Μια φορά, λοιπόν, δυο νεαροί μοναχοί που είχαν πάρει όρκο αγαμίας ξεκίνησαν από το μοναστήρι όπου ζούσαν για να πάνε περπατώντας σε ένα άλλο μοναστήρι, που βρισκόταν κάμποσα χιλιόμετρα μακριά.
Δρόμο παίρνουν και δρόμο αφήνουν, λοιπόν, και κάποια στιγμή συνάντησαν στο δρόμο τους μια ωραία μεγάλη λίμνη.
Εκεί που περπατούσαν στην όχθη της λίμνης, χωρίς να κοιτάνε την ομορφιά της που απλωνόταν δίπλα τους επειδή περπατούσαν σκυφτοί, κοιτώντας μόνο μπροστά τους και μουρμουρίζοντας διαρκώς προσευχές, άκουσαν μια φωνή να καλεί, «βοήθεια». Σταμάτησαν και κοίταξαν.
Στη μέση περίπου της λίμνης, είχε αναποδογυρίσει μια βάρκα και η νεαρή γυναίκα που ήταν μέσα στη βάρκα, είχε πέσει στο νερό. Επειδή, όμως, δεν ήξερε κατά πώς φαίνεται να κολυμπάει, πνιγόταν! «Βοήθεια… βοήθεια…» φώναζε απελπισμένα η γυναίκα προσπαθώντας με αγωνία να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού, χτυπώντας το με τα χέρια της.
Tότε, ο ένας από τους δύο μοναχούς χωρίς να διστάσει ούτε λεπτό, πέταξε το ράσο του και βούτηξε στο παγωμένο νερό της λίμνης. Έφτασε κολυμπώντας γρήγορα την άτυχη γυναίκα, την άρπαξε στην αγκαλιά του και κολυμπώντας με το ένα χέρι, την έβγαλε στη στεριά.
Εκεί, αφού την σήκωσε και με τα δυο του χέρια, την άφησε μισολιπόθυμη κάτω από ένα δέντρο. Εκείνη ψιθύρισε μερικά ξέπνοα «ευχαριστώ», ο μοναχός ξανάβαλε έτσι βρεγμένος όπως ήταν το ράσο του και οι δυο μοναχοί συνέχισαν το δρόμο τους, με κατεβασμένα τα κεφάλια τους, με γρήγορο βήμα και λέγοντας προσευχές.
Μετά από δύο ώρες περπάτημα, ο ένας μοναχός λέει με ένα αυστηρό επιτιμητικό ύφος στον άλλο που είχε σώσει τη γυναίκα: «Πώς μπόρεσες να πάρεις στην αγκαλιά σου μια γυναίκα»;
Και τότε, ο νεαρός μοναχός που είχε σώσει τη γυναίκα, γυρνάει και λέει στον άλλο με απορία και βαθιά συμπόνοια στη φωνή του: «Εγώ αδελφέ μου, την έχω αφήσει εδώ και δυο ώρες κι εσύ την κουβαλάς ακόμα.....!»
Δρόμο παίρνουν και δρόμο αφήνουν, λοιπόν, και κάποια στιγμή συνάντησαν στο δρόμο τους μια ωραία μεγάλη λίμνη.
Εκεί που περπατούσαν στην όχθη της λίμνης, χωρίς να κοιτάνε την ομορφιά της που απλωνόταν δίπλα τους επειδή περπατούσαν σκυφτοί, κοιτώντας μόνο μπροστά τους και μουρμουρίζοντας διαρκώς προσευχές, άκουσαν μια φωνή να καλεί, «βοήθεια». Σταμάτησαν και κοίταξαν.
Στη μέση περίπου της λίμνης, είχε αναποδογυρίσει μια βάρκα και η νεαρή γυναίκα που ήταν μέσα στη βάρκα, είχε πέσει στο νερό. Επειδή, όμως, δεν ήξερε κατά πώς φαίνεται να κολυμπάει, πνιγόταν! «Βοήθεια… βοήθεια…» φώναζε απελπισμένα η γυναίκα προσπαθώντας με αγωνία να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού, χτυπώντας το με τα χέρια της.
Tότε, ο ένας από τους δύο μοναχούς χωρίς να διστάσει ούτε λεπτό, πέταξε το ράσο του και βούτηξε στο παγωμένο νερό της λίμνης. Έφτασε κολυμπώντας γρήγορα την άτυχη γυναίκα, την άρπαξε στην αγκαλιά του και κολυμπώντας με το ένα χέρι, την έβγαλε στη στεριά.
Εκεί, αφού την σήκωσε και με τα δυο του χέρια, την άφησε μισολιπόθυμη κάτω από ένα δέντρο. Εκείνη ψιθύρισε μερικά ξέπνοα «ευχαριστώ», ο μοναχός ξανάβαλε έτσι βρεγμένος όπως ήταν το ράσο του και οι δυο μοναχοί συνέχισαν το δρόμο τους, με κατεβασμένα τα κεφάλια τους, με γρήγορο βήμα και λέγοντας προσευχές.
Μετά από δύο ώρες περπάτημα, ο ένας μοναχός λέει με ένα αυστηρό επιτιμητικό ύφος στον άλλο που είχε σώσει τη γυναίκα: «Πώς μπόρεσες να πάρεις στην αγκαλιά σου μια γυναίκα»;
Και τότε, ο νεαρός μοναχός που είχε σώσει τη γυναίκα, γυρνάει και λέει στον άλλο με απορία και βαθιά συμπόνοια στη φωνή του: «Εγώ αδελφέ μου, την έχω αφήσει εδώ και δυο ώρες κι εσύ την κουβαλάς ακόμα.....!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!