Αν σε μισήσουν: αγάπησέ τους, Αν σε πληγώσουν: λάτρεψέ τους, Αν σε πικράνουν: συγχώρεσέ τους... Μην ξεχνάς: ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ!

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΗΛΟ



Μια φορά κι έναν καιρό καλά μου παιδάκια, μέσα σ’ένα μεγάλο περιβόλι, ζούσε μια καλή συντροφιά από όμορφα δέντρα. Ήταν μια μηλιά, μια πορτοκαλιά, μια αχλαδιά και δυο μανταρινιές. Οι μέρες περνούσαν ήρεμα. Το πρωί σιγοψιθύριζαν καλημέρα, τίναζαν τα φυλλαράκια τους από την πρωινή δροσιά, το μεσημέρι η κάψα του ήλιου τα ξέραινε και το βραδάκι αποκαμωμένα γέρνανε κι έτσι ήσυχα πηγαίνανε να κοιμηθούν.

Κάπως έτσι πέρναγε ο καιρός στο μεγάλο περιβόλι, την άνοιξη δένανε τα άνθη με τις μοσχοβολιές τους. Το φθινόπωρο η βροχούλα τα θέριευε και τον χειμώνα φορτωμένα καρπούς, καμάρωναν. Ένα κόκκινο μήλο όμως ήτανε παραπονιάρικο.
- Αχ! Τι κρίμα, έλεγε, να είμαι εδώ κρεμασμένο μακριά από την πόλη, από τα φώτα και να μην μπορώ να νανουρίζομαι με τα παραμύθια της γιαγιάς. Να μην έρχονται τα παιδάκια να παίζουν για να με ξεσηκώνουν με τις φωνούλες τους.
- Μα τι είναι αυτά που λες; Του είπε η πορτοκαλιά σαν μεγαλύτερη που ήταν. Σε λίγες μέρες, ξέρεις τι τύχη μας περιμένει;
- Όχι, είπε το κόκκινο μήλο.
- Τότε κάνε λίγη υπομονή και θα δεις.
Πράγματι ένα μεσημέρι είδε να έρχονται κατά κει δυο χωρικοί. Το κόκκινο μήλο αναγνώρισε αμέσως τον Μάνθο και τον Πέτρο. Αυτοί είχαν φυτέψει πριν κάμποσα χρόνια όλα τα δέντρα. Τα πότιζαν τα σκάλιζαν, ξερίζωναν τα αγριόχορτα και τώρα φαίνεται ήρθαν να τα καμαρώσουν.
Πόσο λάθος έκανε…
- Μπα! Τι είναι αυτά τα καλάθια; Κι εκείνο το φορτηγάκι στην πόρτα του περιβολιού, τι στέκεται μαρμαρωμένο;
- Η τύχη που σου έλεγα, του ψιθύρισε η πορτοκαλιά.
Και πριν προλάβουν να καταλάβουν τι γίνεται όλα τα μήλα, τα πορτοκάλια, τα αχλάδια και τα μανταρίνια βρέθηκαν μέσα στα μεγάλα καλάθια, όπου τα φόρτωσαν στο φορτηγάκι. Αυτό έκανε έναν δρόμο ατελείωτο και έφτασε σε μια λαϊκή αγορά αδειάζοντας την καλή συντροφιά σε ξεχωριστούς πάγκους.
Το κόκκινο μήλο άρχισε να κλαίει. Είχε μετανιώσει για όσα είχε πει και τώρα ήθελε να γυρίσει πίσω στη μαμά του, την μηλιά. Πως όμως; Για καλή του τύχη όμως ένα παιδικό χεράκι σκάλισε τα μήλα στον πάγκο και τότε το κόκκινο μήλο κατρακύλησε στον δρόμο. «Φεύγω», μονολογούσε, «πάω στη μαμά μου».
Ξάφνου, σταμάτησε στην άκρη ενός πεζοδρομίου. Ένας περαστικός το έπιασε και το έριξε στο καροτσάκι μαζί με τα άλλα πράγματά του.
Πήγε στο σπίτι του και καθώς ήταν πεινασμένος, δίνει μια χρατς! , και άρχισε να τρώει το κόκκινο μήλο.
- Μη με φας σε παρακαλώ, μη με φας είπε κλαίγοντας, πήγαινέ με στην μηλιά και κρέμασέ με πάλι στα όμορφα κλαδιά της κι άλλη φορά δε θα ξαναπαραπονεθώ.
Συγκινημένος ο περαστικός πήγε το κόκκινο μήλο στη μαμά του κι αυτό κούρνιασε στη ζεστή αγκαλίτσα της κι άφησε το απαλό αεράκι να χαϊδεύει σιγανά-σιγανά τα φυλλαράκια του.
Από τότε έμαθε ότι πρέπει πάντα να είμαστε ευχαριστημένοι με όσα έχουμε.
Γιαγιάκα Αννα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σε ευχαριστώ που ήρθες να με επισκεφτείς, Μιας και ήρθες κανε τον κόπο και γράψε εδώ το σχόλιο σου!