Γύριζα κουρασμένος από μακρυνόν περίπατο. Βραδιά ανοιξιάτικη. Άρχιζε πια να σκοτεινιάζει. Δυο τρεις διαβάτες καματάρηδες συντρόφευαν το γυρισμό μου. Λίγο όξω από την πόλη, παράμερα του δρόμου, ακούσαμε πυροβολισμό. Πηδήσαμε το χαντάκι και τρέξαμε κατά τον κρότο.
Μες τα χαμόκλαδα, ένας άνθρωπος ήταν πεσμένος και κρατούσε ακόμα στο χέρι το πιστόλι. Τον ανασηκώσαμε· πνοή δεν είχε· τα μάτια του κλεισμένα· κατάλευκο το πρόσωπό του. Και το αίμα βρύση από το στόμα του.
Ως που ν’ αποφασίσωμε, φάνηκε να προβαίνει από το δάσος ένας αγριάνθρωπος, γνωστός αλήτης στα περίχωρα· άστεγος, γυμνός και πάντα πεινασμένος. Ήρθε κοντά μας και μας κοίταζε όλους έναν έναν. Έσκυψε ύστερα και ξέτασε το πρόσωπο του σκοτωμένου. Άνοιξε το στήθος του και τον ακροάστηκε. Έπειτα με κίνημα βουβό μας έδειξε μια τρύπα μόλις φανερή στ΄αριστερό μέρος. Σηκώθηκε κι είπε:
- Πέθανε. Ποιος τονέ γνώριζε;
Κανένας δεν αποκρίθηκε.
- Παλληκάρι δεκοχτώ χρονών και πέθανε. Ακούτ΄ εκεί: Τι νιάτα! Και τι ομορφιά! Και πήγε να σκοτωθεί, ο παλαβός. Άμυαλος καλύτερα.
Στο χέρι του βαστούσε ο ζητιάνος το πιστόλι και τόπαιζε κατά το νεκρό, σα να τονέ φοβέριζε.
- Καλά, δε φοβήθηκες το θάνατο, παιδί μου, του έλεγε, δε ντράπηκες τα χρόνια σου; Και τώρα, θα λυπάσαι περισσότερο. Κακόμοιρε, ο ζωντανός όσο κι αν πονεί γιατρεύεται. Ο πόνος του νεκρού, αυτός είν΄ο πιο μεγάλος! Κι΄ ο αγιάτρευτος. Δυστυχία σου! Κι εμάς μη μας ρωτάς. Λίγο μας νοιάζει ο θάνατός σου. Πέθανες και σε ξεχάσαμε.
Ο αλήτης άρχισε να παραλογάει. Του πήρα το πιστόλι από τα χέρια.
-Και τώρα τι καθόμαστε; είπα. Μπορεί να ζει ο δυστυχισμένος. Πιάστε να τονέ σηκώσομε. Να τον πάμε στη χώρα.
-Σταθήτε· φώναξε ο αλήτης. Αυτοί που σκοτώνονται αφήνουν κι ένα γράμμα που ξεμολογιώνται. Να τον ψάξομε, να μάθομε την αιτία του σκοτωμού του.
Και πριν τον εμποδίσω, έχωσε τα χέρια στις τσέπες του νεκρού κι έβγαλε ένα χαρτί. Του τ΄ άρπαξα και το ’βαλα πάλι στη θέση του.
Αφού πήραν το λείψανο έμεινα εγώ πίσω και ο αλήτης.
-Τι θα καταλαβαίνεις να μάθαινες το μυστικό; του είπα.
-Δεν πειράζει κι αν δεν το ’μαθα. Ήταν ολότελα κουτό αυτό το παλιόπαιδο. Στη τσέπη του ηύρα τι νομίζεις; Μια κι ογδόντα! Όσο είχε αυτά τα ψιλά μπορούσε να μην πεθάνει. Και δεν το ’καμε.
Και μέτρησε μπροστά μου με χαρά τ΄ απόχτημά του.
-Πώς είχες την τόλμη να πάρεις τα λεφτά! του είπα με θυμό.
-Είναι δικά μου τώρα. Δεν τα θέλει πιά.
-Εσύ τι δουλειά κάνεις;
-Ζω.
Κι έφυγε αργά κατά το δάσος.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Οδυσσέας Βλάχος και η μητέρα του Αναστασία Γκιώνη. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Ναύπακτο και τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Β' Γυμνάσιο Πατρών. Το 1886 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα Φιλολογίας, σχολή όμως που δεν θα τελειώσει, καθώς αναγκαζόταν να δουλεύει για να ζει, ως δάσκαλος σε ιδιωτικά μαθήματα και διορθωτής στην «Εφημερίς», του Δημήτριου Κορομηλά αρχικά, και αργότερα συντάκτης στην «Εστία».
Δημοσιεύει τα πρώτα του λογοτεχνικά κείμενα με το φιλολογικό ψευδώνυμο "Γιάννης Επαχτίτης". Τα κείμενα του ήταν στην δημοτική, αλλά δεν συντάσσεται με τους υπόλοιπους δημοτικιστές και δεν συμμετείχε στις γλωσσικές διαμάχες της περιόδου.
Με την οικονομική βοήθεια διαφόρων τρίτων, και κυρίως του Αντωνίου Μπενάκη, κατόρθωσε να συγκεντρώσει ένα τεράστιο αρχείο εγγράφων της Επαναστατικής περιόδου. Οι έρευνές του επεκτάθηκαν και στο εξωτερικό. Ανάμεσα σε αυτά, ανακαλύπτει και τα προσωπικά αρχεία του Στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη. Το 1907 εκδίδει τα περίφημα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη», με δική του επιμέλεια στο μοναδικό χειρόγραφο του ήρωα της Επανάστασης.
Το 1908 εκδίδει το περιοδικό «Προπύλαια». Το 1914 εισηγείται στον Βενιζέλο την ίδρυση των Γενικών Αρχείων του Κράτους, που θα ιδρυθούν χάρη στις δικές του προτροπές καθώς και του Σπυρίδωνα Λάμπρου. Ο Βενιζέλος θα τον διορίσει διευθυντή στη νεοσυσταθείσα υπηρεσία, θέση που θα κρατήσει μέχρι το 1937. Αργότερα, δώρισε στα Γενικά Αρχεία την πολύτιμη συλλογή του. Υπήρξε στενός φίλος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τον οποίο και βοήθησε
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Γιάννης Βλαχογιάννης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Την περίοδο της κατοχής συνδέθηκε με τον 'Αγγελο Παπακώστα, με τον οποίο θα γίνει στενός συνεργάτης στις έρευνές του και θα συμβάλει και στην έκδοση των αρχείων του Κολοκοτρώνη.
πηγη:http://el.wikipedia.org
Δεν γνώριζα ότι είχε γράψει "Τ'απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη!"
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα διάβαζα πολύ μικρή:))
Καλό αποκριάτικο 3ήμερο
με πολύ ξεφάντωμα:))
να σαι καλα ζουζου, καλημερα και καλη σαρακοστη!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή