Μια φορά και έναν καιρό, όταν ο ζεστός άνεμος φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα κουρασμένα φυλλώματά τους, ένα παλικάρι που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε και τους έκανε συντροφιά. Τ’ άλλα παλικάρια του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά του Μανωλιού. Ψιθύριζαν λόγια άσχημα μεταξύ τους, δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό που έκανα δεν ήταν σωστό.
Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν.
Ξαφνικά άκουσαν ένα θρόισμα, γύρισαν τα κεφαλάκια τους, και από το κέντρο του κορμού της ελιάς είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με ανθρώπινη μιλιά τους είπε:
· Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει;
· Όχι, απάντησαν εκείνοι.
· Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε, αποκρίθηκε το δέντρο.
Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι. Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό.
· Καλημέρα, είπαν με μία φωνή. Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα.
Έτσι κι έγινε! Από τότε έγιναν φίλοι. Κάθε απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν το τραγούδι που μιλούσε για χώρες παράξενε, για ζούγκλες με πολύχρωμους παπαγάλους, για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα τραγουδούσαν για την συμπόνια και την ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων.
Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και κρύφτηκε πίσω από τα βουνά, ο Μανωλιός πήγε μόνος του, πότισε την γέρικη ελιά ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος. Τότε είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο κόσμο που χόρευε και γλένταγε.
· Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός.
Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα μεγάλωναν, ώσπου έφτασε στο κέντρο. Εκεί ένας βασιλιάς καθόταν σ’ ένα χρυσαφένιο θρόνο. Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα άγαλμα. Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό. Εκείνος χαμογελαστός χαιρέτησε, μα τι να δει!! Σ’ έναν καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας.
· Πω πω!! Τι όμορφος που είμαι! Αναφώνησε.
Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο χαλί, για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν. Όταν πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί στάθηκε στον βασιλιά που του είπε:
· Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι. Εσύ πότιζες το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους μου, διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα υπήρχαμε. Γι’αυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με δικαιοσύνη, αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ ο καινούριος Βασιλιάς, λύνοντας έτσι τα μάγια της κακιάς νεράιδας που μας είχε καταδικασμένους.
Έτσι κι έγινε! Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό είναι να είσαι άνθρωπος. Από τότε ο Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του ύπνου του, άφησε όμως πίσω του τον πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της αγάπης.
Γιαγιάκα Αννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!