Ο ιεραπόστολος πήρε μία βάρκα και κωπηλατώντας διέσχισε τη μεγάλη λίμνη. Έφτασε στην ερημική ακτή της κι άρχισε να σκαρφαλώνει την απόκρημνη πλαγιά του βουνού, με σκοπό να συναντήσει τον τσοπάνο και να τον μυήσει στη χριστιανική θρησκεία. Ανέβηκε στην κορυφή του βουνού και μετά άρχισε να κατηφορίζει, μετά άρχισε και πάλι ν' ανεβαίνει, μια ακόμη ψηλότερη κορυφή.
Σ' ένα υψίπεδο, κοντά στην ψηλότερη κορφή, συνάντησε τον τσοπάνο, να βόσκει τα αιγοπρόβατά του, παίζοντας τη φλογέρα του. Εκείνος παραξενεύτηκε, αφού σπάνια αντίκριζε άλλον άνθρωπο, εκτός από τον έμπορο που αγόραζε τα προϊόντα του.
"Ποιος είσαι του λόγου σου ξένε;" τον ρώτησε.
"Είμαι ιεραπόστολος και ήρθα να σου μιλήσω για το Θεό. Ξέρεις τίποτε γι' αυτόν;", αποκρίθηκε ο ιεραπόστολος που δεν είχε χρόνο για περιττές τσιριμόνιες.
"Η μανούλα μου, μου είχε μιλήσει για το Θεό, ότι έφτιαξε όλα τα πράγματα κι ότι αυτός αποφασίζει για όλα όσα συμβαίνουν, αλλά τίποτε άλλο δεν ξέρω", απάντησε ο βοσκός.
"Πιστεύεις σ' Αυτόν;"
"Ναι πιστεύω, γιατί είναι δυνατός και σοφός, όπως κατάλαβα κοιτώντας τον κόσμο γύρω μου".
"Ναι, αλλά προσεύχεσαι σ' Αυτόν;", επέμεινε ο ιεραπόστολος.
"Ναι, κάθε μέρα", απάντησε ο τσοπάνης.
"Και τι προσευχή του απευθύνεις τέκνον μου;"
"Δεν ξέρω καμμία προσευχή, γι' αυτό έφτιαξα μια δική μου".
"Μπορείς να μου την πεις να την ακούσω;"
"Αμέσως: Ω Θεούλη μου, εσύ που είσαι καλός κι αγαπάς τα προβατάκια, κάνε νά 'ναι τα τραγιά μου βαρβάτα, οι προβατίνες μου καρπερές, κάνε να βγάζουν μπόλικο γάλα κάθε μέρα, να πήζει ωραία το τυρί, να βγάζει πιο παχύ βούτυρο, να είναι νόστιμο και πλούσιο το γιαούρτι..."
Ο ιεραπόστολος έφριξε κι έβαλε τις φωνές στον τσοπάνη. "Μα τι είναι αυτά που λες αμαρτωλέ, ολόκληρο Θεό κι εσύ του μιλάς για τα τραγιά, τα τυριά και τα γιαούρτια, αναθεματισμένε; Ποιος νομίζεις πως είναι ο Θεός;", έκανε με το πρόσωπό του κατακόκκινο από το θυμό.
Ο βοσκός τα έχασε και ντράπηκε. Με τρεμάμενη φωνή απολογήθηκε. "Συγνώμη πάτερ μου, όμως εγώ δεν πήγα στο σχολείο, δεν φταίω εγώ, δεν φταίω, δεν ήθελα να προσβάλω το θεούλη", έκανε έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
Ο ιεραπόστολος μαλάκωσε, αφού ο άνθρωπος ήταν αδαής κι όχι ασεβής. "Ο Θεός είναι πολύ μεγάλος και πρέπει να τον σέβεσαι", του είπε. "Τέτοιες άσχετες προσευχές δεν φτάνουν μέχρις Αυτόν. Το ξέρω πως δεν φταις εσύ, που ποτέ κανένας δεν σου μίλησε για το Θεό, εκτός από τα ελάχιστα που σου είπε η μάνα σου. Μην στεναχωριέσαι όμως, εγώ γι' αυτό ακριβώς ήρθα. Θα σου διδάξω μια σωστή προσευχή και θα τη λες κάθε πρωί μόλις ξυπνήσεις και κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς".
"Και ο Θεός θα την ακούει αυτήν την προσευχή;", αναθάρησε ο βοσκός.
"Φυσικά, είναι γραμμένη ειδικά για να την ακούει ο Θεός και να στέργει τους ανθρώπους", απάντησε με σιγουριά κι αυταρέσκεια ο ιερέας. "Αρχίζω λοιπόν κι εσύ να επαναλαμβάνεις μετά από εμένα: Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς..."
Ο βοσκός προσπάθησε να επαναλάβει αλλά δεν τα κατάφερε. "Ωραία και καλοσούσουμα τα λόγια που λες πάτερ, αλλά τι σημαίνουν, δεν τα καταλαβαίνω;"
Ο ιερέας άρχισε να το τα εξηγεί σε απλή γλώσσα και ο βοσκός τα βρήκε όλα πολύ όμορφα. Άρχισε να επαναλαμβάνει την προσευχή, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρις ότου την έμαθε απ' έξω κι ανακατωτά. "Ευτυχώς που ήρθες πάτερ μου και μου έμαθες αυτήν την ωραία προσευχή, τώρα ο Θεός θα με ακούει και δεν θα είμαι μόνος μου πια", χάρηκε ο βοσκός, σαν μικρό παιδί.
Ο ιεροκήρυκας ήταν πολύ ευχαριστημένος με το έργο του. Αφού βεβαιώθηκε γι' άλλη μια φορά ότι ο τσοπάνος είχε μάθει καλά την προσευχή, αναχώρησε για να κυρήξει το λόγο του Θεού και στο υπόλοιπο βασίλειο. Έκανε αντίστροφα τη διαδρομή απ' την οποία είχε έρθει, και σιγά σιγά άρχισε να κατηφορίζει προς τους πρόποδες της οροσειράς, στις όχθες της λίμνης όπου τον περίμενε η βάρκα του.
Στο μεταξύ ο βοσκός κάθησε να προσευχηθεί, για πρώτη φορά μοναχός του. "Πάτερ ημών, ο εν... τοις... ουρανούς, άγια... τ' όνομά σου..." κόμπιασε. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε κιόλας ξεχάσει την προσευχή που μόλις είχε αποστηθίσει. Τρομοκρατήθηκε! Τώρα πώς θα τον άκουγε ο Θεός; Τι θα έκανε από εδώ και πέρα χωρίς προσευχή; Άρχισε να τρέχει σαν να τον κυνηγούσαν χίλιοι διάβολοι, μήπως και προλάβει τον ιεροκήρυκα, να του ξαναπεί την προσευχή.
Ροβολούσε τις πλαγιές σαν κατσίκι, πιλαλούσε τις ραχούλες, ώσπου έφτασε στην όχθη της λίμνης, όμως είδε τον ιερέα να έχει απομακρυνθεί με τη βάρκα του και μόλις που φαινόταν στο βάθος του ορίζοντα. Ο βοσκός δεν είχε δει ποτέ μια τέτοια έκταση νερού, αφού όλη του τη ζωή την πέρασε στο οροπέδιο που έβοσκε τα ζώα του. Μέσα στην απελπισία του και στην άγνοιά του, όρμηξε μέσα στη λίμνη και άρχισε να τρέχει επάνω στην επιφάνεια του νερού!
Κάποια στιγμή, πρόλαβε τον ιερέα, ο οποίος κωπηλατούσε αργά αργά. Εκείνος έμεινε αποσβολωμένος και με το στόμα να χάσκει από έκπληξη, όταν είδε το βοσκό να φτάνει τρέχοντας επάνω στο νερό.
"Πάτερ, πάτερ, περίμενέ με το φτωχό, περίμενέ με, ξέχασα την προσευχή που με δίδαξες και θέλω να μου την ξαναπείς", φώναξε ο βοσκός με κομμένη την ανάσα απ' το τρέξιμο και τη λαχτάρα.
Ο ιεροκήρυκας έπεσε στα γόνατα. "Μη δίνεις σημασία σ' αυτά που σε δίδαξα καλέ μου άνθρωπε. Σε παρακαλώ όμως ταπεινά να μου μάθεις κι εμένα να λέω εκείνη την προσευχή με τα τραγιά, τα τυριά και τα γιαούρτια"...
Ηθικό δίδαγμα: Μια προσευχή βγαλμένη από μια αθώα ψυχή και μια καθαρή καρδιά, είναι προτιμότερη από μια αποστηθισμένη και παπαγαλισμένη, και μπορεί στ' αλήθεια να κάνει θαύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!