Μια φορά και έναν καιρό, όταν το δάσος καλωσόριζε την άνοιξη, και τα δέντρα άπλωναν τα καταπράσινα φύλλα τους, κάτι σιγανά τιτιβίσματα ακούστηκαν μέσα από την κουφάλα του μεγάλου Πλατάνου. Παραξενεμένα τα δέντρα άρχισαν να ρωτούν τι συμβαίνει. Η σοφή και συνάμα γέρικη κουκουβάγια τους ανακοίνωσε το χαρμόσυνο γεγονός.
- Τι χαρά ! τι χαρά! Φώναζαν όλα μαζί τα δέντρα. Περιμένουμε να μεγαλώσει και να έρχεται πάνω στα κλαδιά μας να παίζουμε!!
Το γεγονός μαθεύτηκε σε όλο το δάσος. Όλα τα πουλάκια άρπαξαν στο ράμφος τους από ένα σπόρο και πετώντας έφτασαν στην φωλιά του νεογέννητου Πίπη, τιτιβίζοντας και κελαιδώντας χαρούμενα για τον ερχομό του.
Τι όμορφος που ήταν. Μικρός σαν μια μπαλίτσα, χνουδωτός, με δυο μικρά φτερά και στο καλοσυνάτο πρόσωπό του ένα τοσοδούλη στοματάκι ανοιγόκλεινε στην φροντίδα της καλής του μαμάς. Της κυράς-σπουργίτενας. Τα πουλάκια σε λίγο έφυγαν και αποφάσισαν να μην ενοχλούν τακτικά την φωλίτσα του Πίπη έως ότου μεγαλώσει και αρχίσει να πετά μαζί τους.
Πράγματι σε λίγο καιρό ο Πίπης άρχισε να πετά, βρίσκοντας μόνος πια τους σπόρους για να φάει. Μια μέρα κάθισε πάνω σε ένα κλαδί ενός δέντρου κι άρχισε να τιτιβίζει δυνατά. Το άκουσε ένα αηδόνι , τον πλησίασε και του είπε:
- Αν μου κάνεις το χατίρι να σε έχω συντροφιά μου, θα σε μάθω να τραγουδάς καλύτερα κι από μένα. Συμφωνείς;
- Μετά χαράς! Απάντησε ο Πίπης.
Έτσι από τότε έγιναν αχώριστοι φίλοι και πετούσαν στο μεγάλο δάσος, έπαιζαν, έκαναν βουτιές στην λίμνη και το σούρουπο άρχιζε το μάθημα. Ήταν σωστή μαγεία. Τα άλλα πουλιά, σάστισαν. Δεν φανταζόντουσαν ποτέ, ότι ο Πίπης είχε τόσο μεγάλο ταλέντο. Κάθε βράδυ στο φως του φεγγαριού, έβγαινε από την φωλιά του , άρχιζε το τραγούδι, πότε χαρούμενα, πότε λυπητερά, και πότε παραπονεμένα.
Έτσι κυλούσαν οι βραδιές, ώσπου κάποια μέρα, ο Πίπης σκέφτηκε να καλέσει όλα τα πουλάκια του δάσους να τους τραγουδήσει και να τους δώσει χαρά. Συνεννοήθηκε με τον φίλο του το αηδόνι, βρήκαν ένα ψαρόνι για μαέστρο, ήρθαν και πέντε καναρίνια και όλα ήταν έτοιμα για την συναυλία.
Όλα τα ζώα και τα πουλιά συγκεντρώθηκαν στον χώρο της συναυλίας και σαν βγήκε το φεγγάρι ο Πίπης με τα πέντε καναρίνια και φυσικά το αηδόνι ανέβηκαν επίσημα σε ένα ψηλό κλαδί και η συναυλία άρχισε.
Πυγολαμπίδες, φώτα και αστέρια ανεβοκατέβαιναν από τον ουρανό. Τα τραγούδια της ορχήστρας ήταν μια πανδαισία. Χειροκροτούσαν και όλο χειροκροτούσαν με χαρούμενες φωνές και χαμογελαστά πρόσωπα.
Ξαφνικά ο Πίπης ταράχτηκε από κάτι δυνατές φωνές. Και τότε σαστισμένος κοίταξε γύρω του. Τι κρίμα! Ήταν όλα ένα όνειρο. Ένα πολύ όμορφο όνειρο. Πως ήταν δυνατόν ένα; Σπουργίτης να τραγουδά όπως ένα αηδόνι;
Ο Πίπης όμως δεν δυσαρεστήθηκε διόλου. Γιατί ο Πίπης ήταν πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό του και ήξερε την αξία του. Δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να αντιγράψει κάποιον άλλον. Δεν ζήλευε κανέναν άλλωστε. Και σκεφτόμενος όλα αυτά άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στο δάσος τιτιβίζοντας το δικό του τραγούδι.
Από τότε ζούνε όλοι καλά κι εμείς καλύτερα. Κι αν κάποτε ακούσετε κάτι να σας χτυπά το παράθυρο. Μπορεί και να είναι ο Πίπης! Ανοίξτε του, μπορεί να θέλει να σας τραγουδήσει!
Γιαγιάκα Αννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!