Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πολιτεία υπήρχε ένα κόκκινο βουνό που στους πρόποδές του φύτρωναν πολλές ανεμώνες. Γι’ αυτές τις ανεμώνες κυκλοφορούσε μια φήμη. Αν κάποιος τις έκοβε και τις έβαζε μέσα σε ένα ποτήρι με νερό και μετά από πέντε μέρες το έπινε, τότε θα αποκτούσε τόση μεγάλη δύναμη, που θα μπορούσε μέσα σε δέκα μέρες να κτίσει ένα παλάτι που όμοιό του δεν θα είχε ξαναγίνει.
Κοντά σε αυτό το βουνό υπήρχε ένα σπιτάκι. Το σπιτάκι του Νικόλα όπου ζούσε με τη μαμά του. Η μαμά του Νικόλα ήθελε οπωσδήποτε ο γιος της να αποκτήσει αυτή την μεγάλη δύναμη.
Τα χρόνια περνούσαν και ο Νικόλας γινόταν ένα όμορφο παλικάρι και μια μέρα η μητέρα του, η κυρά Φανή, τον κάλεσε και του είπε για την φήμη που κυκλοφορούσε με τις ανεμώνες. Τον ρώτησε λοιπόν:
-Θέλεις, γιε μου, να αποκτήσεις την δύναμη αυτή ώστε να κτίσεις το παλάτι;
-Αχ μάνα! Τόσοι και τόσοι τόλμησαν έως σήμερα μα κανείς μέχρι σήμερα δεν το κατόρθωσε. Λες να είμαι εγώ ο τυχερός;
-Φυσικά και θα είσαι ! φώναξε η κυρά Φανή χαρούμενη. Έλα μαζί μου, του είπε.
Η κυρά Φανή προχώρησε στο μεγάλο ερμάρι, άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε από μέσα μια πεταλούδα κι ένα ψαράκι βαλσαμωμένα.
-Τι είναι αυτά μάνα; Ρώτησε έκπληκτος ο Νικόλας.
-Η μεγάλη σου τύχη, γιόκα μου. ξεφώνησε ταραγμένη η κυρά Φανή. Μου τα χάρισε η καλή Μαλιντούσα με την υπόσχεση να σου τα φανερώσω μόνο σαν κλείσεις τα είκοσί σου χρόνια.
Ο Νικόλας άκουγε απορημένος την μάνα του και περιεργαζόταν στα χέρια του την πεταλούδα και το ψαράκι. Ξαφνικά εκείνα ζωντάνεψαν και μίλησαν με ανθρώπινη φωνή και είπαν:
-Νικόλα από σήμερα είμαστε στις διαταγές σου, αλλά εμένα την πεταλουδίτσα άσε με να πάω πίσω στα λουλουδάκια και το ψαράκι ρίξε το μέσα στη λιμνούλα με τα νούφαρα.
Πράγματι ο Νικόλας έκανε αυτό που του είπαν η πεταλούδα και το ψαράκι. Η πεταλούδα πετούσε όλη μέρα και μάζευε σπόρους τους οποίους τους κολλούσε έναν έναν με το σάλιο της ώσπου έφτιαξε μια τεράστια εντυπωσιακή μπάλα. Αυτή την μπάλα την έδωσε στον Νικόλα και του είπε ότι μέσα σε αυτήν την μπάλα κρύβονται χιλιάδες σπόροι μαγεμένοι που όταν την ανοίξει θα γίνουν χιλιάδες εργάτες που θα του κτίσουν το παλάτι. Ο Νικόλας πήρε την μπάλα, ευχαρίστησε την πεταλούδα και την φύλαξε σε ένα στρογγυλό καλαθάκι.
Τώρα το ψαράκι μέσα στη θάλασσα μάζευε βότσαλα, άμμο και νερό και τα ‘έριχνε μέσα σε μια μαγεμένη βαρκούλα και όταν κάποια μέρα την γέμισε, την πήγε στον Νικόλα και του είπε ότι όταν οι χιλιάδες εργάτες αρχίζουν να κτίζουν το παλάτι όλα αυτά θα γίνουν πέτρες, χώμα και νερό που θα χρησιμοποιήσουν για το κτίσιμο.
- Μια στιγμή σε παρακαλώ, φώναξε στο ψαράκι ο Νικόλας. Σας ευχαριστώ για το καλό που μου κάνετε, όμως πως θα τολμήσω να κόψω την ανεμώνη για να αποκτήσω τη δύναμη ώστε μετά να κτίσω το παλάτι;
- Και γι’ αυτό έχουμε προνοήσει, του απάντησε το ψαράκι. Έλα αύριο το πρωί, όταν ο ήλιος ανέβει ψηλά στον ουρανό, στην ρίζα της βελανιδιάς που είναι κοντά στο ξέφωτο του δάσους. Κόψε το μοναδικό βελανίδι, ύστερα πέταξέ το στη λιμνούλα και θα δεις.
Ο Νικόλας έκανε όπως του είπε το ψαράκι το οποίο μονομιάς έσπασε με τα δόντια του το βελανίδι και η πεταλούδα από πάνω τράβηξε ένα μεγάλο καλάμι με μια πολύ μακριά πετονιά. Τα έδωσαν στον Νικόλα, ο οποίος με τη σειρά του έκοψε την ανεμώνη διότι η πετονιά στη άκρη της είχε αντί για αγκίστρι ένα κοφτερό μαχαίρι. Έβαλε την ανεμώνη στο ποτήρι με το νερό, ήπιε το νερό που ήταν μαγεμένο, απόκτησε την δύναμη και με την βοήθεια που του είχαν δώσει η πεταλούδα και το ψαράκι έκτισε το παλάτι.
Εκείνη τη στιγμή στην μέση του Θρόνου ένας Βασιλιάς με φανταχτερά ρούχα χαμογελούσε στον Νικόλα, ο οποίος γονάτισε και προσκύνησε στον Βασιλιά. Δεν πρόλαβε να σηκωθεί και δεκάδες στρατιώτες είχαν παραταχθεί δίπλα του, με χρυσοκέντητες στολές και ασπίδες στα χέρια. Τότε ο βασιλιάς πλησίασε τον Νικόλα, του έπιασε τρυφερά το χέρι και του είπε:
-Από σήμερα σε ανακηρύσσω γιο μου, διότι έλυσες τα μάγια που είχαν εξαφανίσει το παλάτι μου και τα παιδιά μου.
-Τα παιδιά σου; Ρώτησε με απορία ο Νικόλας.
-Βεβαίως παιδί μου. Να κοίτα πίσω σου.
Ο Νικόλας γύρισε το κεφάλι του και είδε έναν πρίγκιπα και μια πριγκίπισσα να έχουν απλωμένα τα χέρια για να τον σφίξουν στην αγκαλιά τους. Δίπλα τους είχαν πέσει τα φτερά της πεταλούδας και τα λέπια με το δέρμα από το ψαράκι.
Τάχασε ο καλός και τυχερός Νικόλας και κοιτούσε με έκπληξη όλα όσα συνέβαιναν γύρω του.
Τότε ο βασιλιάς με τα πριγκιπόπουλα άρχισαν να του εξηγούν την ιστορία της κακιάς μάγισσας , και τον λόγο που είχε χαθεί το παλάτι.
-Ευτυχώς που ο Θεός πάντα ευλογεί το καλό, γι’ αυτό την κατάλληλη στιγμή έστειλε την καλή μάγισσα Μαλιντούσα. Πήρε τα δύο παιδιά και τα έκανε πεταλούδα το ένα και ψαράκι το άλλο. Έκανε, ευτυχώς τα δικά της ξόρκια, τα εμπιστεύτηκε στη μητέρα σου, την κυρά Φανή, και περιμέναμε όλοι να μεγαλώσεις για να λύσεις τα μάγια. Νάμαστε λοιπόν όλοι μαζεμένοι και ευτυχισμένοι.
Τα παιδιά πήραν από ένα χρυσό άλογο διότι ήθελαν να γνωρίσουν τον κόσμο. Πίσω τους άφησαν τον βασιλιά και την κυρά Φανή, οι οποίοι κάθονται στους μεγάλους κήπους του παλατιού και λένε ιστορίες περιμένοντας να γυρίσουν πίσω τα παιδιά τους να τα παντρέψουν.
Έμαθα πως ζούνε όλοι ευτυχισμένοι και είναι όλοι καλά, μα εμείς ζούμε ακόμα καλύτερα.
Γιαγιάκα Άννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!