Αν σε μισήσουν: αγάπησέ τους, Αν σε πληγώσουν: λάτρεψέ τους, Αν σε πικράνουν: συγχώρεσέ τους... Μην ξεχνάς: ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Θυμάμαι τότε ,,,, από την Γιώτα ξένου

Skouliki:
Μια κατάθεση ψυχής από την ξενιτεμένη φίλη μου Γιώτα Ξένου με θέμα την Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα....
Μην κουραστείς να το διαβασεις, ειναι μια μόνο περιγραφή την βιαιοτήτων των Γερμανών στην χώρα μας! 
         
Αυτο το ποίημα Ίσως να βαρεθείτε να το διαβάσετε ειναι λίγο μεγάλο ,
Ομως ειναι μια ιστορία, ,μου την διηγήθηκε μια χαριτωμένη γιαγιούλα σε ενα γηροκομείο ,προσπαθώντας να μου
εξηγήςει λίγα από εκείνα που της είχαν απομείνει στη μνήμη από το 1940 ,,την άκουσα και από τα λιγα λόγια που μου ειπε Κλαίγοντας,έβγαλα τα Συμπεράσματα μου γράφοντας αυτο το ποίημα ,,
Στο ορφανοτροφείο παντρεύτηκε ενα από τα παιδιά που διώχτηκαν και Κακοποίησαν οι φίλοι μας οι Γερμανοί ,,,
Ακόμα όμως δεν Βαρέθηκαν να μας χτυπούν !!! και εμεις σιωπηλοί Δίχως να αντιδρούμε περιμένουμε την απόφαση που έχουν πάρει,,,,, Δηλαδή την χαριστική βολή,,,,,,

Θυμάμαι τότε ,,,,,,,,

Άρχισε η σειρήνα να ουρλιάζει
Και παντζούρια έχουν κλείσει από νωρίς,
Ειναι η φοβέρα απλωμένη στο σκοτάδι
Και μες το σπίτι δεν υπάρχει πια θα κάνεις,

Έξω η μπότα του εχθρού κυκλοφοράει
Κσι δεν το αφήνει το παιδί να κοιμηθεί,
Κλείνει τα μάτια από φόβο και ρωτάει
Μανα για πες μου τι συμβαίνει στην αυλή;;

Μάνα για πες μου γιατί καίγονται τα σπίτια ,
Γιατι ο πατέρας μου δεν φάνηκε ακόμα;
Γιατι εσυ δεν μου μιλάς
Και αίμα τρεχει από το ωραίο σου το στόμα;;,

Μανα για πες μου !! τωρα που έφυγες και συ,
Που να να κρυφτώ που να κουρνιάσω
Αφού δεν θα 'χω άλλο πια,
Το αγαπημένο σου το χέρι, πια να πιάσω ,

Κρύβομαι κάτω από το κρεβάτι το δικό σου
Εκει που κάποτε κρυβόμουνα να παίξω,
Κρατιέμαι από την κουβέρτα την Φλοκάτη
Και ξέρω πως με δάκρυα θα την βρεξω ,,

Κοιτάζω το τραπέζι και θυμάμαι
Μια οικογένεια να κάνει το σταυρό της,
Που μεσα την Φτωχή μου την καρδούλα
θαμένο ειναι το ωραίο όνειρο της ,

Μανα δεν ξερω που να πάω, πώς να φύγω;
Το παγωμένο σου το σώμα με φοβίζει,
Προσπάθησα να ακούσω τη καρδια σου ,
Μα η φοβισμένη σου ψυχή πια δεν γυρίζει,

Πιάνο τα χείλη σου δεν Θέλουν να μιλήσουν
Για να μου πουν, πόσο πολύ με αγαπούν,
Άδικα μάνα περιμένω να ξυπνήσεις
Τι κρίμα που δεν εχουνε τραγούδια να μου πουν ,,,

Παίρνω μια κούκλα που μου αγόρασες θυμάμαι
και την κρατώ με φόβο, μες την αγκαλιά μου ,
Αλλά εκείνη δεν δακρύζει σαν κι εμένα
Σκουπίζει όμως τα πικρά το δάκρυα μου,

Κοιτάζω έξω μήπως δω κανένα φίλο
Να του μιλήσω, να ρωτήσω! τι συμβαίνει,
Μα βλεπω άγνωστους εχθρούς ,
Στην Πόρτα της Αυλής μας την σπασμένη,,

Σκέπτομαι έξω για να βγώ ,να τους παρακαλέσω,
Θελω να φύγω να σωθώ, με δύναμη να τρέξω,
Mα η καρδιά στα στήθια μου τρέχει με αγωνία,
Ώσπου μ´αφήνει η λογική τα χείλη μου φωνάζουν,
Και δυο μάτια ξαφνικά, Βλέπω να με κοιτάζουν,

Ειναι τα μάτια του εχθρού,
Σαν κάρβουνα αναμμένα
Δίχως να ξέρω το γιατί
Κοιτούσαν θυμωμένα,

Ενιωσα χέρι δυνατό
Απάνω στο κορμί μου
Σαν να μου Κόβαν ξαφνηκα
Την παιδική ψυχή μου,

Τον κοιτάζα με απόγνωση
Πόνο και ικεσία,
Εκείνος τότε άρχισε
Να με χτυπά με βία ,,

Οταν συνήλθα Αργότερα
Βρέθηκα σε ενα τρένο,
Νόμιζα πως σταμάτησε
Της μνήμης μου το φρένο,

Μεσα στο τραίνο αντίκρυσα ,
Και αλλα παιδιά θλιμμένα,
Ολα τους με κοιτούσανε
Με μάτια δακρυσμένα,

Σύρθηκα δίπλα τους και εγώ
Τους έπιασα το χέρι,
Ενα από εκείνα τα παιδιά
Μου ειπε πως με ξέρει ,

Δεν Γνώρισα πιο ήτανε
Γιατι ήταν ματωμένο ,
Έκλαιγε με αναστεναγμό,
Βαριά τραυματισμένο,

Εκλαιγε και φοβότανε,
Το χέρι μου κρατούσε
Και κάπου κάπου γύριζε
Και μου χαμογελούσε ,,

Αγκαλιαστήκαμε τα δύο
Με φόβο και γωνία
Μιλούσαμε για το άδικο
Αυτής της κοινωνίας,

Οπως το τρένο έτρεχε
Με λύσσα και μανία,
Κλαίγαμε για το άδικο
Το φθόνο και τη βία ,,

Με ρώτησε για να του πω
Που τάχα μας πηγαίνουν;
Μα της ορφάνιας τα παιδιά
Την μοίρα τους την ξέρουν ,

Εμεις θα μεγαλώσουμε
Σε ορφανοτροφείο
Αυτό θα είναι η μάνα μας,
Το σπίτι το σχολείο,

Εκει με τα άλλα τα παιδιά,
Θα κλαίμε κάθε μέρα,
Γιατί δεν θα 'χουμε στοργή
Μανουλα και πατέρα,

Γιώτα ξένου ,,

Μου είχε πει η γιαγιά πως είχαν παρει οι Γερμανοί τον πατέρα της εκείνο το βράδυ,
Και είχαν Σκοτώσει πριν φύγουν τη μάνα της,,ήταν μόνο επτά ετών ,, Κρυμμένη κάτω από το κρεβάτι,,,

2 σχόλια:

  1. Με πολύ συγκίνηση το διάβασα....τι πόνο κρύβει... ( γονη )

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γονη μου καλη μου φιλη η Γιωτα μας γραψει με την καρδια της..... και μας μεταφερει ζωντανο τον πονο αυτο!

      Διαγραφή

Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!