Μια φορά κι ένα καιρό, σ ένα μικρό χαλιφάτο, ήλθε η ώρα της διαδοχής για τον σοφό γεροχαλίφη του.
Βλέποντας ότι το τέλος του πλησιάζει, θέλησε να ορίσει τον πιο άξιο απ τους τρείς γιούς του για διάδοχο του.
Κάλεσε λοιπόν και τους τρείς τους και τους ζήτησε να πάνε στο βορά ,εκεί που τα βαριά σύγνεφα κρύβουνε τον ήλιο αλλά και τα αστέρια και να του φέρει ο καθένας τους, ότι πιο πολύτιμο έβρισκε, που θα τον έκανε ευτυχισμένο ,πριν αφήσει τούτο τον μάταιο κόσμο.
Εκείνος που θα του έφερνε το πιο πολύτιμο δώρο ,που θα του έδινε τη μεγαλύτερη χαρά πριν να κλείσει τα μάτια, θα γινότανε και διάδοχος του.
Θα έπρεπε όμως ο καθένας τους, πέραν των τροφών που θα κουβαλούσανε στα σακίδια τους, να πάρει μόνο δυο πράγματα μαζί του.Ο μεγαλύτερος γιός προτίμησε, ένα κόσκινο κι ένα κουβά, ο μεσαίος ,μια αξίνα κι ένα φτυάρι και ο τρίτος, μια βελόνα κι ένα σχοινί.
Έτσι λοιπόν, αφού πήρανε την ευχή του πατέρα τους, ξεκίνησαν κι οι τρείς μαζί, για τη χώρα της καταχνιάς,που πυκνά σύγνεφα έκρυβαν το φως το ήλιου και τα αστέρια.
Δεν είχανε ανακαλυφτεί εκείνα τα χρόνια οι πυξίδες και μόνο ο ήλιος και τα αστέρια, θα μπορούσανε να τους δείξουνε τον δρόμο της επιστροφής τους.
Όμως ο βοριάς φαινότανε ,απ το μουντό τοπίο που γινότανε όλο και πιο αφιλόξενο και καταθλιπτικό. Έτσι λοιπόν, δεν άργησαν να τον διασχίσουνε και μετά από ταλαιπωρίες, κατασκήνωσαν δίπλα σ ένα μικρό ποταμάκι, που ίσως να έκρυβε έναν απ τους πιο πολύτιμους θησαυρούς, το χρυσάφι.
Απ την επόμενη ημέρα που φτάσανε εκεί, ο πιο μεγάλος αδελφός,άρχιζε να κοσκινίζει την άμμο που κατέβαζε το ποταμάκι ,χωμένος μέχρι τα γόνατα στο νερό.
Οι άλλοι δυο περιμένανε στην όχθη, χωρίς να κάνουνε το παραμικρό.
Ξαφνικά τον είδανε να κραυγάζει χαρούμενος, καθώς τους έδειχνε ένα λαμπερό σβώλο που ξεχώριζε μέσα από την άμμο στο κόσκινο του.
Βγήκε λοιπόν απ το νερό κι αφού τον απόθεσε στα πράγματα του, ξαναμπήκε στο ποταμάκι για να μαζέψει κι άλλο χρυσάφι.Ξαφνικά όμως ,ένα μεγάλο μαύρο σύγνεφο έφερε δυνατή βροχή. Το ποταμάκι έγινε χείμαρρος κι άρχισε να τον παρασύρει.
Ο μεσαίο αδελφός με την αξίνα και το φτυάρι ,δεν μπόρεσε να κάνει το παραμικρό ,παρα μόνο να κλαίει για την μοίρα του μεγάλου τους αδελφού.Όμως ο μικρότερος του πέταξε το σχοινί από την όχθη, κι εκείνος το άρπαξε και με την βοήθεια και των δυό του αδελφών που τον έσερναν προς την όχθη, γλύτωσε από βέβαιο πνιγμό .Το κόσκινο και ο κουβάς είχανε πλέον ακολουθήσει τη ροή του χείμαρρου και χάθηκαν για πάντα από μπροστά τους.Έτσι ο μεγάλος αδελφός, αρκέσθηκε στον σβώλο του χρυσού, που φρόντισε να τον κρύψει στο σακίδιο του.
Από νερό, δεν είχανε κανένα πρόβλημα, γιατί σ εκείνα τα μέρη έβρεχε πολύ συχνά ,αλλά κι από τροφές, είχανε φροντίσει να έχουνε γιομάτα τα σακίδια τους με ξερά σύκα,δαμάσκηνα και αράπικα φυστίκια.
Προχώρησαν λοιπόν ακόμα περισσότερο, μέχρι που συνάντησαν ένα τοπίο γιομάτο σπηλιές.
«Εδώ μέσα θα βρώ τον δικό μου θησαυρό», είπε ο μεσαίο αδελφός και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουνε. Ετσι λοιπόν μπήκαν μέσα, στη σπηλιά εκτός απ τον μικρότερο αδελφό που τους ακολούθησε τελευταίος, αφού πρώτα φρόντισε να δέσει σε μια πέτρα έξω απ την σπηλιά το σχοινί του,ώστε να το ξετυλίγει στην διαδρομή τους μέσα στη σπηλιά. Όμως εκει μέσα, υπήρχανε πολλά τούνελ, που κάποια στιγμή τους πανικόβαλε η σκέψη ,πως ίσως να μη βρίσκανε την έξοδο .Μόνο ο μικρός αδελφός έδειχνε ατάραχος, καθώς ξετύλιγε το σχοινί του.
Αφού λοιπόν κατόρθωσε και ο μεσαίος με την αξίνα του να αποκτήσει το δικό του θησαυρό ,αποσπώντας ένα διαμάντι από το τοίχωμα μιας στοάς και να τον κρύψει στο σακίδιο του, οδηγήθηκαν με τη βοήθεια του σχοινιού που την άκρη του κρατούσε ο μικρότερος αδελφός ,προς στην έξοδο.
«Η σειρά σου σου τώρα», του είπανε οι άλλοι δύο μ ένα στόμα.
Εκείνος χαμογέλασε και τους ζήτησε να ξεκινήσουν για την επιστροφή και ότι δεν επιθυμούσε να τους ταλαιπωρήσει για την ανακάλυψη κάποιου δικού του θησαυρού.
Άλλωστε τα τρόφιμα τους τέλειωναν, αλλά και δεν είχε σκοπό να ψάξει για κάτι αλλά ούτε και νοιαζότανε για τη διαδοχή στον θρόνο.Το ταξίδι και η παρέα τους τον ενδιέφερε και τίποτα περισσότερο.
Στην επιστροφή κάποια στιγμή μπερδεύτηκαν, καθώς το τοπίο γύρω τους ήτανε ολόιδιο και δεν φαινότανε ο ήλιος αλλά ούτε και τα αστέρια στο στερέωμα.
Σωροί από ανθρώπινα απομεινάρια, τους έδωσαν να καταλάβουνε, ότι θα μένανε για πάντα εκεί.
Αρχίσανε λοιπόν να κλαίνε σαν μωρά, συγχωρώντας ο ένας τον άλλο, εκτός από τον μικρότερο αδελφό ,που ρίχνοντας λίγο νερό στη χούφτα του, τους ζήτησε επιτακτικά να του βρούνε έστω κι ένα μικρό ξεραμένο φυλλαράκι.
Εκείνο τότε άρχισαν να γελάνε νευρικά, αλλα η απελπισία τους ανάγκασε να εκτελέσουν άμεσα την επιθυμία του και μάλιστα να σωριάσουνε μπροστά του ένα λόφο από ξερά φύλλα.
Τρίβοντας λοιπόν στην προβιά του την βελόνα στην μια άκρη και ακουμπώντας την βελόνα πάνω στο ξερό φύλο που επέπλεε στην γεμάτη με νερό χούφτα του, μπόρεσε να βρει τον μαγνητικό βοριά.
Από κεί και πέρα, ο Νότος βρισκότανε στην αντίθετη άκρη της βελόνας,
Έτσι λοιπόν περπατώντας και επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία ,κατόρθωσαν να επιστρέψουν σώοι και αβλαβείς στο χαλιφάτο τους.
Ο πατέρας τους, άνοιξε ορθάνοιχτη την αγκαλιά του και τους έκλεισε και τους τρείς μέσα του.
Στη συνέχεια τους ζήτησε να του δείξουνε τα πολύτιμα δώρα τους.
Ο μεγάλος ακούμπησε μπροστά στο θρόνο του πατέρα τους τον σβώλο απο χρυσάφι, ενώ ο μεσαίος το διαμάντι του.«Εσύ μικρέ τι πολύτιμο μου έφερες?»,ρώτησε τον πιο μικρό αδελφό ο γεροχαλίφης,που συνεσταλμένα κρυβόταν πίσω απ τα μεγαλύτερα αδέλφια του.
«Τα αγαπημένα μου αδέλφια, σου έφερα πατέρα», ψέλλισε εκείνος κοκκινίζοντας σαν την παπαρούνα.
Τότε τα αδέλφια του, διηγήθηκαν στον πατέρα τους, την περιπέτεια τους, χωρίς να παραλείψουνε ν αναφέρουνε την καθοριστική συμβολή του μικρότερου αδελφού τους ,στην διάσωση όλων τους..
Τότε ο χαλίφης σηκώθηκε όρθιος και με βουρκωμένα τα μάτια, παρέδωσε το σκήπτρο του στον μικρότερο αδελφό. «Παιδί μου, μου έφερες το πιο πολύτιμα δώρο ,τα αδέλφια σου !», είπε και έπεσε ξέπνοος μπροστά στον θρόνο.Τα χρόνια που ακολούθησαν, ήτανε χρόνια ευτυχίας για το λαό του χαλιφάτου.
Υπήρχε ,Δικαιοσύνη ,ισότητα και μεγάλος ψυχικός πλούτος .
Κανείς δεν στερήθηκε την τροφή αλλά και την στέγη. Κανείς δεν στερήθηκε την μόρφωση. Κανείς δεν στερήθηκε την ανθρωπιά του χαλιφάτου, απέναντι στους πολίτες του.
Εδώ τελειώνει το παραμύθι μας.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς..χειρότερα
Μαράκος
Μάριος Ζαμπίκος
(Μαράκος)
Ευχαριστώ τον Δάσκαλο και φίλο Μάριο Ζαμπίκο (Μαράκος) για την άδεια που μου έδωσε να αναδημοσιεύσω μερικά έργα του...
Μάριος Ζαμπίκος
(Μαράκος)
Ευχαριστώ τον Δάσκαλο και φίλο Μάριο Ζαμπίκο (Μαράκος) για την άδεια που μου έδωσε να αναδημοσιεύσω μερικά έργα του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!