Την ώρα που άρχισε ν’ απλώνει το σούρουπο, πήγα στο μικρό καφενείο. Περίμενα ως δέκα λεπτά της ώρας. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και πονούσε.
Ήρθε. Κι ήταν όπως όταν έρχεται η άνοιξη. Χαιρετισθήκαμε και κοιταχτήκαμε κατάματα. Δεν τόλμησα τίποτα να του πω. Με κατείχε ένας αόριστος φόβος για ό,τι είχε τόσο αβίαστα και φυσικά συντελεστεί κάτω απ’ τα γεγονότα των ημερών. Ο Αντρέας ίσως να δίσταζε, ίσως φοβόταν μη με λυπήσει. Γιατί να μιλούμε; Ήμαστε κι οι δυο τόσο βέβαιοι, πως δεν θα λέγαμε άλλο από τρικυμίες, χαλάσματα, δάκρυα και πάλι δάκρυα.
Περπατήσαμε σιωπηλοί. Η ανάμνηση από στιγμή σε στιγμή, έτσι που περπατούσα στο πλευρό τ’ αδερφού μου κι έτσι που το σούρουπο έσβηνε τους λερωμένους δρόμους, πλημμύρισε την ψυχή μου. Όχι, αυτό δεν το ήθελα. Θα πονούσα κατοπινά πιο πολύ. Ωστόσο, η ανάμνηση, μ’ έζωνε σφιχτά σαν πλοκάμια πλεγμένα με αρώματα.
Ήταν εκεί πάνω, στη Θράκη.
Οι χρυσές ώρες που κύλησα τραγουδώντας. Τώρα θυμόμουν καλά. Ήμασταν μικροί. Γυρίζαμε απ΄το λιβάδι, εγώ κι ο αδερφός μου. Κάτω από τη μουριά καθόταν ο πατέρας. Καθήσαμε κοντά του και κοιτούσαμε μακριά το πέλαγο, π΄αντανακλούσε τα τελευταία χαμόγελα της ημέρας. Τα πουλιά φτεροκοπούσαν κοντά στις φωλιές τους. Δεν άργησε να πέσει η νύχτα. Το κλάμα του γκιώνη έφτανε ως εκεί. Ο πατέρας μου ανακάτωσε τα μαλλιά και άρχισε να μιλάει. Μιλούσε για τον γκιώνη και τ΄αδέρφια του. Είπε πως τα έχασε. Είπε: «Είναι άσχημο, είναι πολύ άσχημο να χάνει κανένας τους ανθρώπους του. Να χάνει έστω οποιονδήποτε άνθρωπο. Κι ύστερα να κλαίει. Προπάντων μέσα στη νύχτα. Κι η νύχτα να ’ναι όμορφη, όπως απόψε».
Σηκώθηκε. Τον ακολουθήσαμε σπίτι.
Είχα μείνει μπροστά στο παράθυρο πολλήν ώρα. Έβλεπα την αστροσπαρμένη νύχτα, άκουγα το κλάμα του γκιώνη και σκεφτόμουν τα λόγια του πατέρα.
Πέρασε καιρός. Μεγαλώσαμε. Μια μέρα μας πήρε στην άκρη του περιβολιού. Σταθήκαμε κάτω απ’ την πορτοκαλιά. Ο ήλιος είχε ανατείλει. Η μητέρα ακουμπούσε στα κάγκελα του χαγιατιού και μας καμάρωνε. Ο πατέρας σήκωσε το χέρι, την χαιρέτησε και μεις γελάσαμε. Ύστερα μας αγκάλιασε και μας φίλησε στο μέτωπο. Γελάσαμε πιο δυνατά. Το ίδιο έκανε κι η μητέρα απ΄το χαγιάτι, γελούσε δυνατά μαζί μας. Ο πατέρας τότε μας είπε: «Να, οι κρίνοι. Είναι πολύ άσπροι οι κρίνοι… Κρατάτε έτσι την καρδιά σας. Μην αφήσετε να μαυρίσει ποτέ. Μπορεί να θελήσουν άλλοι να σας την γεμίσουν με πίκρα. Στη ζωή δεν είναι όλοι οι άνθρωποι με ξάστερο νου και ψυχή. Φυλάξτε την καρδιά σας κοντά στα πουλιά και στα λουλούδια, κοντά στο λιβάδι. Να, όπως τώρα». Η μητέρα φώναξε απ΄το χαγιάτι: Τι μας έλεγε κι ήταν τόσο σοβαρός ο πατέρας; Κι ο πατέρας της χαμογελούσε. Μας τράβηξε πιο χαμηλά και ξανάπε: «Η ζωή γυρίζει όπως γυρίζουν οι εποχές. Τώρα τα φύλλα αρχίζουν να πέφτουν. Οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν ακόμα να την κάνουν τη ζωή μιαν άνοιξη χωρίς τέλος. Τα φύλλα πέφτουν κάθε φθινόπωρο και την άνοιξη βλασταίνουν νέα. Σαν φύγει η χαρά απ΄την καρδιά είναι δύσκολο να ξανάρθει». Μας έπιασε απ΄τους ώμους και μεις τον κοιτούσαμε σαστισμένοι.
Περπατήσαμε. Η μητέρα μας καμάρωνε απ΄το χαγιάτι. Ύστερα μας άφησε στο χωράφι και τράβηξε για το μελισσομάντρι. Μείναμε μόνοι με τον Αντρέα. Ο Αντρέας άφησε τα μάτια του να απλώσουν στο μήκος του λιβαδιού και ψιθύρισε: «Οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να κάνουν ακόμα τη ζωή τους μιαν άνοιξη χωρίς τέλος». Κι εγώ τον κοίταξα αποχαμένος και ρώτησα: «Γιατί;»
Περπατούσα στο πλευρό του αδερφού μου και χιλιάδες «γιατί» ξεπηδούσαν μπρος μου φωτεινά, ματωμένα. Κάθε τόσο μου ερχόταν να πω στον Αντρέα: «Γιατί;»
Σε μια στιγμή γύρισα απότομα στον αδερφό μου.
-Κι η Μάγδα; τον ρώτησα κι έτρεμα.
-Η Μάγδα; Έφυγε πριν από μας.
-Έφυγε; Δεν είναι στο λιβάδι μας η Μάγδα;
-Ήρθε εδώ.
-Εδώ;;;
-Την συνάντησα μια μέρα στο δρόμο.
-Εσύ; Την συνάντησες εσύ μες στον δρόμο; Τη Μάγδα;
Κούνησε θετικά το κεφάλι.
Σκόρπισα όπως το νερό πάνω στις πλάκες. Δεν ένιωθα καθόλου καλά. Ζαλιζόμουν και έσβηνα. Κρατήθηκα όσο μπορούσα. Έχωσα τα νύχια μες στις παλάμες μου.
Σε λίγο άκουσα τον αδερφό μου να λεει:
-Έγινες περίεργος. Ο πόλεμος δεν σου ΄βαλε καθόλου μυαλό. Είσαι ένα παιδί. Δεν ξέρω, θαρρώ δεν ζεις εδώ, σ΄αυτήν την πολιτεία, σ΄οποιαδήποτε πολιτεία, τούτες τις μέρες που περνάμε.
Δεν του απάντησα. Χαμήλωσα το κεφάλι και προσπάθησα να επαναλάβω μέσα μου τα λόγια του. Ύστερα δεν σκεφτόμουν τίποτα. Δεν μπορούσα τίποτα να σκεφτώ. Πηγαίναμε.
Ξαφνικά πετάχτηκα μπρος του, τον έπιασα απ΄τους ώμους και τον ρώτησα δυνατά:
-Πού έχεις τη μητέρα, Αντρέα;
-Τη μητέρα;
Χαmογέλασε πικρά, μου κατέβασε ήσυχα τα χέρια απ΄τους ώμους του και ψιθύρισε:
-Τι σταθήκαμε μέσα στο δρόμο; Δεν βλέπεις που νύχτωσε; Αν μας δουν οι γερμανοί, μπορεί να νομίζουν…
Βάδισε και τον ακολούθησα. Τον άκουγα που μιλούσε σιγά και τα λόγια του ήταν σα να΄ρχονται από ένα μακρινό δάσος. Πολλές φορές τον έπιασα απ΄το μπράτσο και τον ρώτησα τρέμοντας:
-Εσύ δεν είσαι, Αντρέα;
-Τι έπαθες πάλι; Έγινες πολύ, πολύ περίεργος.
Και συνέχιζε να μιλάει:
-Την μητέρα δεν πρέπει να την συλλογιζόμαστε, έλεγε. Η απόφαση είναι μεγάλο πράμα. Χρειάζεται να΄χεις καρδιά. Κι εμείς έχουμε καρδιά. Θυμάσαι τον πατέρα; Δεν μας ταιριάζει να λυγάμε όπως οι κλώνοι στο πολύ χιόνι. Όχι, ας πούμε κάτι άλλο. Το ξέρω, η μητέρα είναι ένα χέρι ζεστό κι η Μάγδα δεν είναι μητέρα. Οι άνθρωποι αλλάζουν. Οι καρδιές μας αντίκρυ στους ανθρώπους αλλάζουν. Και η μητέρα έχει πάντοτε την ίδια καρδιά και την ίδια καλωσύνη. Η Μάγδα δεν μπορεί να είναι όπως η μητέρα. Λοιπόν, χρειάζεται απόφαση. Θες να σου κουβεντιάσω με λεπτομέρειες; Αχ! γινόμαστε ανόητοι. Στο σπίτι, να το βγάλεις από το μυαλό σου, δεν θα΄ρθεις. Τι θα κερδίσεις άλλο από λύπη; Δεν την ξέρεις την λύπη; Μην κοιτάζεις κει κάτω. Τι στάθηκες; Κάποιον τρέχουν να πιάσουν. Στρίψε από δω. Περπάτησε γρήγορα. Έτσι. Λοιπόν; Βέβαια, δεν μπορώ να σου πω ψέματα ούτε μια λέξη. Το μαρτύριο της μητέρας δεν το κρατά άλλο η καρδιά μου. Ο Θεός, που μ΄ ακούει να μιλώ έτσι δα, ας μου το συχωρέσει. Κάνω την προσευχή μου και παρακαλώ: Ν΄ απαλλαχτεί απ’ το μαρτύριο. Οι φωνές, τα μαλλιά της, τα παράλυτα πόδια. Ας με συχωρέσει ο Θεός. Εκείνο το σαστισμένο και αλλοίθωρο βλέμμα, που έρχεται από έναν κόσμο τόσο ξεφτισμένον και τόσο ασυνάρτητον. Σήμερα ήταν ήσυχη. Την άφησα να κοιμάται σαν αγγελούδι. Μια τέτοια ώρα θα σε πάρω μαζί μου. Μα γιατί να σε πάρω; Θα κρατηθείς να την δεις μονάχα και να φύγεις; Μην μου το ορκίζεσαι. Είναι η μάνα που μας γέννησε, που μας μεγάλωσε στα γόνατά της. Σήμερα της έδωσα κι έφαγε. Είχα βρει λίγο βούτυρο φρέσκο. Την ταΐζω σαν τα μικρά παιδιά. Σήμερα της πήγα και λουλούδια. Ήταν για σένα τα λουλούδια. Της τα σκόρπισα στο κρεβάτι, στην αγκαλιά της. Τράβηξα λίγο την κουρτίνα και μπήκε ο ήλιος. Με φώναξε κοντά της και πήγα. Αγκάλιασε το κεφάλι μου, χάιδεψε τα μαλλιά μου και με φίλησε. Δεν τη φοβάμαι τη μητέρα. Γνωριζόμαστε τόσο καλά. Με κοίταξε με χαμόγελο γλυκό και μίλησε σιγανά, όσο ακούστηκε. «Έχει ήλιο έξω, χρυσέ μου, μου είπε. Πότε θα με βγάλεις περίπατο; Βγάλε με περίπατο. Να με πας ως το μικρό ποταμάκι». Δεν θέλω να κλαις, δεν κάνει να κλαις. Χτες βράδυ… Όχι, δεν έγινε τίποτα χτες βράδυ. Δεν πρέπει να το λογαριάζουμε πως ζει η μητέρα. Μη το σκέφτεσαι. Ας μη το σκεφτόμαστε. Ας κουβεντιάσουμε για κάτι άλλο. Να, έχω καλή γειτονιά. Με βοηθούν, όλοι με βοηθούν. Δεν μπαίνει κανένας μες στο δωμάτιο. Μονάχα η κυρά Πολυξένη. Φοβούνται. Όμως δεν πήγε κανένας στην αστυνομία. Δεν θα πάνε ποτέ τους. Αυτό το ξέρω. Με λυπούνται. Τ΄ακούς; Με λυπούνται! Ας τους δίνει ο Θεός ευτυχία. Ξέρεις; Είμαι στο γραφείο ενός φίλου. Παίρνω καμιά υπόθεση πότε πότε. Εσύ είσαι στις κουζίνες; Στις κουζίνες…. Ποιος θα το φανταζόταν πως μπορεί να δουλέψεις σιδεράς; Πρέπει κάτι να βρεις, κάτι να κάνεις. Είναι σκληρές κι άπονες οι μέρες μας. Μα θα περάσουν γρήγορα. Δεν θα περάσουν; Θα καθόμαστε μεθαύριο μαζί και θα τα καταφέρνουμε πιο καλά. Δεν θα πηγαίνεις πια στις κουζίνες. Θα΄ρθω σπίτι σου. Δεν θα μπορέσω να μείνω στο δωμάτιο άλλο, για να σε πάρω μαζί μου. θα μείνουμε στο δικό σου. Θα κάνουμε απ΄την αρχή τη ζωή μας. Ξέρω τι θες να πεις. Πως δεν υπάρχει καμιά αρχή όσο αλωνίζουν τη γη μας, τον αέρα μας και την καρδιά μας οι βάρβαροι. Όμως υπάρχει κάτι σε τούτη τη γη. Υπάρχει κάτι μες στην ψυχή μας που κανένας δεν θα μας το κλέψει ποτέ. Μ΄ακούς; Μη με ρωτάς τίποτα. Δεν στο λέω να με λυπηθείς. Είναι νύχτες, που δεν κλείνω μάτι. Περπατώ όλες τις ώρες στην αυλή, κουκουλωμένος με μια κουβέρτα. Η κυρά Πολυξένη μ΄ακούει. Ξυπνάει τον άντρα της και με φωνάζουν να περάσω στο δωμάτιό τους. Δεν περνώ. Πρέπει ν΄ακούω τη μητέρα, να είμαι κοντά της. Τότε βγαίνει ο άντρας της στην αυλή, μου δίνει τσιγάρο και μου κρατάει λίγο συντροφιά. Τι μπορώ να σου πω απ΄ότι γίνεται μες στο δωμάτιο; Θέλω όλα να σου τα πω. Είσαι ο αδερφός μου και με πιστεύεις. Μα πώς να παραστήσω ότι κάνει, πώς να πω ότι λέει η μητέρα; Όχι, δεν θα΄ρθεις εσύ στο δωμάτιο. Κάνε μονάχα την προσευχή σου. Προσευχήσου μαζί μου για την μητέρα. Να την πάρει ο Θεός μαζί του μιαν ώρα πιο μπροστά, ν΄αναπάψει την ψυχή της, να γαληνέψει για πάντα την καρδιά της. Να την πάρει με την αγάπη του και την αγάπη μας κοντά του. Η χάρη θα΄ρθει γρήγορα. Νόμισα χτες βράδυ. Ξύπνησα την κυρά Πολυξένη. Την πήρα μαζί μου στο δωμάτιο. Μου είπε, πως δεν φοβόταν και πως θα την άλλαζε με τα χέρια της. Όχι, δεν ήταν χτες βράδυ. Όμως η χάρη θα΄ρθεί. Σφίξε την καρδιά σου. Μην τρέμεις. Πάρ΄το απόφαση. Η απόφαση είναι μεγάλο πράμα. Η μητέρα μας δεν υπάρχει. Δεν έχουμε μητέρα. Κατάλαβέ το. Χιλιάδες άνθρωποι είναι που δεν έχουν τους ανθρώπους τους από χτες ως τα σήμερα. Χιλιάδες… Εμείς ζούμε ακόμα. Να, περπατάμε στο δρόμο. Μπορούμε και κουβεντιάζουμε μέσα στη νύχτα. Μην πεις πως ήρθαμε από κάπου, ξέχωρα απ΄τους άλλους ανθρώπους. Δεν ήρθαμε από πουθενά. Δεν είχαμε τίποτα ποτέ. Είμαστε βλαστάρια τούτης της γης, που την πατάει ο εχθρός. Αυτό να συλλογιέσαι. Θα φτιάσουμε με τα χέρια μας μια καινούργια ζωή. Περπατάνε μαζί μας αμέτρητοι άνθρωποι με την ίδια λαχτάρα μέσα στην αγκαλιά τους. Δεν βλέπεις το δρόμο; Κάτι φωτίζει εκεί πέρα, μακριά. Σφίξε τις γροθιές σου. Δεν μπορείς να τις σφίξεις; Να, έτσι. Τώρα σήκωσε το κεφάλι ψηλά και κοίτα. Σε φοβίζει η νύχτα; Κάθε νύχτα περνάει. Κι η αυγή περιμένει ακούραστη να πάρει τη σειρά της. Οι άνθρωποι ξυπνούν με καθαρό πρόσωπο την αυγή και με το κορμί τους ξαλαφρωμένο. Δουλεύουν και χαίρονται. Δεν χαίρονται τούτες τις μέρες; Το βάρος του σκοταδιού τους ατσαλώνει τη δύναμη, να το σηκώσουν ψηλά και να το κυλήσουν στο βυθό του πελάγου. Δος μου το χέρι σου! Έλα, πες το μου δυνατά. Θέλω να τ΄ακούσω καθαρά, πως δεν θα μιλήσουμε πια οι δυο μας για τα παλιά. Θα τ΄αφήσουμε όλα δω, μέσα σε τούτη τη νύχτα.
Πάνος Σαμαράς
Ο Πάνος Σαμαράς γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1915. Έγινε δάσκαλος το 1935 και από τότε ασχολείται με την εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Χαρακώματα μιας Ζωής», πεζά τραγούδια, 1933, «Στον άγνωστο Δρόμο», μυθιστόρημα, 1934, «Στρόβιλος», μυθιστόρημα, 1936, «Στους Τροπικούς», μυθιστόρημα, 1940, «Η κόρη του Μυλωνά», διηγήματα, 1948, «Χιονοθύελλα», μυθιστόρημα, 1950, «Απόβροχα», ποιήματα, 1951, «Νύχτα», μυθιστόρημα, 1952, «Ο Άρχοντας», δράμα, 1954, «Το χαμένο Λιβάδι», μυθιστόρημα, 1955. Το θεατρικό «Ο Άρχοντας», παρουσιάστηκε το 1956 από τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. «Το Διάσελο», μυθιστόρημα, 1964 και «Νιφοβόλι», ποιήματα, 1965. Πέθανε το 1971.
Ήρθε. Κι ήταν όπως όταν έρχεται η άνοιξη. Χαιρετισθήκαμε και κοιταχτήκαμε κατάματα. Δεν τόλμησα τίποτα να του πω. Με κατείχε ένας αόριστος φόβος για ό,τι είχε τόσο αβίαστα και φυσικά συντελεστεί κάτω απ’ τα γεγονότα των ημερών. Ο Αντρέας ίσως να δίσταζε, ίσως φοβόταν μη με λυπήσει. Γιατί να μιλούμε; Ήμαστε κι οι δυο τόσο βέβαιοι, πως δεν θα λέγαμε άλλο από τρικυμίες, χαλάσματα, δάκρυα και πάλι δάκρυα.
Περπατήσαμε σιωπηλοί. Η ανάμνηση από στιγμή σε στιγμή, έτσι που περπατούσα στο πλευρό τ’ αδερφού μου κι έτσι που το σούρουπο έσβηνε τους λερωμένους δρόμους, πλημμύρισε την ψυχή μου. Όχι, αυτό δεν το ήθελα. Θα πονούσα κατοπινά πιο πολύ. Ωστόσο, η ανάμνηση, μ’ έζωνε σφιχτά σαν πλοκάμια πλεγμένα με αρώματα.
Ήταν εκεί πάνω, στη Θράκη.
Οι χρυσές ώρες που κύλησα τραγουδώντας. Τώρα θυμόμουν καλά. Ήμασταν μικροί. Γυρίζαμε απ΄το λιβάδι, εγώ κι ο αδερφός μου. Κάτω από τη μουριά καθόταν ο πατέρας. Καθήσαμε κοντά του και κοιτούσαμε μακριά το πέλαγο, π΄αντανακλούσε τα τελευταία χαμόγελα της ημέρας. Τα πουλιά φτεροκοπούσαν κοντά στις φωλιές τους. Δεν άργησε να πέσει η νύχτα. Το κλάμα του γκιώνη έφτανε ως εκεί. Ο πατέρας μου ανακάτωσε τα μαλλιά και άρχισε να μιλάει. Μιλούσε για τον γκιώνη και τ΄αδέρφια του. Είπε πως τα έχασε. Είπε: «Είναι άσχημο, είναι πολύ άσχημο να χάνει κανένας τους ανθρώπους του. Να χάνει έστω οποιονδήποτε άνθρωπο. Κι ύστερα να κλαίει. Προπάντων μέσα στη νύχτα. Κι η νύχτα να ’ναι όμορφη, όπως απόψε».
Σηκώθηκε. Τον ακολουθήσαμε σπίτι.
Είχα μείνει μπροστά στο παράθυρο πολλήν ώρα. Έβλεπα την αστροσπαρμένη νύχτα, άκουγα το κλάμα του γκιώνη και σκεφτόμουν τα λόγια του πατέρα.
Πέρασε καιρός. Μεγαλώσαμε. Μια μέρα μας πήρε στην άκρη του περιβολιού. Σταθήκαμε κάτω απ’ την πορτοκαλιά. Ο ήλιος είχε ανατείλει. Η μητέρα ακουμπούσε στα κάγκελα του χαγιατιού και μας καμάρωνε. Ο πατέρας σήκωσε το χέρι, την χαιρέτησε και μεις γελάσαμε. Ύστερα μας αγκάλιασε και μας φίλησε στο μέτωπο. Γελάσαμε πιο δυνατά. Το ίδιο έκανε κι η μητέρα απ΄το χαγιάτι, γελούσε δυνατά μαζί μας. Ο πατέρας τότε μας είπε: «Να, οι κρίνοι. Είναι πολύ άσπροι οι κρίνοι… Κρατάτε έτσι την καρδιά σας. Μην αφήσετε να μαυρίσει ποτέ. Μπορεί να θελήσουν άλλοι να σας την γεμίσουν με πίκρα. Στη ζωή δεν είναι όλοι οι άνθρωποι με ξάστερο νου και ψυχή. Φυλάξτε την καρδιά σας κοντά στα πουλιά και στα λουλούδια, κοντά στο λιβάδι. Να, όπως τώρα». Η μητέρα φώναξε απ΄το χαγιάτι: Τι μας έλεγε κι ήταν τόσο σοβαρός ο πατέρας; Κι ο πατέρας της χαμογελούσε. Μας τράβηξε πιο χαμηλά και ξανάπε: «Η ζωή γυρίζει όπως γυρίζουν οι εποχές. Τώρα τα φύλλα αρχίζουν να πέφτουν. Οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν ακόμα να την κάνουν τη ζωή μιαν άνοιξη χωρίς τέλος. Τα φύλλα πέφτουν κάθε φθινόπωρο και την άνοιξη βλασταίνουν νέα. Σαν φύγει η χαρά απ΄την καρδιά είναι δύσκολο να ξανάρθει». Μας έπιασε απ΄τους ώμους και μεις τον κοιτούσαμε σαστισμένοι.
Περπατήσαμε. Η μητέρα μας καμάρωνε απ΄το χαγιάτι. Ύστερα μας άφησε στο χωράφι και τράβηξε για το μελισσομάντρι. Μείναμε μόνοι με τον Αντρέα. Ο Αντρέας άφησε τα μάτια του να απλώσουν στο μήκος του λιβαδιού και ψιθύρισε: «Οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να κάνουν ακόμα τη ζωή τους μιαν άνοιξη χωρίς τέλος». Κι εγώ τον κοίταξα αποχαμένος και ρώτησα: «Γιατί;»
Περπατούσα στο πλευρό του αδερφού μου και χιλιάδες «γιατί» ξεπηδούσαν μπρος μου φωτεινά, ματωμένα. Κάθε τόσο μου ερχόταν να πω στον Αντρέα: «Γιατί;»
Σε μια στιγμή γύρισα απότομα στον αδερφό μου.
-Κι η Μάγδα; τον ρώτησα κι έτρεμα.
-Η Μάγδα; Έφυγε πριν από μας.
-Έφυγε; Δεν είναι στο λιβάδι μας η Μάγδα;
-Ήρθε εδώ.
-Εδώ;;;
-Την συνάντησα μια μέρα στο δρόμο.
-Εσύ; Την συνάντησες εσύ μες στον δρόμο; Τη Μάγδα;
Κούνησε θετικά το κεφάλι.
Σκόρπισα όπως το νερό πάνω στις πλάκες. Δεν ένιωθα καθόλου καλά. Ζαλιζόμουν και έσβηνα. Κρατήθηκα όσο μπορούσα. Έχωσα τα νύχια μες στις παλάμες μου.
Σε λίγο άκουσα τον αδερφό μου να λεει:
-Έγινες περίεργος. Ο πόλεμος δεν σου ΄βαλε καθόλου μυαλό. Είσαι ένα παιδί. Δεν ξέρω, θαρρώ δεν ζεις εδώ, σ΄αυτήν την πολιτεία, σ΄οποιαδήποτε πολιτεία, τούτες τις μέρες που περνάμε.
Δεν του απάντησα. Χαμήλωσα το κεφάλι και προσπάθησα να επαναλάβω μέσα μου τα λόγια του. Ύστερα δεν σκεφτόμουν τίποτα. Δεν μπορούσα τίποτα να σκεφτώ. Πηγαίναμε.
Ξαφνικά πετάχτηκα μπρος του, τον έπιασα απ΄τους ώμους και τον ρώτησα δυνατά:
-Πού έχεις τη μητέρα, Αντρέα;
-Τη μητέρα;
Χαmογέλασε πικρά, μου κατέβασε ήσυχα τα χέρια απ΄τους ώμους του και ψιθύρισε:
-Τι σταθήκαμε μέσα στο δρόμο; Δεν βλέπεις που νύχτωσε; Αν μας δουν οι γερμανοί, μπορεί να νομίζουν…
Βάδισε και τον ακολούθησα. Τον άκουγα που μιλούσε σιγά και τα λόγια του ήταν σα να΄ρχονται από ένα μακρινό δάσος. Πολλές φορές τον έπιασα απ΄το μπράτσο και τον ρώτησα τρέμοντας:
-Εσύ δεν είσαι, Αντρέα;
-Τι έπαθες πάλι; Έγινες πολύ, πολύ περίεργος.
Και συνέχιζε να μιλάει:
-Την μητέρα δεν πρέπει να την συλλογιζόμαστε, έλεγε. Η απόφαση είναι μεγάλο πράμα. Χρειάζεται να΄χεις καρδιά. Κι εμείς έχουμε καρδιά. Θυμάσαι τον πατέρα; Δεν μας ταιριάζει να λυγάμε όπως οι κλώνοι στο πολύ χιόνι. Όχι, ας πούμε κάτι άλλο. Το ξέρω, η μητέρα είναι ένα χέρι ζεστό κι η Μάγδα δεν είναι μητέρα. Οι άνθρωποι αλλάζουν. Οι καρδιές μας αντίκρυ στους ανθρώπους αλλάζουν. Και η μητέρα έχει πάντοτε την ίδια καρδιά και την ίδια καλωσύνη. Η Μάγδα δεν μπορεί να είναι όπως η μητέρα. Λοιπόν, χρειάζεται απόφαση. Θες να σου κουβεντιάσω με λεπτομέρειες; Αχ! γινόμαστε ανόητοι. Στο σπίτι, να το βγάλεις από το μυαλό σου, δεν θα΄ρθεις. Τι θα κερδίσεις άλλο από λύπη; Δεν την ξέρεις την λύπη; Μην κοιτάζεις κει κάτω. Τι στάθηκες; Κάποιον τρέχουν να πιάσουν. Στρίψε από δω. Περπάτησε γρήγορα. Έτσι. Λοιπόν; Βέβαια, δεν μπορώ να σου πω ψέματα ούτε μια λέξη. Το μαρτύριο της μητέρας δεν το κρατά άλλο η καρδιά μου. Ο Θεός, που μ΄ ακούει να μιλώ έτσι δα, ας μου το συχωρέσει. Κάνω την προσευχή μου και παρακαλώ: Ν΄ απαλλαχτεί απ’ το μαρτύριο. Οι φωνές, τα μαλλιά της, τα παράλυτα πόδια. Ας με συχωρέσει ο Θεός. Εκείνο το σαστισμένο και αλλοίθωρο βλέμμα, που έρχεται από έναν κόσμο τόσο ξεφτισμένον και τόσο ασυνάρτητον. Σήμερα ήταν ήσυχη. Την άφησα να κοιμάται σαν αγγελούδι. Μια τέτοια ώρα θα σε πάρω μαζί μου. Μα γιατί να σε πάρω; Θα κρατηθείς να την δεις μονάχα και να φύγεις; Μην μου το ορκίζεσαι. Είναι η μάνα που μας γέννησε, που μας μεγάλωσε στα γόνατά της. Σήμερα της έδωσα κι έφαγε. Είχα βρει λίγο βούτυρο φρέσκο. Την ταΐζω σαν τα μικρά παιδιά. Σήμερα της πήγα και λουλούδια. Ήταν για σένα τα λουλούδια. Της τα σκόρπισα στο κρεβάτι, στην αγκαλιά της. Τράβηξα λίγο την κουρτίνα και μπήκε ο ήλιος. Με φώναξε κοντά της και πήγα. Αγκάλιασε το κεφάλι μου, χάιδεψε τα μαλλιά μου και με φίλησε. Δεν τη φοβάμαι τη μητέρα. Γνωριζόμαστε τόσο καλά. Με κοίταξε με χαμόγελο γλυκό και μίλησε σιγανά, όσο ακούστηκε. «Έχει ήλιο έξω, χρυσέ μου, μου είπε. Πότε θα με βγάλεις περίπατο; Βγάλε με περίπατο. Να με πας ως το μικρό ποταμάκι». Δεν θέλω να κλαις, δεν κάνει να κλαις. Χτες βράδυ… Όχι, δεν έγινε τίποτα χτες βράδυ. Δεν πρέπει να το λογαριάζουμε πως ζει η μητέρα. Μη το σκέφτεσαι. Ας μη το σκεφτόμαστε. Ας κουβεντιάσουμε για κάτι άλλο. Να, έχω καλή γειτονιά. Με βοηθούν, όλοι με βοηθούν. Δεν μπαίνει κανένας μες στο δωμάτιο. Μονάχα η κυρά Πολυξένη. Φοβούνται. Όμως δεν πήγε κανένας στην αστυνομία. Δεν θα πάνε ποτέ τους. Αυτό το ξέρω. Με λυπούνται. Τ΄ακούς; Με λυπούνται! Ας τους δίνει ο Θεός ευτυχία. Ξέρεις; Είμαι στο γραφείο ενός φίλου. Παίρνω καμιά υπόθεση πότε πότε. Εσύ είσαι στις κουζίνες; Στις κουζίνες…. Ποιος θα το φανταζόταν πως μπορεί να δουλέψεις σιδεράς; Πρέπει κάτι να βρεις, κάτι να κάνεις. Είναι σκληρές κι άπονες οι μέρες μας. Μα θα περάσουν γρήγορα. Δεν θα περάσουν; Θα καθόμαστε μεθαύριο μαζί και θα τα καταφέρνουμε πιο καλά. Δεν θα πηγαίνεις πια στις κουζίνες. Θα΄ρθω σπίτι σου. Δεν θα μπορέσω να μείνω στο δωμάτιο άλλο, για να σε πάρω μαζί μου. θα μείνουμε στο δικό σου. Θα κάνουμε απ΄την αρχή τη ζωή μας. Ξέρω τι θες να πεις. Πως δεν υπάρχει καμιά αρχή όσο αλωνίζουν τη γη μας, τον αέρα μας και την καρδιά μας οι βάρβαροι. Όμως υπάρχει κάτι σε τούτη τη γη. Υπάρχει κάτι μες στην ψυχή μας που κανένας δεν θα μας το κλέψει ποτέ. Μ΄ακούς; Μη με ρωτάς τίποτα. Δεν στο λέω να με λυπηθείς. Είναι νύχτες, που δεν κλείνω μάτι. Περπατώ όλες τις ώρες στην αυλή, κουκουλωμένος με μια κουβέρτα. Η κυρά Πολυξένη μ΄ακούει. Ξυπνάει τον άντρα της και με φωνάζουν να περάσω στο δωμάτιό τους. Δεν περνώ. Πρέπει ν΄ακούω τη μητέρα, να είμαι κοντά της. Τότε βγαίνει ο άντρας της στην αυλή, μου δίνει τσιγάρο και μου κρατάει λίγο συντροφιά. Τι μπορώ να σου πω απ΄ότι γίνεται μες στο δωμάτιο; Θέλω όλα να σου τα πω. Είσαι ο αδερφός μου και με πιστεύεις. Μα πώς να παραστήσω ότι κάνει, πώς να πω ότι λέει η μητέρα; Όχι, δεν θα΄ρθεις εσύ στο δωμάτιο. Κάνε μονάχα την προσευχή σου. Προσευχήσου μαζί μου για την μητέρα. Να την πάρει ο Θεός μαζί του μιαν ώρα πιο μπροστά, ν΄αναπάψει την ψυχή της, να γαληνέψει για πάντα την καρδιά της. Να την πάρει με την αγάπη του και την αγάπη μας κοντά του. Η χάρη θα΄ρθει γρήγορα. Νόμισα χτες βράδυ. Ξύπνησα την κυρά Πολυξένη. Την πήρα μαζί μου στο δωμάτιο. Μου είπε, πως δεν φοβόταν και πως θα την άλλαζε με τα χέρια της. Όχι, δεν ήταν χτες βράδυ. Όμως η χάρη θα΄ρθεί. Σφίξε την καρδιά σου. Μην τρέμεις. Πάρ΄το απόφαση. Η απόφαση είναι μεγάλο πράμα. Η μητέρα μας δεν υπάρχει. Δεν έχουμε μητέρα. Κατάλαβέ το. Χιλιάδες άνθρωποι είναι που δεν έχουν τους ανθρώπους τους από χτες ως τα σήμερα. Χιλιάδες… Εμείς ζούμε ακόμα. Να, περπατάμε στο δρόμο. Μπορούμε και κουβεντιάζουμε μέσα στη νύχτα. Μην πεις πως ήρθαμε από κάπου, ξέχωρα απ΄τους άλλους ανθρώπους. Δεν ήρθαμε από πουθενά. Δεν είχαμε τίποτα ποτέ. Είμαστε βλαστάρια τούτης της γης, που την πατάει ο εχθρός. Αυτό να συλλογιέσαι. Θα φτιάσουμε με τα χέρια μας μια καινούργια ζωή. Περπατάνε μαζί μας αμέτρητοι άνθρωποι με την ίδια λαχτάρα μέσα στην αγκαλιά τους. Δεν βλέπεις το δρόμο; Κάτι φωτίζει εκεί πέρα, μακριά. Σφίξε τις γροθιές σου. Δεν μπορείς να τις σφίξεις; Να, έτσι. Τώρα σήκωσε το κεφάλι ψηλά και κοίτα. Σε φοβίζει η νύχτα; Κάθε νύχτα περνάει. Κι η αυγή περιμένει ακούραστη να πάρει τη σειρά της. Οι άνθρωποι ξυπνούν με καθαρό πρόσωπο την αυγή και με το κορμί τους ξαλαφρωμένο. Δουλεύουν και χαίρονται. Δεν χαίρονται τούτες τις μέρες; Το βάρος του σκοταδιού τους ατσαλώνει τη δύναμη, να το σηκώσουν ψηλά και να το κυλήσουν στο βυθό του πελάγου. Δος μου το χέρι σου! Έλα, πες το μου δυνατά. Θέλω να τ΄ακούσω καθαρά, πως δεν θα μιλήσουμε πια οι δυο μας για τα παλιά. Θα τ΄αφήσουμε όλα δω, μέσα σε τούτη τη νύχτα.
Ο Πάνος Σαμαράς γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1915. Έγινε δάσκαλος το 1935 και από τότε ασχολείται με την εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Χαρακώματα μιας Ζωής», πεζά τραγούδια, 1933, «Στον άγνωστο Δρόμο», μυθιστόρημα, 1934, «Στρόβιλος», μυθιστόρημα, 1936, «Στους Τροπικούς», μυθιστόρημα, 1940, «Η κόρη του Μυλωνά», διηγήματα, 1948, «Χιονοθύελλα», μυθιστόρημα, 1950, «Απόβροχα», ποιήματα, 1951, «Νύχτα», μυθιστόρημα, 1952, «Ο Άρχοντας», δράμα, 1954, «Το χαμένο Λιβάδι», μυθιστόρημα, 1955. Το θεατρικό «Ο Άρχοντας», παρουσιάστηκε το 1956 από τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. «Το Διάσελο», μυθιστόρημα, 1964 και «Νιφοβόλι», ποιήματα, 1965. Πέθανε το 1971.
Υπέροχο το απόσπασμα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν γνώριζα τον συγγραφέα γράφει καταπληκτικά δυνατά!
Εύχομαι να μη κρατήσει το φθινόπωρο και για μας χρόνια!
Τα θαλασσινά μου για καλή μέρα!