι της θείας της. Κι εκείνη μετά από λίγο βγήκε διακριτικά από το σαλόνι αφήνοντας τα δυο παιδιά να πουν τα δικά τους.
Μιλούσανε, μιλούσανε κι αγγιζόντουσαν συνεχώς. Ειπώθηκαν πολλές αλήθειες. Και λίγο πριν χωρίσουν υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον πως θα ξαναβρεθούνε κι ας ξέρανε πως κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατον. Η Ρινιώ ένιωθε την ψυχή της να ματώνει και λίγο πριν τον ξεπροβοδίσει χώθηκε στην αγκαλιά του και του είπε.
Είμαι γυναίκα. Γι'αυτό ματώνω. Στο σώμα και στην ψυχή. Μα θέλω μια χάρη. Φίλησε με για μια φορά στα χείλη. Θέλω να είσαι εσύ ο πρώτος άντρας που θα με φιλήσει.”
Εκείνος, χωρίς να πει λέξη, έσκυψε και την φίλησε τρυφερά. Της χάιδεψε το μάγουλο κι έφυγε σαν κυνηγημένος. Δεν θέλησε να την εκμεταλλευτεί ερωτικά αν κι ένιωσε πως το λαχταρούσε τόσο!
Όχι γιατί δεν ήθελε αλλά γιατί την σεβάστηκε. Για εκείνον η γυναίκα ήταν ένα πρόσωπο που άξιζε όλο τον σεβασμό του κόσμου. Κι αυτό του το έμαθε η “παστρικιά” που έμενε στο τελευταίο σπίτι του χωριού του και την επισκεφτόταν σαν νέος. Αλλά αυτό δεν το είχε πει σε κανέναν.
Την επόμενη μέρα θεία και ανηψιά πήγανε στα μαγαζιά για να πάρουν μερικά πράγματα για τον επικείμενο γάμο κι ένα φουστάνι για τη μάνα της Ρινιώς.
“Αυτό είναι πολύ όμορφο” είπε η Ρινιώ βλέποντας ένα κατακόκκινο φουστάνι.
“Θα'θελα να δω τη μάνα μου να το φοράει αλλά ξέρω πως μόνο που θα το δει θα θυμώσει. Αλλά θα της το πάρω. Κι ας μου θυμώσει. Αυτό ήθελα να φοράει κι όχι τα μαύρα ρούχα που ντύνεται λες κι είναι γριά.”
Προχώρησε αποφασιστικά στο ταμείο. Πλήρωσε και φύγανε.
Την επόμενη μέρα γύρισε στο χωριό κι άρχισαν οι ετοιμασίες για τον γάμο.
Το φουστάνι το έδωσε στη μάνα της. Εκείνη το κοίταξε και χωρίς να πει κουβέντα το έκλεισε μέσα στο σεντούκι της.
Οι μέρες περνούσαν κι έφτασε η μέρα του γάμου. Η Ρινιώ μέσα στο λευκό νυφικό της φαινόταν μικρή, χαμένη και χλωμή.
Και μάτωνε η ψυχούλα της. Γιατί ήταν γυναίκα.
Μετά το μυστήριο και λίγο πριν τελειώσει το γλέντι η μάνα της την πήρε στη νυφική κάμαρα και της μίλησε για όσα θ'ακολουθούσαν. Παραζαλισμένη άκουγε λόγια για συζυγικά καθήκοντα,δικαιώματα του άντρα της, να μην του φέρνει αντιρρήσεις και να τον δέχεται κάθε που πλάγιαζε δίπλα της.......
Χρόνος για λεπτομέρειες δεν υπήρχε και φυσικά όλα γίνανε έτσι επειδή....ήταν γυναίκα!
Μόνη πια με τον νόμιμο σύζυγο, στο συζυγικό κρεβάτι ένιωσε έναν πόνο κι αίμα βγήκε ανάμεσα απ'τα σκέλια της κι έγινε γυναίκα!
Της φέρθηκε σκληρά, απότομα, μπαινόβγαινε μέσα της με βία και ξεφυσούσε, κι ίδρωνε κι εκείνη σκεφτόταν το μοναδικό, τρυφερό φιλί του Αλέξη και σφιγγόταν μην κλάψει και μάτωνε μέσα της γιατί ήταν γυναίκα.
Περνούσε ο καιρός και σταμάτησε να αιμορραγεί κάθε μήνα. Λες να έπαψα να είμαι γυναίκα αναρωτήθηκε και χάρηκε για λίγο γιατί αυτή η αιμορραγία πονούσε. Την ψυχή της.
Σε λίγους μήνες έγινε μάνα. Πάλι πόνος, πάλι αίμα γιατί ήταν γυναίκα!
Έγινες μάνα πια της είπε η μαμμή που την βοήθησε να ξεγεννήσει. Τώρα έχεις ευθύνες απέναντι σ'αυτό το πλασματάκι. Κανόνισε να το μεγαλώσεις σωστά και να την κάνεις μια τίμια γυναίκα.
Πόσο έκλαψε εκείνο το βράδυ.
“Λεχώνα είναι, δεν πειράζει” λέγανε όλοι και χαμογελούσαν που τη βλέπανε να κλαίει μα εκείνη έκλαιγε επειδή γέννησε κόρη που σαν μεγάλωνε θα γινόταν γυναίκα! Και θα μάτωνε.
Μεγάλωνε το κοριτσάκι της όσο μπορούσε πιο ελεύθερα.
“Κανόνισε να την κάνεις “παστρικιά” έτσι που την αναθρέφεις” της έλεγε στριφνά η μάνα της που όσο περνούσε ο καιρός βάραινε από τα γηρατιά αλλά και το βάρος του να είναι γυναίκα.
Όταν η κόρη της έφτασε τα δώδεκα σκοτώθηκε με τον άντρα της για να πάει το κορίτσι στο γυμνάσιο!
Πόσο ξύλο έφαγε εκείνο το βράδυ και μάτωσε. Γιατί ήταν γυναίκα!
Τελικά όμως τα κατάφερε κι η κόρη της τελείωσε το γυμνάσιο με πολύ καλούς βαθμούς. Επόμενο ήταν να θελήσει να προχωρήσει παραπάνω.
“Κόρη μου θες να πας στο Πανεπιστήμιο;” τη ρώτησε
“Το ρωτάς μάνα; Αλλά τι θα πει ο πατέρας που θέλει να με παντρέψει όπως οι δικοί σου; Θα μας σκοτώσει και τις δυο αν πούμε πως θέλω να φύγω.”
“Μη νοιάζεσαι κόρη μου και θα τα κανονίσω όλα. Είμαστε γυναίκες. Και ματώνουμε. Κι αυτό το αίμα είναι δύναμη. Πέτα μακριά. Και ζήσε. Τα υπόλοιπα άστα σε μένα.”
Σε λίγους μήνες, με αρκετό κόπο και φασαρίες η μικρή ήταν στην Αθήνα. Από κοντά κι η Ρινιώ. Να την τακτοποιήσει. Ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που χρειάστηκαν τα είχε δώσει στα κρυφά η παστρικιά που πια δεν δεχόταν άντρες σπίτι της μιας και είχε γεράσει πολύ αλλά φρόντισε τα χρήματα που είχε μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια να τα μοιράσει σε γυναίκες που θέλανε να ξεφύγουνε. Για να σταματήσουν να ματώνουν στην ψυχή. Επειδή ήταν γυναίκες.
Η Ρινιώ δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πια στο χωριό. Κι είχε την δικαιολογία πως έπρεπε να προσέχει την κόρη της. Μην πάρει τον κακό δρόμο.
Κάποια μέρα, τυχαία,συνάντησε στον δρόμο τον Αλέξη. Κι ήταν πια τριανταοχτώ χρονών εκείνη και σαράντα ο Αλέξης.
Αρχίσανε να βγαίνουνε φιλικά στην αρχή. Μετά από αρκετό καιρό βρέθηκαν στο σπίτι του. Οι δυο τους. Κι εκεί για πρώτη φορά ενώθηκαν ερωτικά. Κι η Ρινιώ ένιωσε ΓΥΝΑΙΚΑ. Κι έπαψε πια να ματώνει στην ψυχή. Κι άνθισε κι έζησε κι άφησε πίσω τα “πρέπει”.
Μέχρι που δυο χρόνια αργότερα την ειδοποίησαν να γυρίσει στο χωριό γιατί η μάνα της πέθαινε.
Στις τελευταίες της στιγμές ζήτησε να μιλήσει στην κόρη της.
“Ρινιώ μου σχώρα με για όσα σου έκανα. Δεν το μπόραγα να σ'αφήσω να ζήσεις ελεύθερη. Από φόβο μα κι από ζήλια. Πες μου πως με συγχωρείς.......”
“Ναι μάνα μου. Σε συγχωρώ για όλα. Άλλωστε τώρα μπορώ πια να στο πω. Μιας κι είμαστε κι οι δυο γυναίκες και ματώνουμε. Κατάλαβα τι θα πει να είμαι γυναίκα γιατί ένιωσα γυναίκα. Στην αγκαλιά του Αλέξη. Και νιώθοντας γυναίκα βρήκα τη δύναμη που κρύβει η γυναίκα. Αγάπη και συγχώρεση. Ξεκουράσου μανούλα μου και σου υπόσχομαι πως η εγγόνα σου δεν θα περάσει τα ίδια. Σ'αγαπώ πολύ μάνα μα πάνω απ'όλα γυναίκα”
Στην κηδεία, ανοίγοντας το μπαούλο να ντύσει τη μάνα της βρήκε ένα σημείωμα γραμμένο με τ'αστεία γράμματα που έκανε η μάνα της.
“Κόρη μου ευχή και κατάρα σου δίνω να με θάψεις με το κόκκινο φουστάνι. Εκείνο που μου πήρες δώρα μα ποτέ δεν τόλμησα να φορέσω όσο ζούσα. Για να μην με πουν παστρικιά. Κι ας ξέρω πως αυτή η παστρικιά έσωσε πολλές γυναίκες. Είτε δεχόμενη τις κτηνωδίες των αντρών τους είτε δίνοντας χρήματα σε γυναίκες που τα χρειαζότανε. Κι ας μην το είπε ποτέ. Κι εσύ κόρη μου είχες δίκιο. Ζήσε τη ζωή. Γιατί κι η ζωή είναι γυναίκα. Και ματώνει. Βάλε μου λοιπόν το κόκκινο φουστάνι. Να ντυθώ όλο το αίμα που έχυσα τόσα χρόνια που έχασα. Και να μεγαλώσεις την εγγόνα μου ΕΛΕΥΘΕΡΗ.
Σε γλυκοφιλώ
Στην κηδεία ακούστηκαν τόσα πολλά σχόλια για το φουστάνι της νεκρής που η Ρινιώ σιχάθηκε τους συγχωριανούς της.
Μετά τα εννιάμερα έβαλε πωλητήριο στο σπίτι της, έκανε αίτηση διαζυγίου κι έφυγε για την Αθήνα.
Δυο βδομάδες αργότερα γύρισε αλαφιασμένη πίσω.'Ολοι νόμισαν πως το μετάνιωσε και ήρθε στα συγκαλά της.
Μα εκείνη πήγε μόνο στο σπίτι της Λέλας, της παστρικιάς, μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της και την πήρε μαζί της να τελειώσει τη ζωή της με αγάπη, ηρεμία κι αξιοπρέπεια. Όπως ταιριάζει σε μια
ΓΥΝΑΙΚΑ........................
Μ'αυτό τον τρόπο ήθελα να σας ευχηθώ καλό μήνα.Έτσι απλά και να σας πω ευχαριστώ.Που είστε κι εσείς γυναίκες.
Με αγάπη
Κατερίνα
Στην κηδεία ακούστηκαν τόσα πολλά σχόλια για το φουστάνι της νεκρής που η Ρινιώ σιχάθηκε τους συγχωριανούς της.
Μετά τα εννιάμερα έβαλε πωλητήριο στο σπίτι της, έκανε αίτηση διαζυγίου κι έφυγε για την Αθήνα.
Δυο βδομάδες αργότερα γύρισε αλαφιασμένη πίσω.'Ολοι νόμισαν πως το μετάνιωσε και ήρθε στα συγκαλά της.
Μα εκείνη πήγε μόνο στο σπίτι της Λέλας, της παστρικιάς, μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της και την πήρε μαζί της να τελειώσει τη ζωή της με αγάπη, ηρεμία κι αξιοπρέπεια. Όπως ταιριάζει σε μια
ΓΥΝΑΙΚΑ........................
Μ'αυτό τον τρόπο ήθελα να σας ευχηθώ καλό μήνα.Έτσι απλά και να σας πω ευχαριστώ.Που είστε κι εσείς γυναίκες.
Με αγάπη
Κατερίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!