Ένα πέτρινο σπιτάκι σε μια περιοχή εκτός σχεδίου, έξω από την Αθήνα. Πεταμά την έλεγαν την περιοχή. Κάποτε, χρησίμευε για σκουπιδότοπος· οι γύρω συνοικίες πετούσαν εκεί ό,τι άχρηστο είχαν. Γι' αυτό πήρε αυτό το όνομα. Στον Πεταμά είχαν χτιστεί κάμποσα αυθαίρετα σπιτάκια, που είχαν μεγάλους κήπους, πάμπολλα φυτά και διάφορα είδη του ζωικού βασιλείου. Υπερτερούσαν οι γάτες και οι χελώνες, κι ακολουθούσαν οι κότες, τα φίδια, οι σκύλοι, οι αλεπούδες, τα κουνέλια κι οι σκατζόχοιροι. Κάθε παιδί σ' αυτό τον επίγειο παράδεισο είχε στη δικαιοδοσία του τουλάχιστον πέντε γατιά, όσες χελώνες του 'κανε κέφι και όσα πουλιά κατάφερνε να πιάσει με τις ξόβεργες. Που σημαίνει πως θα 'πρεπε να νιώθει ευτυχισμένο - εκτός αν...Εκτός αν είχε σκούρο δέρμα, μάτια σαν κάρβουνο και στο κεφάλι του έπλεκε το σκοτάδι δαχτυλίδια...
Αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα, «θεοτικά», όπως έλεγε η Δαμάσκα - κι έκλεινε την κουβέντα. Ήταν ένα θεόρατο νυχτολούλουδο που έπιανε όλο το δεξί μέρος του φράχτη, και σ' ένα σημείο, εκεί προς το παραθυράκι της κουζίνας, πλεκόταν με τη λουΐζα, και δεν τα ξεχώριζες.
Εκεί κάπου προς το παραθυράκι της κουζίνας ήταν και οι βρύσες του Σούλια. Και όλα μαζί πλέκονταν μες στο σκοτάδι. Τ' αλλόκοτα θεριά, οι αμέτρητες γλάστρες, τα φίδια, οι χελώνες, οι πόθοι και οι καημοί των ανθρώπων.
Η νύχτα ψηλάφιζε τ' αστέρια και τα όνειρα, και προχωρούσε. Προχωρούσε και ανάσαινε βαριά. Και ίδρωνε. Ίδρωνε και ανατρίχιαζε. Και σταματούσε ανάμεσα στα νυχτολούλουδα και στις σκουλαρικιές για να πάρει ανάσα.
Ο Σούλιας λαγοκοιμόταν και στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Η Δαμάσκα ροχάλιζε. Η σκύλα, η Πανωραία, είχε στυλώσει, γερά στερεωμένα στη γη, τα πισινά της πόδια καιγάβγιζε το φεγγάρι - είχε μια μανία αυτή η σκύλα με το φεγγάρι. Όταν ήταν πανσέληνος, δεν άφηνε κανένα στη γειτονιά να κλείσει μάτι.
Ο Σέβης έβλεπε όνειρα πως πετούσε σαν τον αϊτό. Και η Σιδερία, αγκαλιά με τον μικρό, τον Λέο, είχε απλώσει το χέρι της και τον χάιδευε στα σκέλια. Μπορεί να το 'κανε στον ύπνο της. Μπορεί και στον μισοξύπνιο της να είχε αφήσει χαλαρές τις ορέξεις της. Μπορεί και να ήταν ξύπνια. Τον έπαιρνε συχνά στο κρεβάτι της τον Λέο η Σιδερία. Κάθε τόσο φρόντιζε να τον κάνει να φοβάται, να φτιάχνει δηλαδή έτσι το σκηνικό που να δείχνει ότι έφταιγε ο Σέβης, κι ύστερα να παίρνει τον Λέο μαζί της για να τον παρηγορήσει.
Τον άφηνε πρώτα ν' αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της, κι ύστερα σιγά σιγά, σαν σε όνειρο, κατέβαζε το χέρι της, το 'χωνε στο βρακί του και τον χάιδευε... Πολλή ώρα... Πολλές
φορές... Ώσπου ένιωθε ένα μούδιασμα στο κορμί της. Ώσπου ένιωθε να πέφτει μια πάχνη στα μέλη της και να τ' ανατριχιάζει......
Και η νύχτα προχωρούσε· ψηλάφιζε τ' αστέρια και τα όνειρα. Και ίδρωνε... Κάτι έπρεπε όμως, να καταλάβαινε και ο μικρός. Σαν να του καλάρεσε, γιατί μέσα στον ύπνο του γουργούριζε και χαμογελούσε, μ' ένα διάφανο, αχνό χαμόγελο. Σαν μια σταγόνα δροσιάς... Ώρες ώρες μύριζε τόσο έντονα το νυχτολούλουδο, που σου μάτωνε την ψυχή.
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!