Όρκο τση κάνω τση μικρής κι όρκο τση μαυρομάτας
κι όρκο τση γαϊτανόφρυδης βραδιά να μη τση λείψω.
Μια βραδιά τση έλειψα κι η κόρη απερπίστη.
Παίρνει τα όρη σκούζοντας και τα βουνά ρωτώντας.
Βουνά μου και λαγκάδια μου και χαμηλόκλαδά μου,
μην είδατε τον π’ αγαπώ τον ψεύτη τση αγάπης,
που οταν με φίλιε μου ’λεγε γλυκιά που ’ναι η αγάπη
και τώρα μ’ απαράτησε σαν καλαμιά στον κάμπο.
(Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό και η καλαμιά μόν’ μνέσκει.
Βάνουν φωτιά στην καλαμιά μαυρολογάει ο κάμπος.
Έτσι και με η καρδούλα μου μαύρη και αραχνιασμένη.
Κάνω να τον καταραθώ πάλι πονεί η ψυχή μου.)
Απ΄ αρμπουρο να γκρεμιστεί και χαμηλά να πέσει.
Σαν το γυαλί να ραγιστεί, σαν το κερί να λιώσει.
Χίλιοι γιατροι να τον βαστούν και εξήντα μαθητάδες
και δεκαοχτώ γραμματικοί να γράφουν τσι πληγές του.
καλώς τα κάνετε γιατροί κιι εσείς οι μαθηταδες
ας κόβουν τα μαχαίρια σας και ας μην πονεί η καρδιά σας
και εχώ πανί αλεξανδρινό σαράντα πέντε μπράτσα
κι αν δεν σας σώνει ούλο αυτό δίνω και την ποδιά μου .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!